Ευπαθής, ευμετάβλητος, ευάλωτος, ευαίσθητος. Αλλά και ευπρόσδεκτα ευειδής. Ο Λευκός Δούκας άλλοτε, και άλλοτε ο Αλλόκοσμος, ο Εξωγήινος. Σταρ του ροκ αλλά και ηθοποιός.
Σκοτεινός συνθέτης σπαρακτικών καταβυθίσεων στο έσω διάστημα, κοσμοναύτης του μύχιου και ζωγράφος του ασυνείδητου, αέναος πειραματιστής που όμως φρόντιζε πάντα, με στρατηγική και αβρότητα, να διατηρεί τις αγαστές σχέσεις του με το ρεύμα της εκάστοτε εποχής, εκφράζοντάς το ενόσω το υπονόμευε, και υπονομεύοντάς το ενόσω το εξέφραζε, αυτός ο άσσος των μεταμορφώσεων, ένας Φερνάντο Πεσσόα υπό το φως των προβολέων, ένας Αρσέν Λουπέν της βιομηχανίας του θεάματος, κατάφερε να παραμείνει ένα γαλάζιο θεσπέσιο θρόισμα.
Χλομός, ελεγχόμενα ατίθασος, απρόβλεπτος, εκρηκτικά ερωτικός, γαλανομάτης, ο Ντέιβιντ Μπόουι κάνει γοργά τα πρώτα βήματα μιας καριέρας που θα τον οδηγήσει στην πώληση πάνω από 136 εκατομμυρίων δίσκων, στο να βρει μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους εκατό πιο Σπουδαίους Βρετανούς όλων των εποχών και άλλη μία ανάμεσα στους εκατό σημαντικότερους καλλιτέχνες του ροκ εντ ρολ, καθώς και να γίνει ο δεύτερος πλουσιότερος καλλιτέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου, μια θέση πίσω από τον σερ Πολ Μακάρτνεϊ, με περιουσία της τάξεως των 510 εκατομμυρίων λιρών.
O ήρωάς μας γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947, στο Μπρίξτον του Λονδίνου, και από μικρός λάτρεψε τα βιβλία και τη μουσική, θαρρείς από τότε επιθυμώντας να παίζει αενάως με τη διαλεκτική εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Πρώτη του φιλοδοξία ήταν να γίνει σαξοφωνίστας, και ήδη από την εφηβεία του άρχισε να παίζει το εξαίσιο όργανο που έλαμψε στα χέρια του Τσάρλι Πάρκερ και δοξάστηκε από τον Τζον Κολτρέιν. Πριν κλείσει τα είκοσι, ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς είχε γίνει γνωστός τόσο στους λάτρεις του μπλουζ όσο και της ποπ, συμμετέχοντας σε βραχύβιες μπάντες όπως οι «The King Bees», «The Mannish Boys» και «The Lower Third».
Ανήσυχος και τολμητίας, δεν δίστασε ένα βράδυ να αντικαταστήσει στο μικρόφωνο κάποιον τραγουδιστή που την τελευταία στιγμή δεν βρέθηκε επί σκηνής. Η τυχαία αυτή ανάληψη των φωνητικών εκ μέρους του είχε επιτυχία και άνοιξε νέους ορίζοντες στον νεαρό κύριο Τζόουνς, ο οποίος έσπευσε να στρέψει τις φιλοδοξίες του στο τραγούδι, και την σύνθεση φυσικά, και να προβεί συνάμα στην πρώτη του μείζονα αλλαγή, αυτήν του ονόματός του: προκειμένου να μην τον μπερδεύουν με τον Ντέιβι Τζόουνς των τότε δημοφιλών «Monkees», μετονομάστηκε από μόνος του σε Ντέιβιντ Μπόουι, αντλώντας έμπνευση από τον ήρωά του, τον Τζιμ Μπόουι, έναν Αμερικανό πιονέρο και επαναστάτη του 19ου αιώνα που σκοτώθηκε στη Μάχη του Άλαμο κάνοντας ξακουστό με το όνομά του το μαχαίρι του που δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Μαζί με την αλλαγή του ονόματος, ο εικοσαετής Ντέιβιντ θα εγκαινιάσει και τις θρυλικές πια αλλαγές της εμφάνισης, του στυλ, των ερωτικών του προτιμήσεων, των ρόλων του τόσο στον κόσμο της δημιουργίας όσο και σε αυτόν της καθημερινής ζωής, αποσπώντας έτσι τον χαρακτηρισμό «Ο Χαμαιλέων της Ποπ».
Χλομός, ελεγχόμενα ατίθασος, απρόβλεπτος, εκρηκτικά ερωτικός, γαλανομάτης (κατά το ήμισυ, μιας και ύστερα από έναν καβγά για μια κοπέλα με τον φίλο του, τον Τζορτζ Άντεργουντ, είχε τραυματιστεί άσχημα στο αριστερό του μάτι το οποίο έκτοτε μοιάζει, ανάλογα με τον περιβάλλοντα φωτισμό, καστανό ή πράσινο), ο Ντέιβιντ Μπόουι κάνει γοργά τα πρώτα βήματα μιας καριέρας που θα τον οδηγήσει στην πώληση πάνω από 136 εκατομμυρίων δίσκων, στο να βρει μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους εκατό πιο Σπουδαίους Βρετανούς όλων των εποχών και άλλη μία ανάμεσα στους εκατό σημαντικότερους καλλιτέχνες του ροκ εντ ρολ, καθώς και να γίνει ο δεύτερος πλουσιότερος καλλιτέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου, μια θέση πίσω από τον σερ Πολ Μακάρτνεϊ, με περιουσία της τάξεως των 510 εκατομμυρίων λιρών.
Το 1967, θαρρείς για να γιορτάσει τα εικοστά του γενέθλια, ο Μπόουι ηχογραφεί και κυκλοφορεί το άλμπουμ «David Bowie», όπου είναι ακουστές οι επιδράσεις της περιρρέουσας ψυχεδελικής ατμόσφαιρας, συνδυαζόμενες πάντως με κομψές τάσεις ελαφράς μουσικής. Δύο χρόνια αργότερα, η Φήμη θα σαγηνευτεί από τις ερωτοτροπίες του φιλόδοξου Ντέιβιντ με τα θέλγητρά της και θα στέρξει ν’ αρχίσει να του δίνεται.
Κυκλοφορεί το σινγκλ «Space Oddity», ένας αλλόκοτος ροκ ύμνος στην εποποιία του Apollo 11 και της προσσελήνωσης, με τον Μπόουι στο ρόλο του περιλάλητου έκτοτε Ταγματάρχη Τομ που χάνεται στο αχανές διάστημα. Αυτή η μπαλάντα δεν έχει πάψει να παίζεται και να ακούγεται παρά την 35ετία που θα μπορούσε να την «συνταξιοδοτήσει», ενώ προσφάτως γνώρισε μιαν εκπληκτική και άκρως συγκινητική διασκευή της από την θαυμάσια χορωδία και μπάντα του Langley Schools Music Project.
Σβέλτος και παραγωγικός, ο Μπόουι παρατάει την ακουστική κιθάρα, φλερτάρει με το λεγόμενο χαρντ ροκ, παντρεύεται, στις 19 Μαρτίου του 1970, την Άντζελα Μπαρνέτ, την «Άντζι» που όλοι μας έχουμε τραγουδήσει μέσω του Μικ Τζάγκερ (ο οποίος την είχε παράφορα ερωτευτεί, για ένα μικρό αλλά πυκνό διάστημα) και, σάμπως για να ειρωνευτεί την επισημότητα του γάμου, υιοθετεί την τόσο σχολιασμένη «ερμαφρόδιτη» εμφάνισή του.
Γίνεται ένα πολύχρωμο και πολυδιάστατο πλάσμα, ένα ον απροσδιόριστο, ευμετάβλητο, άπιαστο. Κλείνει το μάτι στο κοινό και ψιθυρίζει τα λόγια του Εμπεδοκλή: «πότε κούρος να είμαι και πότε κόρη, πότε θάμνος στη γη και πότε από τη θάλασσα ένα ψάρι που πετάγεται σαν πουλί». Από δω και πέρα δεν πρόκειται να υπάρξει ένας «Ντέιβιντ Μπόουι» αλλά οι αλλεπάλληλες παραλλαγές, μεταμφιέσεις, μεταμορφώσεις, συνοδευόμενες από «ετερώνυμα», όπως στην περίπτωση του Πεσσόα. Άλλωστε ένα από τα πιο πετυχημένα τραγούδια του θα φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Changes».
Από την αρχή, γενναιόψυχος και ευγνώμων, ο Μπόουι θα ηχογραφήσει, στο «Hunky Dory» του 1971, επιτυχίες αφιερωμένες σε όσους τον είχαν εντυπωσιάσει και επηρεάσει, ανάμεσά τους ο Μπομπ Ντίλαν, ο Άντι Γουόρχολ, και οι Velvet Underground. Το δίχως άλλο, δεν είναι τυχαίο ότι, δεκαετίες μετά, θα υποδυθεί τον ρόλο του Πάπα της Ποπ Αρτ στην ταινία «Μπασκιά», ενώ ήδη από το 1973 θα αρχίσει να συνεργάζεται ποικιλοτρόπως με τον ιδρυτή των Velvet, τον Λου Ριντ, του οποίου ήταν ο παραγωγός στον πρώτο σόλο δίσκο του, το «Transformer». Παράλληλα, ο Μπόουι συνδέεται φιλικά και δημιουργικά με τον άλλο θρύλο του σκληρού αγέραστου ροκ, τον Ίγκι Ποπ και την μπάντα του, τους Stooges, δημιουργώντας έτσι μια τρίπτυχη δυναμική εστέτ τάση μέσα στο ροκ ρεύμα. Μια τάση που έμελλε αργότερα να εμπλουτιστεί από την παρουσία του ιδιοφυούς Μπράιαν Ίνο.
Το 1972, ο Μπόουι «γίνεται» ο Ζίγκι Στάρνταστ, ένας ερμαφρόδιτος εξωγήινος τραγουδιστής, και μας προσφέρει το άλμπουμ «The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars», κατά πολλούς το αριστούργημά του, και ίσως έτσι να είναι αν θέσουμε εκτός πάσης συγκρίσεως την φοβερή και τρομερή «Τριλογία του Βερολίνου», τα απαράμιλλα έργα «Low», «Heroes», και «Lodger», επιτεύγματα που ανεβάζουν την ποπ στο επίπεδο των μεγάλων στιγμών της σύγχρονης σοβαρής μουσικής.
Εκείνη την εποχή, ο Μπόουι, συνδυάζοντας τόλμη και ευφυΐα, δηλώνει δημοσίως την ροπή του στην ομοφυλοφιλία, και γίνεται πανευρωπαϊκό σύμβολο της gay culture. Συνάμα, ερωτοτροπεί δημιουργικά με το rhythm & blues, ενώ επιχειρεί να αξιοποιήσει μουσικά και στιχουργικά τις δυσοίωνες προβλέψεις του Τζορτζ Όργουελ στο καθοριστικό μυθιστόρημά του «1984», δίνοντάς μας το άλμπουμ «Diamond Dogs», μια τεράστια επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μπόουι αδράχνει την ευκαιρία και ξεκινάει για μια φρενήρη περιοδεία στη Βόρειο Αμερική, συνυπογράφει το «Fame» με τον Τζον Λένον, συνθέτει τον πολύ πετυχημένο «Young Americans», εκφράζεται ανοιχτά και έντιμα στο ντοκιμαντέρ «Cracked Actor» του Alan Yentob, προσελκύει το ενδιαφέρον του εμπρηστικού σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ, και αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο στην ταινία «The Man Who Fell to Earth», ένα αριστούργημα του cult κινηματογράφου, μια εκθαμβωτική περιπλάνηση στις μεθορίους του διαστήματος, της περιπέτειας και του σεξ, καθώς και σημείο καμπής στην σταδιοδρομία του. Ο Μπόουι είναι πια διεθνής σταρ και λανσάρει τη νέα του περσόνα, αυτή του Λεπτού Λευκού Δούκα.
Αλλά: την ίδια περίοδο είναι τίγκα στην κοκαΐνη και τις αμφεταμίνες, είναι εφιαλτικά (καίτοι λίαν θελκτικά) λιπόσαρκος, παραληρεί κατά διαστήματα, εκφράζεται σπασμωδικά, ξεπέφτει σε ανοησίες όπως ο εκθειασμός του Χίτλερ και η δήλωση ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να αποκτήσει έναν φασίστα ηγέτη, καθώς και ο ναζιστικός χαιρετισμός από την ανοιχτή του Μερσεντές έξω από τον Σταθμό της Βικτορίας! Το ’χουν αυτό ενίοτε οι καλλιτέχνες: μες στο παιχνίδι των μεταμορφώσεων να χάνουν το κέντρο του εαυτού τους, τον πυρήνα της ύπαρξής τους, την ουσία της λογικής!
Ας είναι. Λαμπρές μέρες σκοτεινών έργων αναμένουν τον Μπόουι. Ξελαμπικάρει και φεύγει για το Βερολίνο που ήταν και πάλι τότε κέντρο συγκλονιστικών πειραματισμών. Συναντάει τον Μπράιαν Ίνο και οι δύο τους συνεργάζονται στη σύνθεση της «Τριλογίας του Βερολίνου», ανάμεσα στα 1976 και 1979. Καίτοι βαριά και ζοφερά, τα «Low», «Heroes», και «Lodger» είναι για τους εστέτ μουσικόφιλους τα κορυφαία διαμάντια του Μπόουι, αξεπέραστα, πολύ μπροστά από την εποχή τους, διαχρονικά.
Δεν είναι τυχαίο το ότι τα ατίθασα και ασεβή τσογλάνια του πανκ, όπως ο πολύς Νικ Λόου, ενώ επιδεικνύουν έντονο μίσος προς το γκλαμ ροκ και την φαντεζί επιδειξιμανία άλλων αστέρων της μουσικής, θα καθίσουν προσοχή, θα σεβαστούν και θα τιμήσουν τον Λευκό Λεπτό Δούκα! Αξίζει εξάλλου να σημειώσουμε ότι ο μινιμαλιστής συνθέτης Φίλιπ Γκλας, στους αντίποδες του πανκ πάντα, εμπνέεται από την «Τριλογία» και εμπλέκει πολλά μοτίβα της στις ιλιγγιώδεις συμφωνίες του.
Ο Μπόουι, πάντα ευμετάβλητος και απρόβλεπτος, θα ηχογραφήσει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι, το χιλιοακουσμένο «Little Drummer Boy», με τον αειθαλή Μπινγκ Κρόσμπι, θα αναλάβει τον ρόλο του αφηγητή στην όπερα-παραμύθι «Ο Πέτρος και ο Λύκος» του Σεργκέι Προκόφιεφ, ενώ θα εμφανιστεί στην εκπομπή του εγκάρδιου φίλου του και πρωθιερέα του γκλαμ ροκ, του Μαρκ Μπόλαν. Μακάβριες συμπτώσεις: λίγο μετά την εκπομπή, ο Μπόλαν έμελλε να βρει τον θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενώ λίγο μετά την ηχογράφηση του «Little Drummer Boy», ο Μπινγκ Κρόσμπι άφησε την τελευταία του πνοή.
Θλιμμένος και αυτοσαρκαζόμενος, ο Μπόουι θα πει ότι οφείλει να κόψει τις επισκέψεις σε φίλους μιας και φέρνει θανάσιμη κακοτυχία σε όποιον συναντάει. Πάντως θα υποδεχτεί τη δεκαετία του 1980 με μια αποφασιστικότητα που τον ωθεί σε αλλεπάλληλες ανανεώσεις. Απομακρύνεται από τα ναρκωτικά, χωρίζει με την Άντζι, εγκαταλείπει την εικόνα του ερμαφρόδιτου και του διφορούμενου, εμφανίζεται με καλοραμμένα κοστούμια, ηγείται του κινήματος του Νεορομαντισμού, ερωτοτροπεί με το σκληρό ροκ, συνεργάζεται με τους Queen του Φρέντι Μέρκιουρι, ξεσηκώνει τους πάντες με το «Let’s Dance», τραγουδάει παρέα με την ιέρεια της σόουλ Τίνα Τάρνερ, συμμετέχει στην γιγάντια συναυλία «Live Aid», χτυπάει και πάλι πρωτιά στα Top Ten με το «Dancing in the Street» που το ερμηνεύει αγκαλιά με τον Μικ Τζάγκερ. Φαίνεται ότι ο σταρ απεκδύεται τον διαολεμένο δαιμονισμό του, παρατάει το γαϊτανάκι των αντικρουόμενων, αλλά και αλληλοσυμπληρούμενων, ρόλων-ετερωνύμων, κονταίνει τα μαλλιά, ξεβάφει τα μάτια, αφήνει γένια, κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια και γίνεται αυτό που μάλλον ανέκαθεν ήταν: ένας ωραίος και ρομαντικός Άγγελος Άγγλος!
Το σελιλόιντ δεν παύει να τον ελκύει. Ο Άγγλος συμμετέχει στην ταινία «Absolute Beginners» γράφοντας το τραγούδι των τίτλων που θα γίνει μεγάλη επιτυχία, ενώ παίζει στο «Labyrinth» του Τζιμ Χέντσον. Αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λόρενς» του Ναγκίσα Όσιμα, πλάι στον επίσης μουσικό Ρουίτσι Σακαμότο, εμφανίζεται ανάμεσα στην Κατρίν Ντενέβ και την Σούζαν Σάραντον στην βαμπιροταινία «Η Πείνα», ενώ νίπτει τας χείρας του ως Πόντιος Πιλάτος στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορτσέζε.
Πάντα ακάματος, συγκροτεί την μπάντα Tin Machine, ηχογραφεί μαζί τους παίζοντας με τους τρόπους και τα μοτίβα του εναλλακτικού ροκ, περιοδεύει, δείχνει ξανά και ξανά ότι είναι ικανός τόσο για εύπεπτα, αλλά προσεγμένα και κομψά, σουξέ όσο και για λίαν σοβαρά εγχειρήματα ή για ακραίους τολμηρούς πειραματισμούς, όπως δείχνει το «The Buddha of Suburbia» και το «1. Outside», μια ακόμα συνεργασία του με τον πολύπτυχο Μπράιαν Ίνο.
Την αυγή της τρίτης χιλιετίας, ο Μπόουι θα εμφανιστεί στο «Κονσέρτο για τη Νέα Υόρκη», στη Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν, μια μεγάλη συναυλία συμπαράστασης στις οικογένειες των θυμάτων της 9/11. Ευφυώς, ο Δούκας θα επιλέξει να τραγουδήσει το «America» και το «Heroes», συγκινώντας βαθιά τον κόσμο. Αμέσως μετά, θα συνεργαστεί με τον παλιό παραγωγό του από τη δεκαετία του 1970, τον πολυμήχανο και ευρηματικό Τόνι Βισκόντι, και θα ηχογραφήσει το «Heathen». Ακολουθούν το «Reality», το «Next Day», και τώρα το «Black Star», η ιδιοφυής ανασκόπηση όλων όσα έκανε ο Δούκας, όλα τους περιφανείς και περήφανες μαρτυρίες για το ότι, πρώτον, ο Δούκας δεν το έβαλε ποτέ κάτω, δεύτερον, ο Δούκας επέμενε να τιμά ό,τι αγάπησε (από τον Πάμπλο Πικάσο και τον Άντι Γουόρχολ έως τον Μπράιαν Ίνο και τον Νίκολας Ρεγκ), τρίτον, ο Δούκας δεν έπαψε να μας διαμηνύει πως η μουσική είναι η νιότη του κόσμου, και τέταρτον, ο Δούκας φρόντισε να μας αφήσει τη διαθήκη του, που σημαίνει να μας ψιθυρίζει μελωδικά από το υπερπέραν πως ό,τι χρώμα κι αν έχουν τα μάτια μας το βλέμμα μας είναι πάντα γαλάζιο!
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.1.2016
σχόλια