Γράφει ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Κάπου τον περασμένο Οκτώβριο μου τηλεφώνησε ο ποιητής Γιάννης Κοντός και μου είπε ότι σχεδίαζαν με τον Θανάση Νιάρχο μια εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, τον Φεβρουάριο που θα ερχόταν, όταν θα συμπληρώνονταν τριάντα χρόνια από τότε που έφυγε. Σκόπευαν να γίνει χωρίς ενδιάμεσους φορείς, σε ένα κεντρικό θέατρο και, εκτός από αυτούς τους δύο, θα συμμετείχε ο Μένης Κουμανταρέας. Μου ζήτησε να είμαι κι εγώ εκεί, “ξέρεις εσύ” μου είπε, “τον ξέρεις τόσο καλά τον Γιώργο”.
Ο Ιωάννου ήταν ο διαβάτης που σύχναζε σε καφενεία, στις αγορές, στα καπνισμένα σινεμά, σε απόμερες περιοχές, ισότιμος των αρσενικών αλλά και κυνηγός. Η αναζήτηση αυτή δεν είχε μόνον σχέση με τον Άλλο, αλλά με την ίδια την περιπέτεια, τη λατρεία των χώρων, τις μνήμες των τόπων, την περιδιάβαση στις σκιές και τις θολές περιοχές της ιστορίας των ανωνύμων
Ο Γιάννης Κοντός θα έμπαινε ένα μήνα αργότερα στο νοσοκομείο και δεν θα ξανάβγαινε, όπως ακριβώς και ο Γιώργος Ιωάννου μπήκε για μια συνηθισμένη επέμβαση προστάτη και έσβησε άδικα. Τον επόμενο μήνα δολοφονήθηκε ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κοντός το μάθαινε στο νοσοκομείο. Στην κηδεία του Γιάννη Κοντού ο Θανάσης Νιάρχος μου την θύμισε την εκδήλωση. Ήδη μία τριάδα φίλων και συγγραφέων συγκατοικούσαν στα βάθη του χαμένου παραδείσου.
Ο Γιάννης Κοντός ήταν ο άνθρωπος που, μετά το δεύτερο βιβλίο μου, με κάλεσε προσωπικά στον Κέδρο και μου ζήτησε να εκδίδω εκεί τα βιβλία μου. “Εδώ είναι η θέση σου” μου είχε πει. Μέσω αυτού συνδέθηκα με την προηγούμενη γενιά των Ελλήνων συγγραφέων που τους διάβαζα και τους θαύμαζα. Θυμάμαι το άγχος μου όταν ο Γιάννης κανόνισε να βρεθούμε σε μια ταβέρνα στην Κυψέλη για να γνωριστούμε με τον Κουμανταρέα. Εγώ μόλις είχα βγάλει τον “Ναύτη” και πάθαινα κρίσεις πανικού στην Αθήνα, από την απότομη μετακίνησή μου από την επαρχία. Στο ταβερνάκι ξηλώθηκαν και οι δύο σόλες των παπουτσιών μου από το τρίψιμο που έκανα στο πάτωμα τα πόδια μου και έφυγα, σχεδόν ξυπόλητος, πατώντας σε πέτσινες μεμβράνες, βροχερό φθινόπωρο ήταν θυμάμαι. Με σοβαρό ύφος, ο Μένης με ρώτησε, “κόντυνες;” ενώ ο Γιάννης, σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, κοίταζε με απορία τα απομεινάρια των υποδημάτων μου.
Σε εκείνο το τραπέζι αλλά και σε όλα τα επόμενα άκουγα συνεχώς για τον Γιώργο Ιωάννου. Επεισόδια από την καθημερινή του ζωή, τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ως δάσκαλος, ως εκφραστής της ελεύθερης γνώμης. Ο Γιάννης τον αγαπούσε αφάνταστα τον Ιωάννου, τον περιέγραφε με χειρονομίες και εκφράσεις (είχε το σπάνιο ταλέντο να μιμείται με χιούμορ τους πάντες), καμιά φορά προχωρούσε και σε πιο ιδιαίτερες στιγμές του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Φυσικά δεν έχω σκοπό να μεταφέρω τα προσωπικά τον συγγραφέα ΄ ανέκαθεν με ενδιέφερε η ιδιωτική ζωή ενός καλλιτέχνη όπως αποτυπώνεται μέσα στο ίδιο του το έργο. Ο Γιάννης Κοντός επέμενε ότι αν ζούσε ο Ιωάννου θα του άρεσαν τα βιβλία μου. Κι εγώ αυτό το κρατούσα ως εφόδιο και έπαινο γιατί κι εγώ τον είχα επιλέξει από πολύ νωρίς, χωρίς ποτέ να πιστεύω ότι θα μάθαινα για τον βίο του από πρώτο χέρι, από τους φίλους του.
Ήταν τότε, στη μεταπολίτευση, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου εκτός από την αγγλική λογοτεχνία, διδασκόμουν και ελληνικά από σημαντικούς νεοελληνιστές καθηγητές. Διάβαζα τα πεζογραφήματά του Ιωάννου, εκτός πανεπιστημιακής ύλης, εμβαθύνοντας στα νοήματα, στις διαστρωματώσεις της γλώσσας και των υπαινιγμών. Αισθανόμουν ότι με αφορούσαν τα λόγια του και προσπάθησα να γράψω το πρώτο μου διήγημα μιμούμενος σχεδόν το στιλ του. Μπορεί να είχα υπογραμμισμένο τον Κόνραντ και τον Φιτζέραλντ, τον Σέξπιρ και τον Σάλιντζερ, όμως αντιλαμβανόμουν ότι χρειαζόμουν την ελληνική γλώσσα και το ήθος της για να εκφραστώ προσωπικά. Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν o πιο σημαντικός δάσκαλος. Συνδύαζε πολλά οικεία στοιχεία: μια χαμηλότονη αφήγηση που πίσω της υπόβοσκε αγάπη, νοσταλγία αλλά και πάθος. Καθαρά ελληνικά, διατυπωμένα χωρίς φιοριτούρες και ναρκισσισμό (εδώ μάλιστα θύμιζε τους Αγγλοσάξονες) αν και αργότερα προτίμησε πιο μακροπερίοδες παραγράφους, επιδεικνύοντας τον φιλόλογο και τον έμπειρο στυλίστα. Μιλούσε για γειτονιές και ανθρώπους που αναγνώριζα. Μεγάλωσα σε χωριό, που ήταν και προσφυγοχώρι, στην Θεσσαλονίκη πηγαινοερχόμουν από παιδί στους συγγενείς μας, εντόπιζα στις μικροιστορίες τους πράγματα που ανήκαν και στην δική μου κληρονομιά της πρόσφατης ιστορίας.
Μα πάνω απ' όλα διέβλεπα και ξεσκάλωνα όλες εκείνες τις αισθητικές και αισθαντικές αναφορές σωμάτων και ψυχών που πάλευαν να τιθασεύσουν τα πάθη τους αλλά και να τα εκπληρώσουν με κάθε αντίτιμο. Εντόπιζα την επιθυμία της αντρικής ομορφιάς, της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, μιας ερωτικότητας όπου πρόσωπα, εκφράσεις, καταστάσεις ανήκαν σ’ έναν «ελληνικό κόσμο, αραβικό, μεσογειακό, σταματημένο σε ρυθμούς και αιτιολογίες χιλιετιών»[1].
Η νευρασθενική βιωματική σχέση ανάμεσα στην επιθυμία του σώματος και την ερωτική πρακτική θα τον οδηγήσει σε μια λογοτεχνική γραφή, που σήμερα πια σπανίζει. «Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ' την εξομολόγηση», έλεγε.
Ο Ιωάννου ήταν ο διαβάτης που σύχναζε σε καφενεία, στις αγορές, στα καπνισμένα σινεμά, σε απόμερες περιοχές, ισότιμος των αρσενικών αλλά και κυνηγός. Η αναζήτηση αυτή δεν είχε μόνον σχέση με τον Άλλο, αλλά με την ίδια την περιπέτεια, τη λατρεία των χώρων, τις μνήμες των τόπων, την περιδιάβαση στις σκιές και τις θολές περιοχές της ιστορίας των ανωνύμων.
Η νευρασθενική βιωματική σχέση ανάμεσα στην επιθυμία του σώματος και την ερωτική πρακτική θα τον οδηγήσει σε μια λογοτεχνική γραφή, που σήμερα πια σπανίζει. «Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ’ την εξομολόγηση», έλεγε. Λείψανα εποχών και καταβολών αλληλοτέμνονται. Καταγράφει τα λαϊκά πλήθη όπως στις κοινωνικές ταινίες του Κούνδουρου, του Κακογιάννη ή του Αλέξη Δαμιανού. Στους προσφυγικούς μαχαλάδες, παρατηρεί τις μάνες, τις συζύγους, παρατηρεί σχολαστικά τους άντρες. Άλλοι θα φύγουν μετανάστες και άλλοι θα παραμείνουν για να πολλαπλασιάσουν την Ελλάδα του. Λιτοδίαιτοι, αδύνατοι αλλά σφιχτοδεμένοι Έλληνες, χωρίς νωθρότητα και βουλιμία, περιτμημένοι από την κατοχική ανεπάρκεια αλλά δουλεμένοι και εργατικοί.
«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους». Κατά βάθος δε θα ήθελε να ξεφύγει ποτέ από κοντά τους, να μη συγχρωτίζεται τους «άνοστους λογοτέχνες». Καταφεύγει σε τελετές του έρωτα και λατρείας του σώματος: «όταν γδύνω ερωτικά σώμα εξαίρετο, γονατίζω, κλαίω, και προσεύχομαι, ασπαζόμενος τα πάντα με ευλάβεια». Ανάβει αγιοκέρι και αγιορείτικο θυμίαμα.
Την εποχή που ο Γιώργος Ιωάννου ζούσε πια στην Αθήνα, εγώ ήμουν καθηγητής στην Θράκη. Κι εκεί, ανάμεσα στον πολύτομο Προυστ και τον δύσβατο Φουκώ, στεκόταν κι αυτός ισοδύναμος, με τα σπαρακτικά εξομολογητικά του κείμενα, αλλά και με το “Φυλλάδιο”, ένα προσωπικό ημερολογιακό περιοδικό, όπου ασκούσε κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις, μια έντυπη προδρομική ανάρτηση των σημερινών blogs και του facebook. Πρόλαβα να αγοράσω όλα του τα φυλλάδια, τα βιβλία, τον είδα σε μία εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, παρακολούθησα την εμπλοκή του στο τότε ανερχόμενο κίνημα του ΑΚΟΕ, την καταδίκη του από το δημόσιο και τον εκτοπισμό του με δυσμενή μετάθεση.
Στην Αθήνα, με κέντρο την Ομόνοια, αφουγκραζόταν όχι μόνον την καρδιά της πόλης αλλά και του διερχόμενου κόσμου. Επεκτεινόταν από ντόπιος σε πιο διαπολιτισμικό. Είχε γίνει μια περσόνα που μέτραγε η κουβέντα του και διαβαζόντουσαν οι επιφυλλίδες του. Αυτό ίσως απέβαινε και εις βάρος της γραφής του, ωστόσο είχε ήδη καταθέσει τόσο πολλά. Ο άδοξος θάνατός του από μια νοσοκομειακή λοίμωξη τον βρήκε πέντε χρόνια μετά την δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων “Ο Επιτάφιος θρήνος”. Θυμάμαι να ακούω την είδηση και να βυθίζομαι στην θλίψη. Ο χαμός αγαπημένων συγγραφέων είναι πιο οδυνηρός γιατί εμπεριέχει το κενό ενός έργου που θα μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν αν δεν τους είχε αποκοπεί απότομα το νήμα της ζωής. Ξαναδιάβασα τον “Επιτάφιο” που, ωστόσο, μου φάνηκε αναστάσιμος. Έκτοτε, όσες φορές μου ζητήθηκε να δώσω μια δεκάδα με τα πιο αγαπημένα μου ελληνικά βιβλία, πάντα τοποθετούσα τον “Επιτάφιο θρήνο” στις πρώτες θέσεις, μαζί τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Ταχτσή, τον Τσίρκα, τον Χειμωνά, τον Πεντζίκη. Όλοι τους δάσκαλοι, αλλά ο πιο κοντινός μου θα παρέμενε ο Ιωάννου.
Και σήμερα; Διαβάζεται πια ο Ιωάννου; Ποιος ξέρει. Πάντως στα θέματα των Πανελληνίων μπαίνει τακτικά ως “κείμενο”. Σε ευαίσθητους πολίτες θα βρει επίσης θέση: στήριξε τους μοναχικούς, τους πρόσφυγες, τους μειονοτικούς, τους Εβραίους, τους απόκληρους. Η γλώσσα του αντίδοτο στα απονενοημένα viral και τα τιτιβίσματα των εκατόν σαράντα γραμμάτων.
Απόσπασμα από το άρθρο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη “Ο κόσμος των αντρών στο έργο του Γιώργου Ιωάννου”
“...Η θρησκευτικότητα ως ερωτική έξαψη και ταύτιση του ιερού με το σωματικό μαρτύριο, θα δώσει τον τόνο στην τελευταία συλλογή πεζογραφημάτων που φέρει τον τίτλο “Ο Επιτάφιος θρήνος”. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1980 και αποτελεί το αποκορύφωμα του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου. Η θεματολογία του περιορίζεται σε όσα πράγματα ο συγγραφέας υπαινισσόταν και στα προηγούμενα βιβλία του. Η καθέλκυσή τους στον λογοτεχνικό ωκεανό γίνεται πανηγυρικά. Ερωτισμός, αυτοερωτισμός, ερωτικές αφηγήσεις, πλάνεμα, διαστροφή, περιθωριακές αδελφές. Το πρώτο αφήγημα, το ομώνυμο της συλλογής, είναι ένα εξαίρετο σημαδιακό γραπτό. Θεωρείται –και επικροτούμε– ως το καλύτερο διήγημα του Ιωάννου που αντιπαλεύει ακόμη και τους “Νεκρούς” του Τζόις. Ο “Επιτάφιος θρήνος” θα επιβιώσει στη μετριότητα και το συντηρητισμό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και θα απλωθεί από την καρδιά της Αθήνας σε μιαν ανυπάκουη ελληνότροπη κοινωνία.
Μετουσιώνει την τέχνη του προσωπικού σε καθολική ενατένιση, εναρμονίζει τη γλώσσα της ψυχής και του σώματος, δίνει τονικότητα σε ένα κείμενο που θέλεις να το ψάλεις αντί να το διαβάσεις. Συμβάλλει και η θρησκευτικότητα του συγγραφέα που, απαλλαγμένη από τις ενοχές του εκκλησιαστικού κατεστημένου, ξαναβαφτίζεται στο ανατολικό χριστιανικό πνεύμα των πρώτων περιόδων της πίστης, όταν ο Διόνυσος και ο Χριστός ταυτίζονταν στις πλαγιές του Λιβάνου και στις ερήμου της Παλαιστίνης. Ο περιφερόμενος, στα στενά της Ομόνοιας, Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής, η περιφορά του ωραιότερου νεκρού σώματος, είναι η πορεία του ιδανικού αντρικού σώματος, του ελληνικού κορμιού, όπως το γνώρισε και το σμίλεψε ο συγγραφέας. Σ’ αυτή την πορεία τον συνοδεύουν «οι στρατιώτες που είχαν παζαρέψει το κορμί τους», γιατί, «τω καιρώ εκείνω ήτανε όλοι δυνατοί, γιατί δουλεύανε με το κορμί τους». Ο Πάνας βαδίζει πλάι πλάι με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Όσοι απόμειναν, μέσα στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου της Ομόνοιας, δεν έχουν παρά να εγκαταλείψουν τις ηδονοβλεπτικές χαραματιές του ξενοδοχείου και να πάνε κι αυτοί να φιλήσουν εκεί «...όπου είναι οι χαρακιές της δύναμης, μεριές μεριές στο στήθος μέχρι κάτω στην κοιλιά».
Ο συγγραφέας επανακτά τον αντρισμό της γραφής εις βάρος της εκθήλυνσης της κοινωνίας. Βγαίνει στους δρόμους, παρατηρεί το πλήθος, προσπαθεί να συλλάβει τον νεορεαλισμό της καινούργιας έκρυθμης Αθήνας. Οι κίνδυνοι της μετανάστευσης θα αντικατασταθούν από την επερχόμενη διάβρωση του τουρισμού και της ευρωπαϊκής ένταξης.
Στα υπόλοιπα διηγήματα ο συγγραφέας είναι απαλλαγμένος από το άγχος του χρονικογράφου. Βέβαια η βορειοελλαδίτικη πόλη θα επανέρχεται στις τελευταίες συλλογές που θα έχουν τη μορφή χρονικών. Το ισχυρό μοτίβο της Θεσσαλονίκης χλομιάζει δίνοντας χώρο σε ένα διαφοροποιημένο αισθαντικά χώρο. Ήδη ο συγγραφέας Ιωάννου έχει βρει τη δική του Αλεξάνδρεια μέσα στην χαοτική Αθήνα και, χορτασμένος από τις παλιές ιστορίες, ξαναρίχνεται στο παιγνίδι της καθημερινότητας. Φωτογραφίζεται στην Ομόνοια και, μετά το Βαρδάρη, υιοθετεί άλλη μια πλατεία, ενώνοντας τους δύο ομφαλούς της χώρας.
Η δεκαετία του ’80 μεταμορφώνει την Ελλάδα ιδεολογικά και κοινωνικά. Οι γενιές της κατοχής γερνάνε και οι καινούργιοι Έλληνες ακούνε παραξενεμένοι τις ιστορίες αυτού του περιπλανώμενου τροβαδούρου των παθών και των πόθων που έζησαν οι θείοι και οι πατεράδες τους. Η φραστική τολμηρότητα ορισμένων φράσεων προσπερνάει τις νύξεις. Ο συγγραφέας επανακτά τον αντρισμό της γραφής εις βάρος της εκθήλυνσης της κοινωνίας. Βγαίνει στους δρόμους, παρατηρεί το πλήθος, προσπαθεί να συλλάβει τον νεορεαλισμό της καινούργιας έκρυθμης Αθήνας. Οι κίνδυνοι της μετανάστευσης θα αντικατασταθούν από την επερχόμενη διάβρωση του τουρισμού και της ευρωπαϊκής ένταξης.
Ο αφηγητής απολαμβάνει τη μοναξιά της πόλης, όπως η δασκάλα στο ομώνυμο διήγημα, που σκύβει τρυφερά πάνω στον ηδονοβλεψία φαντάρο και κλαίνε μαζί για όσα δεν ολοκληρώθηκαν. Άλλη μια ματαίωση, σαν εκείνη με το καθηλωμένο ανάπηρο αγόρι, που ζήταγε χείρα βοηθείας για να ολοκληρώσει τις ονειρώξεις του. «Η δασκάλα», ως διήγημα, αποτελεί ακόμη ένα κείμενο για αποθησαύρισμα και καταδεικνύει τις δυνατότητες του συγγραφέα για δημιουργία μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Η ενδεχόμενη ταύτιση της ηρωίδας με ένα ακόμη από τα προσωπεία του συγγραφέα θα μας οδηγούσε στην κουραστικά διατυπωμένη χρήση του Φλομπέρ για το ποιος είναι η κυρία Μποβαρί. Δεν είναι, πάντως, «Η κυρία Μινώταυρου», η πιο καρναβαλική φυσιογνωμία του συγγραφέα στο ομώνυμο διήγημα, όπου αποθεώνεται η μάσκα και η μεταμφίεση. Οι υποκοσμιακές φιγούρες των μεταμφιεσμένων γυναικών μοιάζουν σαν περισσεύματα από τον ταχτσικό περίγυρο. Είναι συγκινητική η επίδειξη συμπάθειας, παρά το σαρκασμό της γραφής, γι’ αυτό το υποκοσμιακό περιβάλλον που αναδεικνύεται ως ένα εναλλακτικό πεδίο της πόλης θυμίζοντάς μας την τριλογία της Νέας Υόρκης του ΄Αντι Γουόρχολ. «Η κυρία Μινώταυρου» κλείνει τη συλλογή.
Τα υπόλοιπα βιβλία του, ακόμη και η “Καταπακτή”, μοιάζουν με συμπληρωματικές σημειώσεις που αποσαφηνίζουν όσα θαυμαστά υπαινισσόταν ο συγγραφέας στα πρώτα του γραπτά. Ο “Επιτάφιος Θρήνος” είναι επίσης ο επιτάφιος της λογοτεχνικής πορείας του Γιώργου Ιωάννου, μόνο που δεν είναι θλιβερός, είναι στολισμένος με τα ωραιότερα άνθη, συνοδεύεται από τα δυνατότερα κορμιά και μοσχοβολάει αληθινό λόγο και μια αγάπη που τώρα πια ομολογείται. Κι ας μην ξεχνάμε ότι τον Επιτάφιο διαδέχεται η μακάρια ανάσταση”.
Διαβάστηκε στον Πύργο Μπαζαίου το 2005, στο Φεστιβάλ Νάξου, με αφορμή το αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου με την συμμετοχή του Θωμά Κοροβίνη, της Έλενας Χουζούρη και του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, το φθινόπωρο 2006.
σχόλια