ΟΛΟΙ ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ή έχουμε φτάσει κάποια μέρα σε αυτή την πόλη, είμαστε με έναν τρόπο –για τον καθένα αλλιώτικο– συνδεδεμένοι με τα αρχαία ερείπιά της. Ή σκέτα με τα αρχαία της.
Δεν υπάρχει άνθρωπος αδιάφορος όταν του επισημανθεί η ομορφιά. Και όλοι, ακόμα και οι πιο αδιάφοροι, θυμούνται την πρώτη φορά που ανέβηκαν στην Ακρόπολη (με το σχολείο), χάζεψαν τα πρώτα αρχαία που είδαν σε μια προθήκη, κι ας μην καταλάβαιναν πολλά, ή σταμάτησαν να δουν τι είναι αυτό που υπάρχει εκεί στο Μοναστηράκι. Η φυσική μας περιέργεια για το τι βρίσκεται κάτω και πέρα από εμάς μας ωθεί να εξετάζουμε και να ερμηνεύουμε το παρελθόν. Βιαστικοί περαστικοί που χαζεύουν σε μια ανασκαφή, επιβάτες του μετρό που βλέπουν ένα μουσείο μέσα στην καθημερινότητά τους, κάποιος διπλανός που ήθελε να βάλει φυσικό αέριο και –όπως είναι απολύτως φυσικό– έπεσε σε έναν αρχαίο κίονα ή ο ακριβώς διπλανός μας που χτίζει πάνω στο Θεμιστόκλειο Τείχος. Δεν υπάρχει παιδί που να μην έχει παίξει σε ή κοντά σε αρχαιολογικό χώρο. Σήμερα, με τον πεζόδρομο γύρω από την Ακρόπολη, πολύ περισσότερο. Κάποιοι από εμάς έχουν υπάρξει τυχεροί, μεγάλωσαν κοντά ή κυριολεκτικά μέσα στα αρχαία.
Κάτω από την Αθήνα υπάρχουν πολλές αρχαίες πόλεις. Οι έρευνες τις έχουν φέρει λίγο στην επιφάνεια και αυτό το «λίγο» επιτρέπει να ρίχνουμε μια κλεφτή ματιά – σπανίως συνειδητοποιούμε, για παράδειγμα, τα όρια της αρχαίας πόλης και τη σημασία της. Τα κομμάτια της υπάρχουν παντού διάσπαρτα.
Όλοι τα ανακαλύψαμε μεγαλύτεροι και ακόμα και σε τρεις ζωές δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πλήρως την αρμονία, το κάλλος, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν οι άνθρωποι και δημιουργούσαν αυτά τα αριστουργήματα. Σήμερα το πρωί ένα παιδί στο Μουσείο της Ακρόπολης έκανε τον Απόλλωνα και ο φίλος του τον Ερμή. Πριν από 40 χρόνια ένας άλλος πιτσιρικάς, που ο παππούς του ήταν επιστάτης, εργαζόμενος για την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, ο δημοσιογράφος Στέλιος Σοφιανός, ένιωθε ξεχωριστά επειδή μεγάλωνε και έπαιζε μέσα στην Αρχαία Αγορά. «Δεν ήταν τόσο η Ιστορία που με γοήτευε. Ήταν εκείνο που ζούσα καθημερινά και το πώς με έκανε να αισθάνομαι» λέει. «Πώς στο καλό είναι να βλέπεις από το μπαλκόνι σου τον Παρθενώνα και να μη θες να τρέξεις, να σκαρφαλώσεις εκεί πάνω; Ειδικά όταν είσαι παιδί. Κάποιοι από εμάς το θεωρούν σήμερα το πιο καθοριστικό στοιχείο στην ανατροφή τους. Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο Πρόας ο Νικίου - Ο μαθητής των Αθηνών, σε ηλικία 10 ετών, δεν ήθελα πολύ για να βλέπω περίεργα όνειρα και να φαντάζομαι τον εαυτό μου στα ίδια μέρη, 2.500 χρόνια πριν, στη θέση του μικρού Πρόα».
«Για την αθηναϊκή ζωή το αρχαίο μνημείο λειτουργεί ως καταγωγική αναφορά γι' αυτούς που έχουν ανάγκη να το πιστεύουν, αλλά λειτουργεί για όλους ως ερείπιο» λέει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης-Αναστάσιος Μεταξάς. «Το ερείπιο είναι το ένα μέρος μιας συνομιλίας με κάποιον που νοσταλγεί το ακέραιο και δεν το βλέπει και του δίνεται το ερείπιο για να το φανταστεί. Το ερείπιο είναι πολύ πιο δημοκρατικό, γιατί καλεί εσένα να το αρτιώσεις. Και επίσης σε καλεί και σε κάτι άλλο που το άρτιο δεν το έχει ανάγκη: να το διασώσεις. Και εδώ, βέβαια, μπαίνει και το άλλο ζήτημα, του τρόπου διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων. Θα αποκτήσουν έναν άλλο τρόπο ζωής αν ενταχθούν στην καθημερινότητα, έναν τρόπο ζωής που να παράγει συμβίωση».
Τα αρχαία ερείπια λειτουργούσαν στη διαδικασία εθνογένεσης τον 19ο αιώνα. Συνεχίζει αυτό ως ιδρυτικός μύθος ακόμα και σήμερα. Όμως, πόσο είναι συνδεδεμένοι οι άνθρωποι που κατοικούν την πόλη με αυτό που βρίσκεται «κάτω από τα πόδια τους»; Τα ίχνη της πόλης, όχι μόνο τα μνημεία, σε προκαλούν να τα ψάξεις ή πρέπει να ξέρεις πού θα ψάξεις; Ακόμα κι αν μας αρέσουν ή τα αγαπάμε, δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε εξοικείωση μαζί τους. Και όταν τα βρίσκουμε, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουμε διαφορετικά, θα αποκτήσουμε πιθανόν έναν άλλο τρόπο σκέψης; Ή ακόμα και να βάλουμε στο πλαίσιο της καθημερινής μας διαδρομής το να περνάμε μέσα από έναν αρχαιολογικό χώρο;
«Εξαρτάται πού κατοικεί ο Αθηναίος» υποστηρίζει ο καθηγητής Μεταξάς. «Εάν κατοικεί σε χώρους όπου το αρχαίο είναι παρόν με οποιαδήποτε μορφή, είτε επειδή είναι στον δρόμο του υποχρεωτικά, είτε ως αιφνιδιασμός κάπου, τότε το αρχαίο, ως προσφορά πια, ενσωματώνεται στη μνήμη. Είναι στοιχείο της κουλτούρας του εξ αντικειμένου. Δεν απαιτείται καν να το σχολιάζει και να το δέχεται. Αυτό, λοιπόν, φτιάχνει μέσα του ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο διαβάζει και πάρα πολλά άλλα πράγματα. Κάποια στιγμή θα συμπράξει το σχολείο με την Ιστορία, κάποια στιγμή θα αρχίσει αυτή η αρχαιολατρία, κάπως συνδέονται, συντονίζονται, και πλέον κληρονομεί μια κατάσταση, έναν τρόπο σκέψης που τον επικαθορίζει, ανεξάρτητα από τη μόρφωσή του.
Με εργαλείο την παιδεία του, θα έχει μια κριτική στάση και καμιά φορά μπορεί να διερωτάται, πράγμα που δεν είναι καθόλου αρνητικό, "είμαι απόγονος εγώ αυτών των πραγμάτων;". Μπορεί αυτή η σκέψη να του δημιουργεί μια ανησυχία, μια αμφισβήτηση, γιατί έχει μάθει ότι πρέπει να τον πιστεύουν ότι είναι απόγονος. Το καλό σε αυτήν τη διαδικασία είναι ότι ενισχύεται η κριτική του στάση. Για τον μεγάλο πληθυσμό υπάρχει μια υπαγωγή σχεδόν δογματική, "εμείς οι Αθηναίοι του σήμερα είμαστε απόγονοι των αρχαίων Αθηναίων", κάτι το οποίο δεν προκύπτει αν κανείς σκεφτεί τι πέρασε από εδώ. Το πρόβλημα είναι άλλο. Αυτή η πόλη δεν σε προσανατολίζει, αυτά τα αρχαία υπόλοιπα να τα συναντάς εκεί που πρέπει, έχει μια πολεοδομία που ευεργετεί μόνο κάποιες γειτονιές, δεν ευεργετεί άλλες».
«Θυμάμαι τον ενθουσιασμό που είχα όταν στη Β' Γυμνασίου ανέλαβα εργασία για το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού», λέει ο Στέλιος Σοφιανός, «και πώς, αδιάφορα, το αντιμετώπισαν οι συμμαθητές μου. Μου έκανε πολύ κακή εντύπωση να γνωρίζω συνομήλικούς μου που δεν ήξεραν το Θησείο. Δεν (τους) είχαν πάει μία φορά στην Ακρόπολη, στην Πνύκα. "Δεν φταίνε τα παιδιά, οι γονείς και οι δάσκαλοι φταίνε, που δεν τους δείχνουν την Ιστορία μας", τα δικαιολογούσαν οι δικοί μου. Δεν ξέρω την απάντηση. Ίσως γιατί δεν αντιδρούν το ίδιο όλα τα σώματα στον μαγνητισμό που ασκούν κάποια σύμβολα».
«Ο εκπαιδευτικός πολιτισμός στην Ελλάδα παραμένει εντελώς κλειστός» σημειώνει ο καθηγητής Μεταξάς. «Αυτή η μορφή, αυτός ο τύπος σχολείου, πρέπει να εκλείψει. Ένα μεγάλο μέρος του σχολείου πρέπει να αποκτήσει υπαίθρια υπόσταση. Έχει τεράστια ψυχολογικά και επικοινωνιακά προτερήματα το να μάθει κανείς πού ζει. Δεν θα μάθει μόνο αυτά τα οποία θα του δημιουργήσουν απόλαυση αλλά και εκείνα που θα τον προβληματίσουν σχετικά με το τι συμβαίνει – αυτόματα θα αρχίσουν οι δημιουργικές συγκρίσεις και κατ' επέκταση οι ευθύνες. Διότι η ευθύνη είναι μια θετική εσωστρέφεια. Το "για να δω εγώ πού μετέχω, τι έχω κάνει" δεν θα έρθει στα οκτώ και στα δέκα χρόνια. Χτίζεται. Το κριτήριο της ευθύνης χτίζεται από το σπίτι, το σχολείο, αλλά κυρίως χτίζεται από τον δημόσιο λόγο. Όταν κυκλοφορείς σε μια πόλη, υφίστασαι τη ρητορική της και τη ρητορεία της. Αυτό πρέπει να το ξαναδούμε, αν θέλουμε να απολαύσουμε όλοι αυτό που μέχρι σήμερα απολαμβάνουν λίγοι».
Κάτω από την Αθήνα υπάρχουν πολλές αρχαίες πόλεις. Οι έρευνες τις έχουν φέρει λίγο στην επιφάνεια και αυτό το «λίγο» επιτρέπει να ρίχνουμε μια κλεφτή ματιά – σπανίως συνειδητοποιούμε, για παράδειγμα, τα όρια της αρχαίας πόλης και τη σημασία της. Τα κομμάτια της υπάρχουν παντού διάσπαρτα. Πόσοι γνωρίζουν ότι στο κομμάτι που έχουμε «ξεφλουδίσει» στην πλατεία Κοτζιά βλέπουμε την Αχαρνική Οδό, η οποία συνδέεται με τη σύγχρονη Αχαρνών, και ότι και οι δύο οδηγούν στις Αχαρνές; Συνήθως βιώνουμε αυτά τα διάσπαρτα κομμάτια σαν «τρύπες μέσα στην πόλη». Οι αρχαίοι τόποι που δεν είναι μνημεία είναι σήμερα ελάχιστα θελκτικοί. Πολλοί είναι σκουπιδότοποι και δεν υπάρχει τίποτα φιλικό, γιατί δεν έχει να δεις τίποτα από μόνο του όταν φτάσεις εκεί. Μπορείς, όμως, να καθίσεις σε ένα κομμάτι του αρχαίου τείχους και ίσως θα περάσεις καλύτερα απ' ό,τι αν καθίσεις κάπου αλλού. Λίγοι γνωρίζουν πού ακριβώς βρίσκονται τα Μακρά Τείχη. Μέσα στα Μακρά Τείχη γίνεται η μεγάλη διακίνηση, η ασφαλής και σίγουρη, της αρχαιότητας. Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Ηλεκτρικός, από τα Πετράλωνα μέχρι το Μοσχάτο, τρέχει πάνω στα Μακρά Τείχη, όπως και η Πειραιώς από την Καλών Τεχνών έως το Λιμάνι. Θα έπρεπε να είναι εύκολο να τη διαβάζεις την πόλη. Θα πρέπει να είναι κίνητρο να ξανακερδίσεις τη σχέση της σύγχρονης πόλης με την παλιά.
«Η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει ξεχωριστά αρχαία μνημεία κι έχει γίνει η πόλη που αγαπάμε χάρη σε αυτά τα μνημεία. Νομίζω ότι οι Αθηναίοι είναι περήφανοι για την πόλη στην οποία μένουν, πιθανώς και για τον τρόπο που τα μνημεία αυτά έχουν αναδειχθεί, παρόλο που μπορεί να γκρινιάζουν για χίλια άλλα πράγματα, μπορεί να μην είναι περήφανοι για πολλά και μπορεί να μην τα επισκέπτονται. Όλοι βλέπουν από μακριά την Ακρόπολη. Μάλιστα, επειδή η Ακρόπολη αποτέλεσε τη βάση του σχεδιασμού των κεντρικών περιοχών της πόλης, όλοι βλέπουν τον Παρθενώνα όταν οδηγούν στην Πατησίων και την Πειραιώς, και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός όταν ανεβαίνουν τη Συγγρού, και αυτό δεν έχει γίνει τυχαία. Η πόλη σχεδιάστηκε για να βλέπεις, να ανακαλύπτεις από μακριά τις προοπτικές φυγής» λέει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Παναγιώτης Τουρνικιώτης.
«Πάρα πολύ λίγοι, όμως, συνειδητοποιούν τα όρια της αρχαίας Αθήνας. Θα μπορούσε, όπως έχει γίνει σε άλλες πόλεις, να είναι σημαδεμένα με μια απλή γραμμή, με μια φωτεινή γραμμή, έτσι ώστε όταν περπατάς τη νύχτα στην πόλη, να βλέπεις ότι περνάς πάνω από το τείχος. Έτσι, θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε να γράψει καλύτερα η συνείδηση της αρχαίας πόλης πάνω στη σημερινή. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πρόγραμμα της πολιτείας, ώστε να αναδειχθούν καλύτερα τα όρια και να γίνουν σαφείς ορισμένες θέσεις αρχαίων μνημείων, για τις οποίες έχουμε μια γνώση που θα μπορούσε να γίνει περισσότερο φανερή και αντιληπτή. Ξεκινώντας από το μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας, το οποίο θα έπρεπε να μην είναι μόνο ένα βιβλίο αλλά σαν ένα παιχνίδι του αρχαίου θησαυρού της πόλης κάτω από την πόλη. Τα παιδιά χαίρονται φοβερά να μαθαίνουν πράγματα με έναν τρόπο γλαφυρό και ενδιαφέροντα, και να τα λένε και στο σπίτι τους. Δυστυχώς, με τον τρόπο που μαθαίνουν την Ιστορία, δεν τη μαθαίνουν τελικά. Πρέπει να διδάσκεται μέσα στην πόλη. Γιατί όταν μάθουν τη μαγεία του χώρου, θα ξαναπάνε. Αλλιώς, περνάνε απ' έξω.
Προτείνω να μπορέσει να νοηματοδοτηθεί αυτή η σχέση με το παρελθόν πάνω σε μια αρχαία χαρτογράφηση στη σύγχρονη πόλη. Να χαράξουμε με έναν απλό τρόπο τα σημάδια της, ώστε να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, τα τείχη της. Τα λίγα κομμάτια που βλέπουμε να αποκτήσουν ένα καλύτερο τοπιογραφικό περιβάλλον, έτσι ώστε σε αυτά να συγκλίνουμε. Έτσι θα μπορέσουμε να τα δούμε και ενδεχομένως να τα απολαύσουμε, και όχι σαν να αποκλείονται από τη σύγχρονη πόλη λες και είναι μικροί σκουπιδότοποι. Πορείες και διαδρομές αναγνώρισης της αρχαίας πόλης για εκείνους τους τουρίστες που έχουν περιπατητική διάθεση, που θέλουν να πάνε μέχρι την Ακρόπολη, αλλά και για τους κατοίκους της. Ας προκαλέσουμε την έκπληξη, δίνοντας τη δυνατότητα να ξαναμάθει ο επισκέπτης ή ο κάτοικος την αρχαιότητα που τους περιβάλλει – όχι να βλέπουμε μονάχα από τους δρόμους τα μνημεία ψηλά στους λόφους».
Είναι σημαντικό για τους Αθηναίους και γενικά τους Έλληνες να γνωρίζουν, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιόδους, ότι υπάρχει ιστορικό βάθος; Ίσως αυτό να ακούγεται πολύ θεωρητικό, όμως μπορεί να είναι και ουσιαστικό, αν παρατηρήσει κάποιος τον κόσμο που επισκέπτεται ξανά και ξανά το Μουσείο της Ακρόπολης. Αισθάνονται ανακούφιση βλέποντας αυτά τα έργα;
«Αυτή η τρίτη διάσταση της Ιστορίας προς το βάθος τους κάνει να οπλίζονται με περισσότερη υπομονή μέχρι να περάσουν τα δύσκολα» μας εξηγεί ο καθηγητής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Δημήτρης Παντερμαλής. «Εδώ, ας πούμε, στο μουσείο, βλέπουμε την καταστροφή των Περσών. Εξουθένωσαν τους Αθηναίους, κατέστρεψαν τα πάντα. Κι όμως, μέσα από αυτή την καταστροφή γεννήθηκε η κλασική τέχνη που γοήτευσε όλο τον δυτικό κόσμο. Αυτό είναι κάτι σημαντικό. Το ότι οι επισκέπτες έρχονται ξανά και ξανά σημαίνει ότι αυτά τα αγάλματα κάτι τους λένε. Αν ήταν απλώς "κάποια αγάλματα", δεν θα ήταν τίποτα. Αυτά που βλέπουν γύρω τους συνδέονται με τα βιώματά τους, και το θεωρώ απολύτως θετικό αυτό. Σχεδόν σε κάθε πολυκατοικία που χτίστηκε εδώ πέρα έχουν βρεθεί αρχαία. Ο καθένας έχει να πει κάποια ιστορία με αρχαία, και ευχάριστη και δυσάρεστη. Με λίγα λόγια, η αρχαιότητα είναι ένα κομμάτι της ζωής μας. Και καλά που υπάρχει. Μας δίνει, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, κουράγιο και δύναμη».
σχόλια