O Φαίδων Ταμβακάκης μιλά στο lifo.gr

O Φαίδων Ταμβακάκης μιλά στο lifo.gr Facebook Twitter
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όσων πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του '80 σε πολύ μικρή ηλικία, αποδείχτηκε ότι δεν γίνεται να επιβιώσει κανείς εδώ ως πεζογράφος... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
1

Από μικρός ονειρευόταν ταξίδια με ιστιοφόρο. Όποιο βιβλίο έβρισκε με αφηγήσεις από γύρους του κόσμου, από περάσματα ωκεανών, από πρωτιές –για το μικρότερο σκάφος που πέρασε τον Ατλαντικό, για τον πρώτο ιστιοπλόο που πήγε και στους δύο πόλους– το καταβρόχθιζε. Ο θαυμασμός δεν τον έκανε να θέλει να πρωτεύσει κι ο ίδιος σε κάτι, τον ενέπνεε όμως να ακολουθήσει τα χνάρια των άλλων, να αναμετρηθεί κι αυτός με την πρόκληση. Και να τος τώρα, σχεδόν πενηντάρης, μ' έναν διαλυμένο γάμο πίσω του, μ' ένα θρυλικό σκαρί στην κατοχή του κι όλος λαχτάρα να ταξιδέψει από το Χονγκ-Κονγκ στο Ντάρμουθ, χωρίς μηχανή, μόνο με πανί, να τος καθηλωμένος σ' ένα καρνάγιο της Σύρου, όμηρος όχι μόνο της ζημιάς που παρουσίασε τελευταία στιγμή το σκάφος αλλά και της ανάμνησης ενός νεανικού, άδοξου έρωτα που θα μπορούσε ίσως ν' αναζωπυρωθεί. Αυτό τον άντρα ζωντανεύει ο Φαίδων Ταμβακάκης στην Αναπαλαίωση (Εστία), στα δικά του μπουκωμένα αισθήματα δίνει διέξοδο. Κι όπως διαβάζεται η νέα του νουβέλα, με μιαν ανάσα, έτσι ακριβώς, λέει, προέκυψε: «Μια κι έξω. Σαν να ήταν έτοιμη από καιρό κι εγώ απλώς την αντέγραψα».

Είναι το γράψιμο ένα είδος ψυχοθεραπείας; «Ψυχοθεραπείας δεν ξέρω, αλλά εκτόνωσης σίγουρα! Γράφοντας ανακαλύπτεις περισσότερα για τις λειτουργίες του εγκεφάλου και της καρδιάς σου, κοσκινίζεις τα πράγματα. Εκείνο, πάντως, που με μεταμορφώνει από... κατσαρίδα σε άνθρωπο, σε καλύτερο άνθρωπο, ήταν και παραμένει η θάλασσα. Με το που μπαίνω σε πλεούμενο, αγαλλιάζω. Από τότε που με θυμάμαι, μόλις έβλεπα στην παραλία βαρκάκι έτρεχα να χωθώ μέσα, να κουνήσω το τιμόνι του. Ήμουν παιδί όταν ξεκίνησα ιστιοπλοΐα –πήγαινα στην προπόνηση με την αίσθηση ότι φεύγω για ταξίδι– και ουδέποτε την εγκατέλειψα. Τρέχω ακόμη σε αγώνες, πιο ελαφρά, αλλά τρέχω. Φτάνει να με φυσάει το αεράκι, δεν με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα».

Έχει αποδειχτεί ότι το πολιτικό μας σύστημα δημιούργησε ένα ανεξέλεγκτο τέρας που, δίχως ισοπεδωτικές αλλαγές, δεν μπορεί ν' ανατραπεί. Ο καθένας για την πάρτη του! Αυτό έχει καταστρέψει τη δομή του κράτους, και μόνο αν συνεργαστούμε όλοι μαζί, μόνο τότε υπάρχει περίπτωση να το ξαναφτιάξουμε.

Βρισκόμαστε στην Κηφισιά, στα γραφεία της Alpha Trust, της χρηματιστηριακής εταιρείας που δημιούργησε και διευθύνει, και η ματιά του πηγαινοέρχεται διακριτικά στην οθόνη του κινητού που αναβοσβήνει διαρκώς πλάι του. Για το λογοτεχνικό σινάφι, ο Ταμβακάκης των Ναυαγών της Πασιφάης και της Υστάτης, είναι ένας συγγραφέας ανοιχτών οριζόντων με επιρροές από τον Ντεφόε, τον Κόνραντ και τον Στήβενσον, ένας από τους πεζογράφους της γενιάς του '80 στον οποίο, συν τοις άλλοις, χρωστάμε την μετάφραση όλου του έργου του Τζον Φόουλς στη γλώσσα μας. Παράλληλα, ωστόσο, είναι και ο επικεφαλής μιας ομάδας οικονομολόγων που ποντάρουν σε αξίες υποβαθμισμένες με την πεποίθηση ότι κάποια στιγμή θα αναβαθμιστούν. Μια δουλειά που τον αναγκάζει να περνά περισσότερες ώρες στ' αεροπλάνα παρά στα πελάγη, ροκανίζοντας τον χρόνο που θα μπορούσε ν' απολαύσει γράφοντας.

Πιτσιρικάς, ό,τι ιστορίες είχε στο μυαλό του, τις αφηγούνταν πλάθοντας με πλαστελίνες στρατιές καουμπόηδων και πειρατών. «Ως τα δεκατρία μου», λέει, «δεν τα πήγαινα καλά με τα βιβλία, μόνο κόμικς διάβαζα. Ώσπου έπεσε στα χέρια μου το Κάστρο του Κρόνιν και, ξαφνικά, όλα άλλαξαν». Το Κάστρο, λοιπόν. Στον ουμανισμό του Κρόνιν χρωστά το ότι έγινε συστηματικός αναγνώστης, χάρη στις περιπέτειες ενός ιδεαλιστή γιατρού ανακάλυψε ότι είναι ωραία συντροφιά η λογοτεχνία. Πού πήγε, άραγε, ο ανθρωπισμός με τον οποίο γαλουχήθηκαν τόσα εκατομμύρια έφηβοι ως τα τέλη της δεκαετίας του '70; Βλέπει πολλούς να τον υπερασπίζονται γύρω του;

O Φαίδων Ταμβακάκης μιλά στο lifo.gr Facebook Twitter
Όσο πιο εύκολα κυλάει η ζωή, τόσο πιο άψυχοι και άπληστοι γινόμαστε. Μόλις όμως αρχίσουν τα ζόρια, ξαναθυμόμαστε την ανοχή, την κατανόηση... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Δεν άλλαξαν και τόσο τα πράγματα» ισχυρίζεται. «Εκείνο που άλλαξε, μέσω της τεχνολογίας, είναι η δυνατότητα να τα βλέπουμε όλα από μια πολύ πιο διευρυμένη οπτική γωνία, σε μεγάλη κλίμακα. Ό,τι συμπεριφορές διακρίνεις ανάμεσα σε διακόσιους ανθρώπους –του ανιδιοτελούς, του τεμπέλη, του επιμελή, του γενναιόδωρου–, θα τις δεις να υπάρχουν κι ανάμεσα σε διακόσια εκατομμύρια. Ο ανθρωπισμός είναι κάτι σχετικό. Γι' άλλον σημαίνει να του προσφέρεις ένα ποτήρι νερό, γι' άλλον να του χαρίσεις το νοίκι ενός μήνα. Όσο πιο εύκολα κυλάει η ζωή, τόσο πιο άψυχοι και άπληστοι γινόμαστε. Μόλις όμως αρχίσουν τα ζόρια, ξαναθυμόμαστε την ανοχή, την κατανόηση. Στις περισσότερες κοινωνίες ο ανθρωπισμός συνυπάρχει με το πολύ χρήμα. Εκείνοι που μεγάλωσαν με ανέσεις, αυτοί που δεν πέρασαν, όπως εμείς, απότομα από το τσαρούχι στο Καγιέν, έχουν μεγάλη έγνοια να βοηθήσουν τους πιο αδύναμους. Ως και συμβούλους προσλαμβάνουν για να δουν πού θα πιάσουν καλύτερα τόπο τα λεφτά που θα χαρίσουν. Προπολεμικά, το 'χουμε δει και στην Ελλάδα να συμβαίνει, ενώ ανάλογη ωριμότητα είχε επιδείξει και η ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, προσφέροντας σε χιλιάδες παιδιά δωρεάν τροφή, παιδεία και περίθαλψη».

Οι νέες γενιές, όσοι είναι κάτω των σαράντα, δεν έχουν ιδέα για το ποιοι είμαστε. Πρέπει να κάνουμε τεράστια προσπάθεια για να συγκρατήσουμε τη μνήμη της χώρας μας στον πλανήτη. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μας ξεχάσουν εντελώς...

Γόνος αλεξανδρινής οικογένειας, τα μέλη της οποίας είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο λίγο πριν και λίγο μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ο Ταμβακάκης ήταν νήπιο όταν οι γονείς του αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα το '63. «Όχι, δεν εκδιώχθηκαν οι Έλληνες, όπως οι Ισραηλίτες ή οι ΄Αγγλοι, αλλά η τεράστια ύφεση της οικονομίας με τους κρατικούς περιορισμούς και το κύμα των εθνικοποιήσεων έσπρωξαν πολλούς σε φυγή. Ένιωθαν πως δεν υπήρχε πια η χαρά της ζωής που ήταν συνυφασμένη με τον πολιτισμό της Αλεξάνδρειας, σαν να είχε κατεβάσει κάποιος τον διακόπτη, και η καχυποψία απέναντι στους ξένους βάραινε πολύ την ατμόσφαιρα. Οι περισσότεροι έφυγαν έχοντας χάσει τα πάντα». Πώς τα είχαν καταφέρει μέχρι τότε να είναι τόσο οργανωμένοι; Τι συνέβη εκεί που δεν μπόρεσε να μεταλαμπαδευτεί εδώ; «Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα απάντηση. Δεν έχω καταλάβει τι έκανε τη διαφορά. Για την Αίγυπτο μιλάμε, όχι για την Ελβετία! Σίγουρα, πάντως, η ρίζα του καλού δεν ήταν τοπικιστική. Όλοι, Ηπειρώτες, Μεσσήνιοι, Επτανήσιοι, συνυπήρχαν θαυμάσια και όσο μεγαλύτερες περιουσίες είχαν φτιάξει, τόσο μεγαλύτερες δωρεές έκαναν. Οι Μπενάκηδες, οι Χωρέμηδες, οι Τοσίτσες, θεωρούσαν τιμή τους να στηρίξουν την κοινότητα. Ενώ σήμερα, όσο περισσότερα λεφτά έχει κάποιος, τόσο περισσότερο θέλει να τα κρύψει, να τα πάει μακριά...».

Προς μεγάλη έκπληξη, αν όχι αποτροπιασμό του Τζον Φόουλς, ο Ταμβακάκης δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, την Ευμορφία, σε ηλικία μόλις 22 ετών. «Δεν γράφονται μυθιστορήματα πριν από τα 40» του μήνυσε ο συγγραφέας του Μάγου και της Ερωμένης του Γάλλου υποπλοιάρχου όταν γνωρίστηκαν. «Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως μάλλον δίκιο είχε!» παραδέχεται ο ίδιος σήμερα. Το μεγαλύτερο δίδαγμα, εντούτοις, που πήρε από τον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα ήταν ότι «δεν πρέπει να υποτιμούμε τον μόχθο, υπερτιμώντας την έμπνευση. Ο Φόουλς ήταν απίστευτα επιμελής με τα γραπτά του. Μπορεί να είδε την Ερωμένη... μπροστά του σαν οπτασία, μπορεί να συνέλαβε αμέσως την ιστορία της, αλλά η δουλειά που έριξε μετά ήταν τρελή!». Κάτι άλλο που συνειδητοποίησε μεγαλώνοντας ήταν ότι το γράψιμο δεν αποτελεί επαγγελματικό προσδιορισμό στην Ελλάδα. «Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όσων πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του '80 σε πολύ μικρή ηλικία, αποδείχτηκε ότι δεν γίνεται να επιβιώσει κανείς εδώ ως πεζογράφος. Είναι αδύνατον ν' αφοσιωθείς απερίσπαστος στη λογοτεχνία, όπως καταφέρνει, για παράδειγμα, ο Τζέφρι Ευγενίδης. Αυτός, με τρία όλα κι όλα, αλλά εξαιρετικά βιβλία πίσω του, ούτε στη διδασκαλία χρειάζεται ν' αναλώνεται, ούτε στην αρθρογραφία, ούτε στη συγγραφή σεναρίων». Όπως και να 'χει, στο σπίτι του Ταμβακάκη καλλιεργούνταν άλλες ψευδαισθήσεις. «Η μητέρα μου νόμιζε ότι το γράψιμο είναι κάτι σαν την ακμή, που περνάει, όπως και η εφηβεία» θυμάται και χαμογελάει.

Έργο ωριμότητας, η λιτή και μικροσκοπική «Αναπαλαίωση» –ούτε ογδόντα σελίδες– αγκαλιάζει όλα τ' αγαπημένα μοτίβα του Ταμβακάκη, το πάθος για τη θάλασσα, τον πόθο για περιπέτεια, τον έρωτα, τη σύγκρουση πραγματικότητας κι επιθυμίας, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα ευθύβολο σχόλιο για την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η χώρα. Στην καρδιά της νουβέλας, στο περιθώριο μιας σχολικής γιορτής («ένα ανακάτεμα πατρίδας, Ελύτη και οικολογίας»), ο αφηγητής, με το βλέμμα καρφωμένο σ' ένα υπέροχο καΐκι, αναρωτιέται: μπορεί αυτό το υπόδειγμα μαστοριάς, τέχνης και πειθαρχίας σε αυστηρούς κανόνες να εμπνεύσει ένα σημερινό παιδάκι; Η απάντηση δίνεται εμμέσως λίγο παρακάτω, όταν γίνεται λόγος για τη μαζική καταστροφή των καϊκιών πριν από λίγα χρόνια, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Μ' έτρωγε καιρό αυτό το θέμα», λέει ο Ταμβακάκης, «κι ακόμα δεν το έχω χωνέψει. Υποτίθεται πως ήταν ένα μέτρο για την καταπολέμηση της υπεραλίευσης στη Μεσόγειο, κάτι σαν την απόσυρση των Ι.Χ., κι όπως συμβαίνει συνήθως, μολονότι δεν ήταν υποχρεωτικό, βρέθηκαν πολλοί ευκαιριακοί εθελοντές. Άνθρωποι που δεν είχαν καμιά σχέση με το ψάρεμα, που απλώς είχαν μια βάρκα απ' τον παππού τους, έσπευσαν να την κάνουν κομμάτια για να εισπράξουν την επιδότηση. Στο δίλημμα να τ' αρπάξω τώρα ή να κρατήσω τη ρίζα, την παράδοσή μου, η τάση για εύκολο κέρδος επικρατεί. Λίγες παραδοσιακές στολές δόθηκαν παλιότερα για ψίχουλα στους πραματευτάδες; Για να μην πούμε τι γινόταν τον 19ο αιώνα με τις αρχαιότητες. Κι άλλοι λαοί, όμως, συμπεριφέρονται έτσι. Στη Λατινική Αμερική έκαψαν ζούγκλες για να φυτέψουν σόγια. Θέλει πάρα πολλή δουλειά για να μπορεί ένας λαός να έχει αξίες και να τις υπερασπίζεται».

O Φαίδων Ταμβακάκης μιλά στο lifo.gr Facebook Twitter
Γράφοντας ανακαλύπτεις περισσότερα για τις λειτουργίες του εγκεφάλου και της καρδιάς σου, κοσκινίζεις τα πράγματα... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Το μέλλον τον τρομάζει; «Πιθανολογώ ότι μας περιμένουν χειρότερα... Δεν πιστεύω ότι οι συμφωνίες με τους δανειστές παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Έχει αποδειχτεί ότι το πολιτικό μας σύστημα δημιούργησε ένα ανεξέλεγκτο τέρας που, δίχως ισοπεδωτικές αλλαγές, δεν μπορεί ν' ανατραπεί. Ο καθένας για την πάρτη του! Αυτό έχει καταστρέψει τη δομή του κράτους, και μόνο αν συνεργαστούμε όλοι μαζί, μόνο τότε υπάρχει περίπτωση να το ξαναφτιάξουμε. Βλέπω την Κορέα και με πιάνει ζήλια. Κι εκεί διχαστήκανε, κι εκεί είχαν δυσκολίες, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισαν ότι δεν θα είναι οι ζήτουλες του ΔΝΤ, ούτε οι ανάπηροι της Ασίας, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα το κέντρο της Άπω Ανατολής σε όλους τους τομείς – στη μόδα, στη μουσική, στη βιομηχανία, παντού. Εμείς, δυστυχώς, με το που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση νιώσαμε αυτάρκεις κι όποτε συμβαίνει αυτό, σε παίρνει ο διάολος. Όσο ταλαντευόμαστε ανάμεσα στον αυτο-οικτιρμό για την κατάντια μας και την περηφάνια για την πολιτιστική κληρονομιά μας, στον δυτικό κόσμο οι κλασικές σπουδές σβήνουν, ενώ και οι ιστορικοί επικεντρώνονται στους τελευταίους αιώνες, κατά τους οποίους ο ρόλος μας δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οι νέες γενιές, όσοι είναι κάτω των σαράντα, δεν έχουν ιδέα για το ποιοι είμαστε. Πρέπει να κάνουμε τεράστια προσπάθεια για να συγκρατήσουμε τη μνήμη της χώρας μας στον πλανήτη. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μας ξεχάσουν εντελώς...».

Tο βιβλίο του Φαίδων Ταμβακάκη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία. 

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Νικόλας Κουτσοδόντης: «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα χωράνε στην ποίηση. Ακόμα και τα πιο ποταπά»

Βιβλίο / «Όλα τα συναισθήματα χωράνε στην ποίηση, ακόμα και τα πιο ποταπά»

Ο Νικόλας Κουτσοδόντης, ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της ελληνικής queer ποίησης, που συνδέει το πολιτικό με το ερωτικό στα γραπτά του, μιλά με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό».
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Μεσσαλίνα, μια παρεξηγημένη γυναίκα της αρχαίας ιστορίας

Βιβλίο / Μεσσαλίνα, μια παρεξηγημένη γυναίκα της αρχαίας ιστορίας

Το όνομά της μέχρι σήμερα είναι συνώνυμο με μια γυναίκα αδίστακτη, σεξουαλικά ακόρεστη και δολοπλόκα, μια γυναίκα επικίνδυνη για όσους την πλησιάζουν. Ωστόσο, ένα νέο βιβλίο έρχεται να ανατρέψει αυτόν τον μύθο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
CHECK Μοχσίν Χαμίντ «Ο απρόθυμος φονταμενταλιστής»

Το Πίσω Ράφι / Η χειμαρρώδης εξομολόγηση ενός απρόθυμου φονταμενταλιστή

Ο Μοχσίν Χαμίντ έγραψε με νηφαλιότητα για κάτι που γνωρίζει πολύ καλά. Γι' αυτό το βιβλίο του βρέθηκε στη βραχεία λίστα Booker, μοσχοπουλήθηκε και μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η (απόλυτα) μυθιστορηματική ζωή του Μίλο Μανάρα

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Η (απόλυτα) μυθιστορηματική ζωή του Μίλο Μανάρα

Βγαλμένη από άλλη εποχή, η «Αυτοπροσωπογραφία» του Μίλο Μανάρα φέρνει στο φως την Ιταλία του Παζολίνι και του Φελίνι, τους σπουδαίους κομίστες της εποχής και μια ζωή γεμάτη τέχνη και περιπέτεια.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι 10 σημαντικότερες εκδόσεις του φετινού χειμώνα

Βιβλίο / Οι 10 σημαντικότερες εκδόσεις του φετινού χειμώνα

Παζολίνι, μια ροκ αυτοβιογραφία, ο πιο συντριπτικός σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας και ένα βιβλίο - απάντηση στον Τόμας Μαν από μια νομπελίστρια βρίσκονται ανάμεσα στις πιο πολυαναμενόμενες εκδόσεις των επόμενων μηνών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η σκοτεινή πλευρά της αγοράς έργων τέχνης: Τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα του Όλιβερ Μπανκς

Βιβλίο / Η σκοτεινή πλευρά της αγοράς έργων τέχνης: Τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα του Όλιβερ Μπανκς

Βρόμικα παιχνίδια που στήνονται γύρω από διάσημους πίνακες και διαχρονικά ζητήματα του χώρου της τέχνης περνούν μέσα στις δύο ιστορίες με τρόπο οικείο και διαφωτιστικό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Απολογία για τις γυναίκες που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους

Βιβλίο / Απολογία για τις γυναίκες που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους

Από την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην Τζόνι Μίτσελ κι από την Ντόρις Λέσινγκ στη Μίριελ Σπαρκ, ένα νέο βιβλίο καταγράφει τις περιπτώσεις των διάσημων γυναικών που άφησαν τα παιδιά τους χωρίς να κοιτάξουν πίσω.
THE LIFO TEAM
Ποιο είναι το μονοπάτι για μια καλύτερη ζωή;

Βιβλίο / Ποιο είναι το μονοπάτι για μια καλύτερη ζωή;

Ο δημοφιλής καθηγητής του Χάρβαρντ, Μάικλ Πιούετ, μιλά στη LiFO με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του και εξηγεί πώς η κινεζική φιλοσοφία βοηθά τους ανθρώπους να βελτιώσουν τον εαυτό τους και την κοινωνία τους. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Λακαριέρ

Βιβλίο / Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος» που εκτίμησε βαθιά τη φτωχική πλευρά του ελληνικού καλοκαιριού

Δεν ήταν ο αστός που είδε την Ελλάδα ως χώρα εξωτική, ταξίδεψε κατάστρωμα γιατί δεν είχε ποτέ λεφτά. Γνώρισε την Ανάφη των εξόριστων και την αφιλόξενη Σέριφο, κατέγραψε το δικό του ελληνικό καλοκαίρι σε ένα απαραίτητο βιβλίο Ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

σχόλια

1 σχόλια