«Πηγαίνω προς τον άνθρωπο για να συναντήσω το μυστήριό του», τόνιζε με έμφαση η νέα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, «και την ψυχή του απ' άκρη σ' άκρη, γιατί τα πάντα συμβαίνουν εκεί». Και το εννοούσε. Έψαξε τις ψυχές των ανθρώπων, ένιωσε το δράμα τους, κατέγραψε την απόγνωσή τους και μεταμόρφωσε τη βιωματική εμπειρία σε υψηλή παραστατική συγγραφική τέχνη. Ωστόσο, ποτέ δεν κατέφυγε στο μυθιστόρημα: πάντα δούλευε με τεκμήρια, ακάματος ρέκτης του ανθρώπινου πόνου και της βιωματικής έκστασης.
Από την πρώτη γραμμή των πολέμων έως την απαγορευμένη ζώνη, την οποία περιδιάβηκε χωρίς να φοβάται, τολμούσε να ορθώσει την πένα της ως μοναδικό όπλο στις απάνθρωπες συνθήκες. Ο ανθρωπισμός της διάχυτος, ο ακτιβισμός, η γυναικεία ευαισθησία, όλα αυτά που δικαιολογούν μια σειρά από διεθνείς διακρίσεις και βραβεία. Η αναγνώριση του έργου της, όμως, με ένα βραβείο Νόμπελ φαίνεται να δημιουργεί μια σειρά αντιδράσεων στον βαθμό που, όπως έγραφε και σε σχετικό κείμενό του σήμερα ο «New Yorker», τα ελιτίστικα πεδία της λογοτεχνίας δεν συμπεριέλαβαν ποτέ στους κόλπους τους τον δοκιμιακό λόγο (non-fiction). Ό,τι αγγίζει η μυθοπλασία δεν καθαγιάζεται, ούτε και από την πιο ευαίσθητη πραγματικότητα − μέχρι που ήρθε μια ρωσόφωνη συγγραφέας για να επαναφέρει τη χαμένη δύναμη της δοκιμιογραφίας στην πρώτη γραμμή.
Μια συγγραφέας που αναδεικνύει εκ νέου το γραμματολογικό είδος της αποκαλούμενης τεκμηριωτικής πεζογραφίας έρχεται να επαναπροσδιορίσει την ποιοτική του αναγνώριση, και μάλιστα με ένα έργο που περιλαμβάνει, εκτός από διηγήματα, θεατρικά έργα και σενάρια για ντοκιμαντέρ.
Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι έχει περάσει ήδη μισός αιώνας από τότε που ο δοκιμιακός λόγος αναγνωριζόταν ως κάτι ξεχωριστό − έχουν ήδη βραβευτεί σε αυτό τον τομέα τεράστια μεγέθη, όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Τώρα, μια συγγραφέας που αναδεικνύει εκ νέου το γραμματολογικό είδος της αποκαλούμενης τεκμηριωτικής πεζογραφίας έρχεται να επαναπροσδιορίσει την ποιοτική του αναγνώριση, και μάλιστα με ένα έργο που περιλαμβάνει, εκτός από διηγήματα, θεατρικά έργα και σενάρια για ντοκιμαντέρ.
Στον αγγλόφωνο κόσμο η Αλεξίεβιτς έγινε ευρέως γνωστή το 1990, όταν έγραψε στο δημοφιλές λογοτεχνικό περιοδικό «Granda» ένα κομμάτι που έκανε θόρυβο για τις μητέρες των στρατιωτών που πολέμησαν στο Αφγανιστάν στο. Ήταν τότε που κυκλοφόρησε και στα αγγλικά το πολυσυζητημένο βιβλίο της «Μολυβένιοι Στρατιώτες» − στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2002 από τους Σύγχρονους Ορίζοντες. Με έναν δραματικό και άκρως παραστατικό τρόπο η συγγραφέας μιλούσε για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς που επέστρεψαν από την πρώτη γραμμή του πολέμου στο Αφγανιστάν και, αντί για υποδοχή ηρώων, γνώρισαν τη διαπόμπευση. Έγιναν εν μια νυκτί, από ήρωες, αποσυνάγωγοι. Ήταν εκπληκτικά τα σημεία όπου η συγγραφέας μιλούσε για τις μητέρες που έστειλαν τους γιους τους στον πόλεμο και παρέλαβαν σφραγισμένα μεταλλικά φέρετρα, χωρίς ποτέ να είναι σίγουρες αν τα φέρετρα περιλάμβαναν πτώματα ή σακιά γεμάτα άμμο. Το σοβιετικό καθεστώς έφτασε να κυνηγάει όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους νεκρούς − τα φαντάσματα.
Το βιβλίο, φυσικά, κόστισε πολλά στη συγγραφέα − και το τίμημα ήταν παραπάνω από βαρύ: μια σειρά από δικαστικές διώξεις, κατηγορία για προδοσία και απαγόρευση της κυκλοφορίας του. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν πτοήθηκε: αντί να φοβηθεί, συνέχισε γράφοντας τους «Γοητευμένους από τον θάνατο», με θέμα τις αυτοκτονίες που είχαν σημειωθεί στην πρώην ΕΣΣΔ. Συνέχισε να συλλέγει μαρτυρίες, που ήταν και το πρώτο υλικό των βιβλίων της, τονίζοντας πως αυτό που την ενδιαφέρει πάντα στην έρευνά της «είναι η ιστορία των αισθημάτων, του πνεύματος, της ανθρώπινης εμπειρίας», την οποία υπηρέτησε με ιδιαίτερη ευαισθησία και ξεχωριστό αντιληπτικό πνεύμα. Τα βιβλία της παρέμεναν απαγορευμένα για χρόνια για το ρωσόφωνο κοινό, έως ότου η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ επέτρεψε την ανατύπωση και κυκλοφορία τους. Η Αλεξίεβιτς έχει επίσης καταγράψει το χρονικό του Τσερνόμπιλ, θέτοντας σε ρίσκο την ίδια της τη ζωή −το βιβλίο της τιτλοφορείται «Τσερνόμπιλ - Ένα χρονικό του μέλλοντος» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τον Περίπλου)−, αλλά αυτό που έκανε τη συγγραφική φωνή της ιδιαίτερα διακριτή ήταν ο τρόπος που προσέγγισε τη γυναικεία μαρτυρία. Ήδη από τον «Πόλεμο που δεν έχει πρόσωπο γυναίκας», με τις απίστευτες καταθέσεις γυναικών που πολέμησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλεξίεβιτς είχε δώσει το στίγμα: «Όλα όσα ξέραμε για τον πόλεμο τα είχαν διηγηθεί άνδρες... Γιατί οι γυναίκες που έχουν κρατήσει τη θέση τους σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από τους άνδρες δεν έχουν εκφράσει τα λόγια και τα συναισθήματά τους». Το τελευταίο της βιβλίο, που έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και φέρει τον τίτλο «Το τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου ή Η εποχή του τέλους των ψευδαισθήσεων», τιμήθηκε με το βραβείο δοκιμίου Medicis το 2013. Εκεί τόνιζε πως ο «Κόκκινος Άνθρωπος» εξακολουθεί να υφίσταται, δείχνοντας προς την πλευρά της σύγχρονης Ρωσίας (η Αλεξίεβιτς έχει ασκήσει σκληρή κριτική στον Πούτιν).
Ακόμα και σήμερα η ακτιβίστρια συγγραφέας μάχεται σθεναρά για την ελευθερία της έκφρασης, των δικαιωμάτων και της πολιτικής αυτονομίας. Παρότι παρέμενε πρώτη στα προγνωστικά στα περίφημα γραφεία στοιχημάτων, η βράβευσή της εξέπληξε πολλούς, που κάνουν λόγο για «ρηξικέλευθη απόφαση» εκ μέρους της Ακαδημίας, καθώς και για καθαρά «εξωλογοτεχνικά κριτήρια». Το σίγουρο είναι ότι το φετινό βραβείο θα ανοίξει έναν μεγάλο κύκλο συζητήσεων για την κατεύθυνση που έχει λάβει πλέον το Νόμπελ, τις απαρχές και την ταυτότητά του.
σχόλια