Την πρώτη «Cassette Store Day», του 2013, δεν την είχα πάρει χαμπάρι. Για τη δεύτερη όμως, εκείνη του προηγούμενου Σεπτεμβρίου (27/9), έμαθα όσα έπρεπε να μάθω και μάλιστα από διαφορετικές πηγές. Sites, περιοδικά, εφημερίδες, ακόμη και e-mail εμφανίστηκε στο inbox μου με τη σχετική ανακοίνωση. Οι άνθρωποι πίσω από την «ιδέα» δούλεψαν σωστά και το σχετικό μάρκετιν απέδωσε τα αναμενόμενα. Στην Αμερική π.χ. η «Παγκόσμια Ημέρα της Κασέτας» γιορτάστηκε με μερικές εκατοντάδες(!) κυκλοφορίες (They Might Be Giants, Townes Van Zandt, Chuck Prophet, Robyn Hitchcock, J Dilla, Adolescents…), ενώ και στην Αγγλία ο… πανζουρλισμός της κασέτας δεν πήγε πίσω, αφού μοιράστηκαν tapes με εγγραφές των Homosexuals, Peter Broderick, The Wedding Present, Bright Light Bright Light, Fair Ochs και δεκάδων άλλων. Ακόμη και στη χώρα μας η «Cassette Store Day» τιμήθηκε αναλόγως, με την Inner Ear να τυπώνει σε MC (Music Cassette), ειδικά για τη «μέρα», τα πρόσφατα άλμπουμ των Film («Eclipse») και των Mechanimal («Secret Science»). Μάλιστα, ρίχνοντας μια ματιά στο inner-ear.gr διαπίστωσα πως και οι τέσσερις κασέτες που έχουν τυπωθεί από την πατρινή εταιρεία (Mechanimal, Film, A Victim of Society, Baby Guru) είναι ήδη sold out (ενώ LP και CD υπάρχουν)! Κάτι τρέχει εδώ πέρα…
Η κασέτα έχει «συναίσθημα». Περισσότερο από κάθε άλλο μέσο αναπαραγωγής. Τούτο βεβαίως δεν μετριέται αντικειμενικά... το μετράει ο καθένας μόνος του. Και το συναίσθημα ξεκινάει από τον τρόπο εγγραφής της –«ζεστός», αναλογικός ήχος, που κολλάει ταμάμ με το ανθρώπινο αυτί– φθάνοντας μέχρι την ταπεινότητα του μέσου.
Είναι άραγε η κασέτα το νέο hip; Έχει ριζώσει, δηλαδή, για να αναπτυχθεί ως τέτοιο, ή είναι κάτι πρόσκαιρο που σύντομα θα ξεφουσκώσει; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Εξαρτάται από τη δουλειά που γίνεται σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, από το πόσο θα «τσιμπήσουν» οι εταιρείες, τα νέα συγκροτήματα και οι καλλιτέχνες, και από ’κει και πέρα το κοινό τους.
Ορισμένοι τοποθετούν την επανεμφάνιση της κασέτας μέσα στην τρέλα του νέου vintage. Δεν ξέρω αν είναι έτσι, γιατί το vintage συνδέεται και με μια κάποια νοσταλγία που κομίζει, κάθε φορά, μια συγκεκριμένη ηλικία. Και με την κασέτα δεν υφίσταται νοσταλγία – τουλάχιστον από ’κείνους που είναι σήμερα γύρω στα 25 και… πίνουν νερό στ’ όνομά της. Άρα είναι κάτι άλλο. Ίσως να εντάσσεται και αυτή (η κασέτα) στο καθημερινό πνεύμα του «χιπστερισμού», σε μιαν απόπειρα επικοινωνίας ας πούμε με το «απλό», το «συναισθηματικό» και το «εύχρηστο». Και τα τρία ισχύουν. Η κασέτα, ακόμη και σε σχέση με το δίσκο βινυλίου, είναι πιο «κατανοητή». Κάτι εγγράφεται πάνω στην ταινία, και, καθώς γυρίζει, τη «διαβάζει» μια κεφαλή. Βλέπεις την ταινία να προχωράει και να μαζεύεται από το ένα καρούλι στο άλλο. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου. Το ίδιο περίπου ισχύει και για το LP, δε λέω, αν και η διαδικασία αναπαραγωγής εδώ είναι πιο προχωρημένη. Με το CD… βράσε τα. Το ρίχνεις στο player και ούτε ξέρεις τι γίνεται ’κει μέσα. Το ’χασες. Δίοδος laser, υπέρυθρες ακτίνες και άντε να βγάλεις άκρη. Ακούς… δίχως να βλέπεις – εκτός και αν είσαι φραγκάτος κι έχεις κανα Micromega/Trio με διάφανο καπάκι και παρατηρείς το CD να στροφάρει… αλλά και πάλι κρύβονται πολλά. Ok, κάποια στιγμή το ξεπεράσαμε το οπτικό κομμάτι και πήγαμε παρακάτω…
Η κασέτα έχει «συναίσθημα». Περισσότερο από κάθε άλλο μέσο αναπαραγωγής. Τούτο βεβαίως δεν μετριέται αντικειμενικά… το μετράει ο καθένας μόνος του. Και το συναίσθημα ξεκινάει από τον τρόπο εγγραφής της –«ζεστός», αναλογικός ήχος, που κολλάει ταμάμ με το ανθρώπινο αυτί– φθάνοντας μέχρι την ταπεινότητα του μέσου. Πέραν αυτών η κασέτα δεν έχει τα σκρατς και τον ενοχλητικό, ορισμένες φορές, στατικό ηλεκτρισμό του βινυλίου, ενώ δεν διαθέτει (εννοείται) και την ψευδαισθητική «τελειότητα» του CD. Και φυσικά όσον αφορά στη χρήση της είναι η πιο άμεση απ’ όλες τις άλλες φόρμες. Πιο άμεση από το LP (μπάσε-βγάλε από εξώφυλλα, εσώφυλλα κτλ.), ενδεχομένως και από το ιδιότροπα πακεταρισμένα CD, που απαιτούν κι αυτά έναν κάποιο χρόνο πριν ξεκινήσει να τα «διαβάζει» το player.
Η κασέτα δεν είναι για τα υψηλά εισοδήματα, για τους πλούσιους χαϊφιντελίστες. Την υποτιμούν. Θα μου πείτε, τώρα, πως υπάρχουν και… φτωχοί χαϊφιντελίστες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Γνωρίζω άνθρωπο που «δεν έχει να φάει», όπως λέμε, και που, όλη την ημέρα, συζητάει για προενισχυτές και για καλώδια (των 200 ευρώ το μέτρο). Άρα η κασέτα έχει κάτι το λαϊκό από τη φύση της, και κάτι το… προκλητικά ευτελές που, προσωπικώς, με συναρπάζει. Εν ολίγοις; Μια επαρκέστατη φόρμα αναπαραγωγής, που συνδυάζει πλείστα όσα πλεονεκτήματα.
Η κασέτα δεν είναι για τα υψηλά εισοδήματα, για τους πλούσιους χαϊφιντελίστες. Την υποτιμούν. Θα μου πείτε, τώρα, πως υπάρχουν και... φτωχοί χαϊφιντελίστες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Ως γνωστόν οι κασέτες χωρίζονται σε κατηγορίες αναλόγως με τις επιστρώσεις τους, τη διάρκειά τους ή τον τύπο τους. Απλές, χρωμίου, μετάλλου, ενισχυμένες, 46άρες, 60άρες, 74άρες, 90άρες, των 8-track… Αυτές τις τελευταίες θα τις θυμούνται οι παλαιότεροι. Ήταν κάτι… αγκωνάρια των seventies, που έπαιζαν κυρίως σε κασετόφωνα αυτοκινήτων (από ταξί μέχρι φορτηγά). Υπήρχαν και φορητά κασετόφωνα για tape 8-track, όπως και τηλεοράσεις που είχαν υποδοχή για παρόμοια κασέτα. Ψευτοδιαστημικές καταστάσεις... Στη δεκαετία του ’80 η συγκεκριμένη φόρμα δεν περπάτησε. Σήμερα μερικοί τις ψάχνουν. Δεν με παραξενεύει…
Επίσης οι κασέτες δεν ήταν άμοιρες των τεχνολογικών εξελίξεων. Κι εκεί επενδύθηκε τεχνογνωσία κάποια στιγμή, με το περίφημο DOLBY B για τη μείωση του θορύβου – παρότι ελάχιστους γνώρισα… στο διάβα της ζωής μου, που να έπαιζαν τις κασέτες τους με DOLBY. Οι πολλοί θέλουμε ν’ ακούμε πρίμα και με ανεπαίσθητο φύσημα (ρυθμίζοντας τα μπάσα από τον ενισχυτή). Και βεβαίως μία αλάνθαστη συνταγή για πολλούς είναι… να αντιγράφεις με DOLBY και να αναπαράγεις χωρίς DOLBY. Παίζεις λίγο με το «PLAY TRIM» και με το «BIAS» του κασετοφώνου και, εν τω μεταξύ, αν διαθέτεις κασέτα με επίστρωση μετάλλου φθάνεις την απόδοση στα ύψη. Ποιο CD και ποιο βινύλιο τώρα; Την ηχογραφική «θέρμη» μιας τέτοιας κασέτας τίποτα δεν την αγγίζει! Το λέω και το εννοώ. Εκτός κι αν έχεις να χώνεις κατοστάρες σε βινύλια της Mobile Fidelity… η οποία όμως, παλαιά, έβγαζε και κασέτες (δεν ξέρω τώρα). Έχει ακούσει κανείς το «Rubber Soul» των Beatles ή το «The Dark Side of the Moon» των Pink Floyd από κασέτα της Mobile; Τρέμουν τα σύμπαντα…
Έχουν μειονεκτήματα οι κασέτες; Ασφαλώς. Αλλά και πολλά απ’ αυτά τα μειονεκτήματα μπορεί να περιοριστούν, άμα προσέξεις λίγο. Πάντα τυλιγμένες εξ ολοκλήρου μέσα στις θήκες τους, πάντα μακριά από υγρασία και βεβαίως ποτέ (οι κασέτες) πάνω σε άλλες ηλεκτρικές συσκευές που λειτουργούν, καθότι απομαγνητίζονται (π.χ. όχι κασέτες τοποθετημένες πάνω σε ηχεία που δονούνται). Πρόβλημα αποτελούν και τα ασύρματα δίκτυα (κινητή τηλεφωνία, Wi-Fi κ.λπ.) που συμβάλλουν και αυτά στον απομαγνητισμό των κασετών, αλλά εδώ το θέμα είναι γενικότερο. Εν πάση περιπτώσει τον απομαγνητισμό ούτως ή άλλως δεν τον γλιτώνεις, μπορείς όμως με κάποιες απλές κινήσεις να μην τον επιταχύνεις. Και βεβαίως οι ταινίες των κασετών ροκανίζονται από τα φθηνά κασετόφωνα – ενίοτε δε και από τα ακριβότερα. Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του ποικίλουν. Από το να τσαντιστείς και να πετάξεις κασέτα και κασετόφωνο από το παράθυρο, μέχρι να οπλιστείς με υπομονή και ν’ αρχίσεις την επιδιόρθωση (στυλό Bic για το μάζεμα της ταινίας, κατσαβιδάκι, ψαλιδάκι, σελοτέιπ ή ασετόν και τα λοιπά). Αλλά κι εδώ η κασέτα υπερισχύει. Αν χαραχτεί ή «κολλήσει» το βινύλιο ζορίζεσαι, για δε το CD δεν το συζητώ (είναι κατ’ ευθείαν για τα σκουπίδια). Η κασέτα, απεναντίας, παλεύεται… Και αποκλείεται να μην την κάνεις να ξαναπαίξει άμα πιάνουν τα χέρια σου κι έχεις λίγη υπομονή…
Τη δεκαετία του ’80, στο μεγαλύτερο μέρος της (και παράλληλα με το πικάπ), την έβγαλα με φορητά κασετόφωνα. Πεταμένα λεφτά (ακόμη και τα κάπως ακριβότερα). Σε λίγο τα φτύνανε, και το «μάσημα» της ταινίας πήγαινε σύννεφο. Ήμουν συνέχεια με το κατσαβίδι… Κάποια στιγμή, προς τα τέλη των 80s, θυμάμαι πως είχα πουλήσει 40 χιλιάρικα το πρώτο μου PC, έναν Amstrad 6128 (τον είχα πάρει 75), και πως βάζοντας άλλα τόσα είχα αγοράσει ένα deck της Yamaha, το KX-530, το οποίο… παίζει ακόμη. Για «σκυλί» μιλάμε… Το λέω, γιατί δεν το έχω πάει ποτέ σε μάστορα και γιατί κασέτες δεν σταμάτησα ποτέ ν’ ακούω και ν’ αντιγράφω… Τι θα γίνει άμα χαλάσει; Αυτό είναι ένα θέμα… αν και στο eBay βρίσκεις, τώρα, ίδιο μηχάνημα με 50 ευρώ! Για να μην πω πως με λίγα παραπάνω χτυπάς και Nakamichi… την κορωνίδα των κασετοφώνων! Αδιανόητα πράγματα, έτσι;
σχόλια