Με τους λεγόμενους «σατιρικούς καλλιτέχνες» εκτός σκηνής γεννάται, συνήθως, ένα ζήτημα. Δεν ξέρεις πότε κάνουν πλάκα και πότε μιλάνε σοβαρά. Διαβάζεις συνεντεύξεις τους… και είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου. Κάποιοι από ’μας πετάνε ένα… «αμφιλεγόμενος» ή «αμφιλεγόμενο» και καθαρίζουν. Δεν είναι όμως έτσι.
Ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι σατιρικός πάνω στη σκηνή (γιατί αυτή είναι η δουλειά του, ζει απ’ αυτό, μην το ξεχνάμε…), αλλά εκτός σκηνής αξίζει να απεκδύεται τα… σάβανα του Διονύσου και να λέει εκείνα που πιστεύει, πραγματικά, ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Δεν συμβαίνει. Διαβάζεις συνεντεύξεις του Πανούση και λες πως… μιλάνε ταυτοχρόνως δύο άνθρωποι. Πότε έτσι, πότε γιουβέτσι… Προσωπικά, αυτό το βρίσκω κουραστικό και το βαριέμαι αφόρητα. Δεν γίνεται να κατατριβόμαστε με το να αποκρυπτογραφούμε το κάθε υπομειδίαμα… «τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης».
Το ένα από τα δύο τελευταία τραγούδια του Τζίμη Πανούση, που κυκλοφόρησαν πριν λίγες μέρες με το περιοδικό ΜΕΤΡΟ, έχει τίτλο «H Katyusha του ΚΚΕ» και είναι τραγουδισμένο από τον ίδιο και τον Γιάννη Αγγελάκα (το άλλο είναι η «Υγιεινή διαστροφή», ένα… dubstep με την Κατερίνα Στανίση). Η μουσική του πρώτου είναι βασισμένη στην πασίγνωστη σύνθεση του σοβιετικού Ματβέι Μπλάντερ «Κατιούσα», πάνω στην οποία στηρίχθηκε και ο «Ύμνος του ΕΑΜ». (Στα sixties η ίδια σύνθεση έγινε γνωστή στο ποπ στερέωμα ως «Καζατσόκ»).
Απρόσμενη, σε πρώτη φάση, συνεργασία – αυτή του Αγγελάκα με τον Πανούση. Όταν ο πρώτος ξεκινούσε με τις Τρύπες, ο Πανούσης είχε πιάσει ήδη κορυφή. Μπορεί να μην έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας –ο Πανούσης είναι 61 και ο Αγγελάκας 56–, αλλά αυτή η εξαετία ήταν καθοριστική στα μέσα του ’80.
Ο ένας τριαντάριζε, μαζεύοντας χρήμα και δόξα βάλλοντας (κατά πάντων) και συμβάλλοντας (κατά μίαν έννοια) στην πασοκική… ανακατανομή του πλούτου, ενώ ο άλλος, ένα παιδί (ακόμη) της επαρχίας, επιχειρούσε να εντοπίσει κάπου ανάμεσα στα απόνερα του πανκ και στο εξαντλημένο ροκ (από τα drugs) τού Herman Brood και τού Παύλου Σιδηρόπουλου, τη φλέβα της νέας έντασης. Τη βρήκε; Έτσι αποφάνθηκαν τα nineties, όταν οι Τρύπες μετατρέπονταν σιγά-σιγά σε «εναλλακτικό» καθεστώς.
Τι μπορεί να ενώνει σήμερα αυτούς τους δύο τραγουδοποιούς; Η… αηδία τους για το ΚΚΕ (ανάμεσα σε άλλα). Δεν θέλουν να σβήσουν και να ξαναγράψουν την ιστορία αναγκαστικά. Θέλουν να χλευάσουν την ιστορία ως παρόν. Για τον Πανούση κατανοητό… για τον Αγγελάκα όμως; Κατανοητότερο!
Αν για τον πρώτο το ΚΚΕ ήταν το εικόνισμα, που ξαφνικά… πέφτει από τον τοίχο, σπάει το τζάμι, αλλά η εικόνα (από μέσα) παραμένει ανέπαφη και ιερή (είναι οι αγαπημένοι νεκροί, ο Πουλιόπουλος, ο Άρης, ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης…), για τον Αγγελάκα το ίδιο αυτό εικόνισμα ήταν το τελευταίο προσάναμμα στη σόμπα της ψευδεπίγραφης ροκ «ιδέας». Να «καούν» εκείνοι, που πρώτοι «έκαψαν» τη νεανική παντιέρα.
Πνευματικό παιδί του (σκηνοθέτη) Νίκου Νικολαΐδη, ο Αγγελάκας μεγάλωσε με τα… κουρέλια του ροκ στη ψυχή του. Κατ’ αυτό το διάτρητο ιδεολόγημα… το ροκ είναι κάτι που ασκείται στο περιθώριο της κοινωνίας (είναι αντικοινωνικό δηλαδή), απεχθάνεται την πολιτική, εξυμνεί το γκροτέσκο και το αλλόκοτο, προβάλλοντας την κάλπικη απελευθέρωση μέσα από ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές. Το σύμβολο ήταν έτοιμο. Οι ήρωες στα «Κουρέλια...» βιάζουν και σκοτώνουν υπό τους ήχους του… Perry Como. Glendora… ήρθε η ώρα…
Κι ενώ στο Φεστιβάλ της «Ουμανιτέ», της εφημερίδας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ήδη από τα sixties γκρουπ και καλλιτέχνες (Pink Floyd, The Who, Chuck Berry, Alan Stivell, Catherine Ribeiro, Leonard Cohen, Area, Deep Purple, Genesis, Magma κ.λπ.) συμμετέχουν στην ετήσια Fête de l'Humanité, δίχως να αρνούνται τη σχέση ανάμεσα στο ροκ και την αριστερή, την προοδευτική να πούμε πολιτική ιδεολογία, στην Ελλάδα οι ροκάδες αντιμετώπιζαν (και αντιμετωπίζουν) την Αριστερά… σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά. Αναρχο-τραγέλαφος.
«Νεο-αγνοί» κομμουνιστές και σπαραχτικοί «ελευθεριακοί» ενώνονται εις σάρκαν μία και υπερμαχούν της κατάπτυστης «θεωρίας των δύο άκρων», υπό… νεοφιλελέ γωνία – ή όπως τραγουδάει ο Αγγελάκας (σε στίχους του Πανούση)…. «πλάι-πλάι μαζί με χρυσαυγίτες/ ορντινάντσα των καπιταλιστών». Για το ΚΚΕ το γνωμικό…
Την ίδιαν ώρα, οι παλιοί μαοϊκοί (ΕΚΚΕ κ.λπ.), που υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του ροκ στην Ελλάδα (μεγαλύτεροι και από τινές Κνίτες του ’75), υμνούν τώρα τον Tom Stoppard και το θεατρικό του «Rock n’ Roll» υποστηρίζοντας τις σχετικές κοτσάνες – πως το τσέχικο ροκ ήταν, τάχα, κόκκινο πανί για το κομμουνιστικό καθεστώς, μετά την «Άνοιξη της Πράγας»! Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε!!
To τσεχοσλοβάκικο ροκ βρισκόταν στα ύψη του πριν από την «Άνοιξη» (το 1965 ας πούμε, όταν είχε επισκεφθεί την Πράγα ο Αllen Ginsberg) κατά τη διάρκεια της «Άνοιξης» (όταν διέπρεπαν οι Matadors, το κορυφαίο συγκρότημα των sixties σε όλο το ανατολικό μπλοκ, αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα όλης της Ευρώπης), όπως και μετά από την «Άνοιξη», όταν η σκηνή του progressive rock, με τα δεκάδες συγκροτήματα και καλλιτέχνες, άνοιγε τα φτερά της. Αν στην Ανατολή «υπέφεραν» οι Plastic People of the Universe (τους οποίους γούσταρε και ο Václav Havel), ο Phil Ochs και ο Νικόλας Άσιμος οδηγήθηκαν στο θάνατο στη Δύση. Αυτό να μη μας διαφύγει…
Μέσα σ’ αυτό το βούρκο, του ανακατέματος των ψευτοϊδεών, μεγάλωσαν δύο γενιές ελληνοροκάδων. Το μπέρδεμα και η χλαπαταγή που διαπνέουν τις σχέσεις ροκ και Αριστεράς στη χώρα, ήδη από τα μέσα του ’70, αποκλείεται να συμβαίνει αλλού. Δεν συμβαίνει πουθενά αλλού. Εννοώ σε χώρες που πέρασαν κι εκείνες από Εμφύλιο (Ισπανία), ή είχαν μακριές δικτατορίες (Ισπανία, Πορτογαλία).
Ευθύνες, για όλο εκείνο το μεταπολιτευτικό τουρλουμπούκι, είχε βεβαίως άπασα η Αριστερά (από τα οργανωμένα κόμματα μέχρι την αναρχοαυτονομία), όταν η Δεξιά, που είχε πάρει επ’ ώμου το ροκ στην Ελλάδα των sixties, είχε πλέον αρκεστεί στο αβλαβές παιγνίδι (ποιος πήγε «νούμερο 1» κ.λπ.).
Να υπενθυμίσω, μόνον, πως εκδότης όλων των μουσικών περιοδικών στη χώρα («Μοντέρνοι Ρυθμοί», «Καλλιτεχνικές Επικαιρότητες», «Ο Κόσμος του Τραγουδιού», «Μοντέρνοι Ρυθμοί/13-19», «Σώου», «Pop Express»…) στο κρίσιμο για το παγκόσμιο ροκ διάστημα 1964-1972 ήταν ο Θανάσης Τσόγκας (1918-1975), ένα από τα πιο ισχυρά «χαρτιά» της σκυλίσιας αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στα χρόνια του Εμφυλίου και μετά απ’ αυτόν. Τα «Όργια των Εαμοσλαύων και ο Θυελλώδης Εθνικός Εκδικητής»(!!)… μιλάμε για τέτοιο στυλ. Κατά τα λοιπά χορεύαμε με Beatles…
Ο ευφυής Τάσος Φαληρέας με κάποια πρώτα κείμενα στον «Κούρο» και ο συνετός Στέλιος Ελληνιάδης στη «Μουσική Γενιά» (ένα βραχύβιο περιοδικό/εφημερίδα του ’72, που αρχίζει να αρθρώνει έναν δειλό λόγο για τον… κινηματικό χαρακτήρα του ροκ), γρήγορα, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, θα εγκαταλείψουν την τελματωμένη «πιο ισχυρή αντιπολίτευση στη Δύση» (όπως είχε αποκαλέσει κάποτε το ροκ ο Σαββόπουλος), ανακαλύπτοντας τον Τσιτσάνη και τον Άκη Πάνου, οδηγώντας στο κενό την κάπως βαθύτερη ροκάδικη ενημέρωση.
Οι fans, εν τω μεταξύ, έχουν μετατραπεί σε… αντάρτες στης Πλάκας τα λημέρια, αφήνοντας στον συμπαθή Γιώργο Κοινούση εκείνη την κριτική που θα έπρεπε να ασκήσει το εγχώριο ροκ στην Αμερική…
«Αλκοολικοί, ναρκομανείς/ ξαπλαρωμένοι καταγής/ μιζέρια φτώχεια και βρωμιά/ να σπάει η μύτη η μυρωδιά/ και από την άλλη κτήρια που μοιάζαν μεγαθήρια/ βιτρίνες και δολάρια/ και συνεχή ωράρια».
Στα τέλη του ’70 ο Πανούσης είναι ο πρώτος, πάντως, που επιχειρεί να βγει από το… λάκκο με την UHU – και το λέω τούτο, επειδή το «Φλου» (Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα) ξόφλαγε ακόμη γραμμάτια του… ’72. Τον ακολουθούν οι Φατμέ. Ο Τζιμάκος είναι εκείνος που φτιάχνει μόνος του τη σκυτάλη και αρχίζει να τρέχει… Επιφορτισμένος από το «κίνημα» να μεταφέρει στο tape, στο δίσκο, στη σκηνή, όλη την έκρηξη που ετοιμάστηκε στο Χημείο (τον Δεκέμβρη του ’79) καθιστά το «χώρο» καλλιτεχνικά και εμπορικά ισότιμο. Ο δίσκος με τη «χοντρή» πουλάει πολύ, ενώ το μότο… «στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτε ο κνίτης με φρικιά» περιγράφει με ακρίβεια τις μέρες του ’79.
Ο Αγγελάκας εκείνη την εποχή βλέπει τα «Κουρέλια…» του Νικολαΐδη και παθαίνει ταραχή. Χρόνια αργότερα στην «Athens Voice» θα πει (#347, 19-25/5/2011):
«‘Κουρέλια’ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πάθαμε πλάκα όλοι οι πιτσιρικάδες.(…) Από τότε τον είχαμε τον αγαπημένο μας σκηνοθέτη. Ένας άνθρωπος που μιλούσε άλλη γλώσσα και μακριά από πολιτικούρες, με αίσθημα με μουσική. Είχε πήξει το μυαλό μας με τα εντεχνο-μεταπολιτευτικά. Είχαμε βαρεθεί τη ζωή μας. Ακούγαμε ροκ. Δεν είχαμε δει καμία ελληνική ταινία που να μιλάει για τη δική μας τρέλα».
Μπορεί, ο Pascal Bruckner να λέει στη «Μελαγχολική Δημοκρατία» [Αστάρτη, 1990] πως…
«είναι δελεαστικό να(…) προτιμά κανείς τη μουσική ή την εικαστική έκσταση από την κακοφωνία των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, την ανιδιοτέλεια της αισθητικής απόλαυσης από τη χυδαία χρησιμοθηρία των κομματικών αρχηγών, τη σταθερότητα της ομορφιάς από τη ρευστότητα των κυβερνητικών αποφάσεων, την ευγένεια της πνευματικής ζωής από τα οδυνηρά προβλήματα της ανεργίας των ημερομισθίων και της φτώχειας»…
αλλά επειδή δεν τον διακρίνει ο κυνισμός εκείνων που πρεσβεύουν το χάος ανάμεσα στην Τέχνη και την πολιτική, καταλήγει λέγοντας πως…
«κάθε φορά που η κουλτούρα ξέχασε την πολιτική στο όνομα της αθανασίας της τέχνης καταδικάστηκε να τη δει να επιστρέφει (την πολιτική) σε μια υπέρμετρα υψηλή και κυριαρχική θέση. Κατά συνέπεια, δεν κάνουμε παρά το μισό δρόμο όταν αποκαθιστούμε τη ζωή του πνεύματος, ξεχνώντας ότι οι υποθέσεις της πολιτείας δεν ρυθμίζονται ακολουθώντας μόνο τους κανόνες της αισθητικής».
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα αρχή. Σε μια νέα εποχή. Οι μέρες που θα ’ρθουν δεν θα είναι εύκολες – το είπε ακόμη και ο Τσίπρας χθες-προχθές. Η πολιτική και η πολιτική ενασχόληση μπορεί γνωρίζουν πιένες, όπως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όμως δεν πρέπει να γίνουν ξανά τα ίδια λάθη. Μεταξύ των όσων άλλων… δεν έχουμε και κανένα απολύτως περιθώριο για διχαστικές συμπεριφορές. Για τοποθετήσεις που δεν ψάχνουν την τομή, αλλά τη ρήξη.
Αν το 1975 τα είχαμε όλα πληρωμένα, σήμερα, 40 χρόνια αργότερα, έχουμε μείνει πανί με πανί και μας κυνηγάνε οι δοσατζήδες… ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΕ και δε συμμαζέ. Ή όπως θα έλεγε και ο Άκης Πάνου… «οι δυο δουλε απ’ τους εφτά/ από τα χρε τι να προφτά».
Αν ο Αγγελάκας και ο Πανούσης νομίζουν πως έχουμε την πολυτέλεια μιας νέας ακραίας διαμάχης, μέσα ή έξω από την Αριστερά, ξαναδίνοντας πνοή στα φαντάσματα του ’79, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να σταθούν «αλφάδι» με τη μαύρη αντίδραση. «Λοβοτομημένες μαριονέτες», «του κοινοβουλίου η μαϊμού», «ορντινάντσα των καπιταλιστών»… και αλλά τέτοια ευτελή. Η κριτική απαιτείται, αλλά η χλεύη δεν είναι κριτική.
Ο λόγος τους πέρα από ξεπερασμένος (δηλαδή γραφικός) είναι και ολοφάνερα διχαστικός, κάτι που αποδεικνύεται και από τα likes στο YouTube (στο βίντεο με τις περισσότερες θεάσεις τούτα είναι μοιρασμένα). Εμπορικά, αυτό μπορεί να είναι καλό (για τους ίδιους), δεν είναι, όμως, εκείνο που χρειαζόμαστε οι υπόλοιποι. Μάλλον είναι χαρακτηριστικό των καλλιτεχνών, όταν στριμώχνονται, καθώς φτάνουν σ’ ένα τέρμα, να ξαναπαίρνουν τον κύκλο και πάλι από την αρχή. Όπως, όμως, έλεγε και ο σοφός Ρασούλης… «η ζήση δε γυρνάει ριπλέι κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί».
Ο Αγγελάκας και ο Πανούσης μοιάζει ν’ αντιδρούν παβλοφικά μπροστά στο… σφυροδρέπανο. Ένα τεχνητό ερέθισμα, μία ενστικτώδης λειτουργία. Στην αρχή μπορεί να ήταν έξυπνο, και καλλιτεχνικά δημιουργικό (έως και αποδοτικό). Μετά από 35 χρόνια, όμως, καταλήγει να είναι απλά οδυνηρό. Μία αντιδραστική πολυλογία.
σχόλια