Το λογικό όταν ακούς τη λέξη Εδιμβούργο είναι να σου έρχονται στο μυαλό ουίσκι, μπίρες, άντε και λίγο τζιν –παρόλο που θα έπρεπε να σου έρχεται πολύ τζιν, το Εδιμβούργο πίνει περισσότερο τζιν από κάθε άλλη βρετανική πόλη, υπάρχει κι ένα αποστακτήριο στο κέντρο που μπορούν να σου φτιάξουν κατά παραγγελία το δικό σου με ό,τι μπαχαρικά και μυρωδικά θέλεις, αλλά είναι μεγαλύτερη αηδία από την μπίρα με πορτοκαλάδα. Υπάρχει κι ένα τούρμπο κρασί φτιαγμένο από Βενεδικτίνους μοναχούς, το Buckfast -ή Buckie- που περιέχει καφεΐνη και 15% αλκοόλ και θυμίζει περισσότερο φάρμακο παρά κρασί, αλλά όλα αυτά μαζί δεν πιάνουν μία μπροστά στο ποτό που πουλάει πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο πίνεται, αν εξαιρέσεις το νερό. Το Irn Bru είναι με διαφορά το πιο δημοφιλές ποτό και η Σκοτία είναι ίσως το μόνο μέρος του κόσμου που ένα ντόπιο αναψυκτικό ξεπερνάει σε πωλήσεις την κόκα κόλα. Το Irn Bru είναι ένα πορτοκαλί φωσφορούχο ανθρακούχο υγρό με τεχνητή γεύση αντιβιοτικού που το πίνουν μικροί μεγάλοι από το 1901 ακατάπαυστα, όλες τις ώρες και έχει τη φήμη ότι θεραπεύει το μεθύσι. Επίσης, είναι ο εφιάλτης των συνεργείων καθαρισμού και των καθαριστηρίων, γιατί όπου πέσει το υγρό με το χρώμα «κίτρινο του ηλιοβασιλέματος» αφήνει ανεξίτηλο λεκέ, μια κίτρινη φωσφοριζέ κηλίδα σαν κατούρημα γάτας σε λευκό πανί, με τη διαφορά ότι το κατούρημα γάτας βγαίνει με το πλύσιμο.
Το άλλο μεγάλο θέμα τις ημέρες που ήμουν εκεί ήταν ο θάνατος του κλάμπινγκ, τόσο μεγάλο θέμα που το Radio One του BBC άλλαξε τη ροή των ειδήσεων και έκανε μια σειρά από special reports –όπως έκανε όταν πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον και παλιότερα η Νταϊάνα ή όταν είχαν εθνικές εκλογές.
Σύμφωνα με την εταιρία ServiceMaster Clean που εδώ και 19 χρόνια κοπιάζει να καθαρίσει βρετανικά σπίτια, στη λίστα με τους λεκέδες που δύσκολα μπορείς να ξεφορτωθείς από μοκέτες, ο λεκές από Irn Bru είναι στην κορυφή (στην δεκάδα ακολουθούν με τη σειρά, το κάρι, ο χυμός από φραγκοστάφυλο, η γύρη από κρίνο, η κόκα κόλα, το κόκκινο κρασί, ο καφές, το τσάι, το κραγιόν και ο ανεξίτηλος μαρκαδόρος).
Στο Εδιμβούργο δεν υπάρχουν περιστέρια. Ούτε ένα για δείγμα. Το προσέχεις αμέσως και σου κάνει (καλή) εντύπωση. Όταν όμως δεις τους αμέτρητους γλάρους, καταλαβαίνεις γιατί. Τα έχουν φάει. Τις ημέρες που ήμουν στο Εδιμβούργο είχε γίνει μέγα θέμα στα δελτία ειδήσεων και στις εφημερίδες το «τρομοκρατικό καθεστώς των κακόβουλων γλάρων», η επίθεσή τους δηλαδή σε ανύποπτους περαστικούς που τους άρπαζαν τα φαγώσιμα από τα χέρια σαν την ταινία του Χίτσκοκ και σκότωναν σκυλιά και πρόβατα –μιας που μιλούσε αμέριμνη της άρπαξαν το iphone από το χέρι, σε άλλη μία έστησαν καρτέρι έξω από την καντίνα και της πήραν το σάντουιτς , μιλάμε ο φόβος και ο τρόμος. Τους βλέπεις να κάθονται στα κεφάλια των αγαλμάτων και ψηλά, στις άκρες των κτιρίων και ορμάνε να φάνε ό,τι μπορούν να καταπιούν.
Το άλλο μεγάλο θέμα τις ημέρες που ήμουν εκεί ήταν ο θάνατος του κλάμπινγκ, τόσο μεγάλο θέμα που το Radio One του BBC άλλαξε τη ροή των ειδήσεων και έκανε μια σειρά από special reports –όπως έκανε όταν πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον και παλιότερα η Νταϊάνα ή όταν είχαν εθνικές εκλογές. Αυτά τη Δευτέρα. Την Παρασκευή η Guardian βγήκε με πρωτοσέλιδο «Γιατί δεν χορεύει κανείς;» και υπότιτλο «Ποιος φταίει για την ξαφνική εξαφάνιση των κλαμπ της Βρετανίας;». Μιλάμε για εθνική καταστροφή, -μέσα είχε τρεις μεγάλες σελίδες για να αναλύσει το φαινόμενο. Κι έλεγε ότι τα μισά από τα κλαμπ της Βρετανίας έκλεισαν τα τελευταία δέκα χρόνια και σε όσα έχουν γλιτώσει (και μετρούν μέρες) δεν χορεύει κανείς. Αλλάζουν οι εποχές, αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζουν οι συνήθειες και η νέα γενιά έχει βρει άλλους τρόπους να διασκεδάσει: κατεβάζουν ταινίες για να δουν μόνοι τους βγάζοντας γυμνές σέλφι, πάνε για φαγητό, κάνουν λάικ με τις ώρες, κάνουν τρελό socializing και εύκολο σεξ μέσα από το κινητό, τι να το κάνουν το κλαμπ, τους είναι παντελώς άχρηστο.
Με όλες αυτές τις απορίες για το πού βαδίζει η νέα γενιά, τι θα ξημερώσει στην Βρετανία όταν κλείσουν και τα τελευταία κλαμπ και τις ομπρέλες προτεταμένες για να μην μας πλησιάσουν οι γλάροι, μπήκαμε στο μικρό λεωφορείο που σε πάει από την Πινακοθήκη στο Μουσείο μοντέρνας τέχνης σε μια καταπράσινη περιοχή στο Belford Road. Το λεωφορείο είναι δωρεάν και κάνει όλη μέρα δρομολόγια ανάμεσα στις τρεις γκαλερί (National Gallery, Gallery of Modern Art και Portrait Gallery).
Στην Εθνική Πινακοθήκη δεν στάθηκα και πολύ τυχερός γιατί οι δύο από τους τρεις πίνακες που ήθελα να δω είχαν ταξιδέψει για μια έκθεση στην Αμερική, έτσι αυτή τη στιγμή χαίρονται οι αμερικάνοι το αριστούργημα του Ελ Γκρέκο με το αγόρι που ανάβει το κερί με ένα κάρβουνο, τον αγαθιάρη και τη μαϊμού (έναν από τους τρεις παρόμοιους που είχε ζωγραφίσει) και τον Αιδεσιμότατο Robert Walker να κάνει πατινάζ στην παγωμένη Duddingston Loch του Sir Henry Raeburn. Το τρίτο, μια Παναγία του Ντα Βίντσι με έναν τεράστιο Χριστό στην αγκαλιά της ήταν εκεί, ευτυχώς.
Στο Μουσείο μοντέρνας τέχνης -που στεγάζεται σε δύο κτίρια που ονομάζονται Modern One και Modern Two και τα χωρίζει ένα τεράστιο πάρκο- είχε μια μεγάλη έκθεση με έργα του M.C. Escher με τίτλο «Ο Θαυμαστός Κόσμος του M.C. Escher» (που ήταν όντως θαυμαστός) και μια μικρή με έργα του Roy Lichtenstein.
O Μάουριτς Κορνέλις Έσερ που στις τελευταίες φωτογραφίες του έμοιαζε λίγο με τον Δον Κιχώτη είναι αυτός ο μέγας καλλιτέχνης που σίγουρα έχεις δει έργα του με απίθανα σχέδια με προοπτικές που είναι αδύνατες να υπάρξουν και οφθαλμαπάτες με σχήματα που μοιάζουν να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και άλλα πολλά που δεν περιγράφονται. Τα έργα του ήταν παρουσιασμένα χρονολογικά και όσο εξελισσόταν και βυθιζόταν και πιο βαθιά στην επιστήμη (στα μαθηματικά, την τοπολογία και στις γεωμετρικές συμμετρίες) γίνονταν και πιο εντυπωσιακά, μπορούσες να τα χαζεύεις για ώρες.
Λίγες άχρηστες πληροφορίες: Οι Rolling Stones στο τέλος της δεκαετίας του ’60 -που αυτού του είδους τα τριπαριστά σχέδια ήταν πολύ δημοφιλή λόγω ναρκωτικών- είχαν ζητήσει ένα έργο του για να κάνουν εξώφυλλο για το Let it Bleed αλλά ο Έσερ είχε αρνηθεί. Παρόλα αυτά, την ίδια εποχή που αρνήθηκε στον Μικ Τζάγκερ, μια έγχρωμη αναπαραγωγή της λιθογραφίας του «Τα ερπετά» είχε χρησιμοποιηθεί στο εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των Mott the Hoople. Και τα επόμενα χρόνια αρκετά έργα του χρησιμοποιήθηκαν σε artwork εξωφύλλων.
Μετά από την έκθεση του Έσερ τα έργα του Λιχτενστάιν σου φαίνονταν απλά σαχλαμάρες.
Την ώρα που περιμέναμε το λεωφορείο για να μας επιστρέψει στο κέντρο, προσέξαμε τον κήπο του μουσείου που ήταν γεμάτος με κάθε λογής ζαρζαβατικά, περιποιημένος και γεμάτος ώριμα λαχανικά: ντομάτες, φασολάκια, αγκινάρες και κάτι τεράστια κόκκινα βατόμουρα που ήταν έτοιμα για μάζεμα. Φεύγοντας, συνειδητοποίησα ότι καλλιεργούσαν μόνοι τους τις πρώτες ύλες για το εστιατόριο του Modern One, ένα από τα καλά εστιατόρια που μπορείς να πετύχεις σε μουσείο του Εδιμβούργου.
(συνεχίζεται)
σχόλια