Την είχα ερωτευτεί πριν τη συναντήσω, σαν σκηνικό σε ένα βιντεοκλίπ της Όφρα Χάζα, κάπου τέλη των '80s. Από τις εικόνες που σκίαζαν τη φωνή της ντίβας, ήμουν σίγουρη ότι σ' εκείνο το μέρος κατοικούσε η Σεχραζάντ κι έκανε ακόμα «Χίλιες και μία νύχτες». Ρωτούσα, αλλά κανείς δεν ήξερε να μου πει πού ήταν. Μου πήρε χρόνια να μάθω το όνομά της. «Υεμένη», δεν το είχα ξανακούσει, αλλά αν είχα κόρη, έτσι θα ήθελα να τη λένε. Ήμασταν στα '90s πια όταν πήρα σβάρνα όλα τα τουριστικά γραφεία για ένα εισιτήριο. Οι πράκτορες με κοιτούσαν σαν εξωγήινη. «Και ποια είναι η πρωτεύουσα;». «Σανά, Σαναά, Σανάα», απαντούσα εγώ αβέβαιη, με τον γαλλικό τουριστικό οδηγό στο χέρι. Η λέξη έκανε σαν καλοκαιρινή αύρα, σαν εικόνα από τη φυγή του Ιησού στην Αίγυπτο, σαν τη γη της Χαναάν. Εκεί όπου το αεροπλάνο αρνιόταν να με προσγειώσει. Έτσι έμαθα ότι τα σύνορά της ήταν κλειστά. Ένας άγριος εμφύλιος, που όταν διάβασα το χρονικό του αρνιόμουν να πιστέψω ότι συνέβη στις μέρες μας και όχι στον κακό Μεσαίωνα, σκοτωμοί με κοσερβοκούτια και πρωτόγονα βασανιστήρια. Κάποτε, τα σύνορα άνοιξαν. Σκαρφάλωσα από τους πρώτους στους ουρανούς για την ανταπόκριση από Αμάν.
Την Υεμένη τη μυρίζεις πρώτα από το αεροπλάνο. Γεμάτο άντρες σκυθρωπούς, με γένια και σκαμμένα πρόσωπα, ευρωπαϊκό σακάκι, τουρμπάνι (kefia), από κάτω κελεμπία και στη μέση ζωσμένοι το χαρακτηριστικό, κουρμπωτό γιεμενίτικο σπαθί, στολισμένο με πετράδια, τη jambiya, σύμβολο κάθε ετοιμοπόλεμου άνδρα, περασμένο στο χρυσοκέντητο μαουάζ της ζώνης. Τα όπλα θα τα συνηθίσεις εδώ. Πουλιούνται στα εξωτικά υπαίθρια παζάρια, πλάι-πλάι με το λιβάνι, τη χένα, τον καφέ, τους χουρμάδες, τα χρυσά κουμπιά, τα βαριά ασημένια κοσμήματα της ερήμου: καλάσνικοφ και jambiya. Άντρες οπλισμένοι σαν αστακοί, γυναίκες-μαύρες σκιές, με φερετζέ, γάντια, σκοτεινές κελεμπίες, ενίοτε τους κλέβεις ένα βλέμμα κάρβουνο, κοιτώντας τα κοριτσάκια με τα μαγικά μάτια – τις υποψιάζεσαι στο χρώμα της μόκας, σαν τον ντόπιο καφέ, της Μόκα. Η οποία δεν είναι πια αυτό που ήταν, το λιμάνι που έφερνε στην αριστοκρατία της Δύσης το μεθυστικό άρωμα του εκλεκτότερου καφέ. Στα δυτικά, δροσερά, καταπράσινα υψίπεδα της Τιχάμα, το κατ έχει αντικαταστήσει τις ιστορικές φυτείες.
Τα όπλα θα τα συνηθίσεις εδώ. Πουλιούνται στα εξωτικά υπαίθρια παζάρια, πλάι-πλάι με το λιβάνι, τη χένα, τον καφέ, τους χουρμάδες, τα χρυσά κουμπιά, τα βαριά ασημένια κοσμήματα της ερήμου: καλάσνικοφ και jambiya. Άντρες οπλισμένοι σαν αστακοί, γυναίκες-μαύρες σκιές, με φερετζέ, γάντια, σκοτεινές κελεμπίες, ενίοτε τους κλέβεις ένα βλέμμα κάρβουνο, κοιτώντας τα κοριτσάκια με τα μαγικά μάτια – τις υποψιάζεσαι στο χρώμα της μόκας, σαν τον ντόπιο καφέ, της Μόκα
Το κατ, μετά την αφθονία της jambiya, είναι το δεύτερο παράδοξο της απόκοσμης τούτης χώρας. Σαν η μέρα φτάσει στο λιόγερμα που αναζητά τη χαλάρωση, οι άντρες μπουλούκια-μπουλούκια τρέχουν βιαστικοί, με μια ασυνήθιστη γυαλάδα στο μάτι, κουβαλώντας δεμάτια καταπράσινα κλαδιά. Τόσες κατσίκες έχουν να ταΐσουν, σκέφτηκα την πρώτη φορά, στο κέντρο της πόλης; Σε λίγο θα τους δεις όλους ύπτιους, ξαπλωτούς, αραχτούς σε όλες τις στάσεις, στις ψάθες και στα παράξενα τρίχινα κρεβάτια των καφενέδων – σ' ένα τέτοιο περνούσε τις μέρες του και ο Ρεμπό, φλεγόμενος από τον πυρετό και τους πόνους από το σάπιο του πόδι. Μπροστά τους σωροί τα σκόρπια φύλλα. Το ένα μάγουλο μπουκωμένο, σαν να βαστάνε στο στόμα ένα τεράστιο πορτοκάλι. Αργομασάνε τα φύλλα του κατ, η μπούκα ξεκινά από ένα μικρό καρύδι, γιγαντώνεται μέχρι να σκάσει το δέρμα, μένει εκεί, απλώνοντας μια ήπια μαστούρα στα μέλη, κάπως σαν να έχεις πιει καμιά δεκαριά μπίρες. Δάκτυλος των κυβερνήσεων, λένε οι εναπομείναντες αριστεροί του τέως κομμουνιστικού κράτους της Νότιας Υεμένης. Όλες οι φυτείες που έχτισαν τον πλούτο της Ευδαίμονος Αραβίας έχουν τεχνηέντως υποκατασταθεί από τα πράσινα φυλλαράκια του κατ. Να ναρκώσουν τον λαό, ο οποίος φαίνεται να λατρεύει σαν θεά αυτήν τη νάρκη που τον κρατά όμηρο κάθε μέρα ανελλιπώς, μέχρι να σβήσει στον τελικό ύπνο της αραβικής νύχτας.
Αν είσαι αρχιτέκτονας, θα τη λατρέψεις. Κάθε πόλη και μια άλλη αρχιτεκτονική, μια άλλη ατμόσφαιρα. Αν δεν είσαι, θα μπεις στον πειρασμό της πόρτας. Καμιά εξώπορτα δεν μοιάζει σε τίποτα με τη διπλανή της. Θα φωτογραφίζεις μανιωδώς, από παλιές ολοσκάλιστες θύρες μέχρι πολύχρωμα αλουμινένια αριστουργήματα του κιτς. Είναι ολόκληρη μια εναλλαγή: έρημοι, τα ομορφότερα βουνά του πλανήτη σαν αγκαλιές σε όλα τα μεγέθη, θάλασσα, τροπικές οάσεις, κοιλάδες. Το αεροπλάνο της Yemenia έχει τις δικές του ώρες, σαν τα δικά μας επαρχιακά λεωφορεία, βλέπεις να το επισκευάζουν με ένα οικιακό κατσαβίδι, ενίοτε δεν έχει και καθίσματα, αλλά σε ταξιδεύει ανακούρκουδα στο πάτωμα.
Ουδέποτε σημειώθηκε ατύχημα. Σαν πάρεις τον δρόμο για την έρημο του Μαρίμπ, να δεις από κοντά το παλάτι της μυθικής Βασίλισσας του Σαβά, όλοι θα σου πουν να προσέχεις. Οπλοστάσιο, πατρίδα και ορμητήριο του Μπιν Λάντεν, η έρημος έχει τους δικούς της νόμους, μιας, τελικά, αθώας τρομοκρατίας. Έτυχε να απαγάγουν πολλούς τουρίστες εδώ. Όλοι πέρασαν ζωή και κότα, έφαγαν και ήπιαν τα καλύτερα, αποχαιρέτησαν με ένα υπέρλαμπρο πανηγύρι τη φυλακή τους. Από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο, η Υεμένη κάνει απαγωγές κυρίως για να πιέσει τις τοπικές Αρχές να ανοίξουν έναν δρόμο, ένα πηγάδι, να επισκευάσουν μια γέφυρα ή ένα φράγμα.
Κι αφού ήρθες ως εδώ, θα τη δεις ολόκληρη. Ξεκινώντας από την πρωτεύουσα –που μοιάζει λιγότερο με πρωτεύουσα απ' όσες συνάντησες ως τώρα–, αυτή που έκτισε ο Σεμ, ο γιος του Νώε. Ένα ζωντανό μουσείο όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Τα δαντελωτά σπίτια, το τεράστιο παζάρι Souk al-Milh με τις 40 διαφορετικές συντεχνίες. Ύστερα η κοιλάδα του Wadi Hadramawt, με τη μεταφυσική σχεδόν αρχιτεκτονική του Σιμπάμ, το «Μανχάταν της ερήμου». Σαν πύρινη οφθαλμαπάτη, στο φως του δειλινού οι «ουρανοξύστες από πηλό» υψώνονται στη μέση μιας επίπεδης ερήμου στο χρώμα του ήλιου, κάπου δίπλα το Ταρίμ, ένα άλλο παραμύθι φτιαγμένο από απόκρημνα βράχια και οάσεις με κελαρυστά νερά.
Οι Γάλλοι, που τρελαίνονται να σκαρφαλώνουν στα βουνά, θα σου πουν ότι πουθενά στον κόσμο το ορεινό τοπίο δεν διαθέτει τόση ομορφιά, τόσα μαγικά χωριά, τόσες διαφορετικές ποικιλίες για περπάτημα. Μοναδική αρχιτεκτονική, σκαρφαλωμένη σε βράχια ανύποπτα, ίλιγγος σε κάθε ματιά, η κοιλάδα του Bokur, η Jibla, η Al-Jajjara, το Kawkaban. Εκεί όπου αν συναντήσεις κάποιον ξένο στον δρόμο γίνεσαι αμέσως κολλητός του, σαν να βρέθηκες στον Άρη και συνάντησες συγχωριανό σου ένα πράμα. Στον δρόμο για το Άντεν, η Taiz, η πιο χαρούμενη, η πιο φιλελεύθερη πόλη της χώρας, το Άντεν του Ρεμπό, το παλιό ένδοξο λιμάνι, «ένα μεγάλο, τραχύ ζώο, σκεπασμένο με αλογόμυγες, που κυλιέται μες στη σκόνη», όπως το περιέγραψε ο Πολ Νιζάν. Η Μουκάλα, αρχιτεκτονική της θάλασσας, παραλίες και ξεχασμένα resorts, η μαγεία μιας διαφορετικής Αραβικής Θάλασσας. Στο Ταρίμ, η Υεμένη μοιάζει απωανατολίτισσα, αρχιτεκτονική της πολύχρωμης παγόδας, γελαστά πρόσωπα, το Ισλάμ χαλαρώνει τα ήθη του, κρατήρες και κώνοι ηφαιστείων μέσα στην έρημο, στο αριστερό μάτι οι αμμόλοφοι, στο δεξί η θάλασσα, ύστερα οάσεις, πάλι βουνά, η επιστροφή στη Σαναά, έχεις μπει σε άλλη διάσταση, κάπου στο σουκ θαρρείς πως είδες τον Σολομώντα να περπατά χέρι-χέρι με τη Σαβά, τον αιώνιο έρωτά του, στην Υεμένη όλοι οι χρόνοι συναντιούνται στο χθες.
Οδηγίες χρήσης
➽ Το ρολόι δείχνει μια ώρα μπροστά από την Ελλάδα.
➽ Το οδικό δίκτυο δεν είναι κακό, όμως η δεξιά οδήγηση, κατάλοιπο της αγγλικής αποικιοκρατίας και η έλλειψη κώδικα κυκλοφορίας και φαναριών αποκλείουν το ενδεχόμενο να νοικιάσεις δικό σου αυτοκίνητο. Οι παλιές Μερσεντές του '60 αντέχουν στις σκληρές συνθήκες και ο προσωπικός σου οδηγός θα σε σώσει από κακοτοπιές, θα γίνει ο δικός σου άνθρωπος για να μη χαθείς στη μετάφραση μιας δύσκολης χώρας. Εννοείται ότι θα παζαρέψεις μέχρι θανάτου την τιμή –το αντίθετο στην Ανατολή θεωρείται προσβολή– για να κατεβάσεις το ποσό στο 20% της αρχικής προσφοράς.
➽ Η άνοιξη και το φθινόπωρο είναι οι ιδανικές εποχές για να ταξιδέψεις.
➽ Ένα σλίπινγκ-μπαγκ θα αποδειχτεί σωτήριο σε πάμπολλες νύχτες απελπισίας, όταν στα σεντόνια των επαρχιακών ξενώνων διαγράφεται από τη χρόνια χρήση το σώμα όσων κοιμήθηκαν εκεί πριν από σένα.
➽ Ένα ζεστό μπουφάν για τα ορεινά κρύα!
➽ Δεκαπέντε μέρες είναι αρκετές για να δεις όλο το σύμπαν του βασιλείου του Σαβά.
➽ Κορίτσια, σεμνά! Εδώ κυκλοφορούμε με καλυμμένο το σώμα, στα χωριά φοράμε κι ένα καπέλο ή ένα φουλάρι στο κεφάλι.
Το φαγητό
Διαφορετικό από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, μια κουζίνα του φτωχού, παραβρασμένα λαχανικά, όλα τρώγονται με το χέρι τυλιγμένα σε μια μπουκιά τεράστιας αραβικής πίτας. Στα καλύτερά της θα τη δοκιμάσεις στα μεγάλα ξενοδοχεία της Σαναά. Εθνικά πιάτα η salta, καυτερό ραγού με αρνάκι ή κοτόπουλο και λαχανικά, οι γλυκές πίτες khops και το γλυκό bint al sahn, γλυκό ψωμί βουτηγμένο σε βούτυρο και στο υπέροχο ντόπιο μέλι. Οι Υεμενίτες φτιάχνουν εξαιρετικό ψωμί σε διάφορες ποικιλίες. Οι φούρνοι θα σε τραβήξουν από τη μύτη και άφοβα μπορείς να τους δοκιμάσεις όλους.
Στη χώρα της καθόλου γκουρμεδιάς, μια ζεστή πίτα με καφέ αρωματισμένο με κάρδαμο ή με τσάι με φρέσκο δυόσμο είναι μια αλησμόνητη ευλογία.
Τα καλύτερα στη Σαναά
Al-Fakher Restaurant, η πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της τοπικής κουζίνας, σπεσιαλιτέ το αρνάκι-λουκούμι που ψήνεται για ώρες στον ξυλόφουρνο, τυλιγμένο σε φύλλα μπανάνας. Al-Shaibani Modern Restaurant, εξαιρετική παραδοσιακή κουζίνα με σπεσιαλιτέ το ψητό ψάρι.
Την καλύτερη salta κάνει το Houmald Salta, δίπλα στο qat Souk. Η πιο άψογη εκδοχή της θαλασσινής τοπικής γεύσης στο Shardi Al-Morgan, δίπλα στην Ψαραγορά. Σπεσιαλιτέ, οι γαρίδες με καυτερή ντοματένια σάλτσα. Αν είναι να πας στο Hameda Tourist Hotel, φρόντισε να πεινάς σαν λύκος: όλη η γεύση στην πιο νόστιμη εκδοχή της, μέσα από δεκάδες πιάτα που θα παρελάσουν από μπροστά σου στο σπέσιαλ μενού.
Το ξενοδοχείο
Θα προτιμήσεις τις μεγάλες αλυσίδες, το Movenpick, το Sheraton. Προσωπικά, ξεχωρίζω το Taj, πολυτέλεια σε στυλ κουλέρ-λοκάλ. Αξίζει, όμως, και η εμπειρία στους ξενώνες της παλιάς πόλης, έστω και για μια νύχτα.
Μπες σε όλους μέχρι να βρεις αυτόν που θα σου ταιριάξει: βιτρό, πολύχρωμα παράθυρα, στρώμα στο πάτωμα, αύρα μοναστηριού, φθηνές τιμές. Ο μόνος τρόπος να γίνεις κομμάτι της γεμενίτκης αρχιτεκτονικής, να μπεις στην ψυχή της.
σχόλια