ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΙΝΤΑ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΖΕΖΑ
Για την Ιταλίδα φιλόσοφο Αντριάνα Καβαρέρο, μόνο αν ρωτήσουμε τον άλλον «ποιος είσαι» μπορούμε να καταλάβουμε την προσωπική του ταυτότητα και υποκειμενικότητα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, για να καταλάβετε ποια είμαι, να σας αφηγηθώ την ιστορία μου. Να προσπαθήσω να κάνω μια ετεροχρονισμένη ανασύνθεση του παρελθόντος σε πείσμα της άρνησης της ίδιας της μνήμης να επαναφέρει μια πολλαπλά τραυματική εμπειρία.
Ήταν Απρίλιος του 1991, μόλις δύο μήνες νωρίτερα είχε αρχίσει η μεταναστευτική ροή από την Αλβανία. Ο πατέρας μου ήταν ήδη στην Ελλάδα από τον Φεβρουάριο και είπε στη μαμά μου πως θα γυρνούσε πίσω, είχαν γίνει όμως ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα και θυμάμαι να του λέει: «Μείνε εκεί, θα έρθουμε εμείς». Κανείς από την οικογένειά μου δεν ήθελε να φύγουμε, ξεκινήσαμε όμως, παρά τις αντιρρήσεις. Μπήκαμε σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο 10 άνθρωποι κι εγώ. Ήμουν μόλις 5 χρονών.
Είδαμε ένα μεγάλο συρματόπλεγμα που χώριζε την ελληνική από την αλβανική πλευρά, ενώ υπήρχε ήδη άνοιγμα σε ένα σημείο που άφηνε τη δυνατότητα να περάσεις απέναντι και κάποιοι προφανώς το είχαν κάνει πριν από εμάς. Η μητέρα μου ήταν μπροστά, ενώ εγώ ακολουθούσα από πίσω με τον θείο μου. Την κοίταζα καθώς περνούσε και θυμάμαι να πιάνονται τα μαλλιά της στο συρματόπλεγμα. Τα τράβηξε βίαια, δεν είχε χρόνο –πόνεσε, το είδα–, αμέσως κοίταξα τα μαλλιά που έμειναν εκεί, κρέμονταν και τα κινούσε ο αέρας.
Ήταν πολύ νωρίς το πρωί όταν φτάσαμε στα σύνορα, έπρεπε αρχικά να μη μας καταλάβουν οι Αλβανοί στρατιώτες. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό στην Κακαβιά, το οποίο δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε επιβλητικό, στα μάτια μου όμως τότε έτσι φαινόταν. Ήμουν με τη μητέρα μου και τους δύο θείους μου και μαζί μας ήρθαν και κάποιοι άλλοι που δεν τους θυμάμαι και ούτε ρώτησα ξανά ποιοι ήταν. Από τότε, έχω περπατήσει σε πολλούς τόπους, όμως αυτός ήταν ο πρώτος δρόμος που μου έμαθε το αίσθημα του φόβου. Χωρίς ακριβώς να ξέρω γιατί φοβόμουν, αφού το μόνο που μου είχαν πει ήταν ότι θα πηγαίναμε στην Ελλάδα, ήξερα ήδη ότι η Ελλάδα είναι ένα αλλού, ένας τόπος ανοίκειος και για να φτάσω εκεί, έπρεπε, όσο περπατούσαμε, να είμαι ήσυχη. Δεν χρειάστηκε κανείς να μου ζητήσει να μη μιλήσω – εξάλλου, αν κάτι μας μαθαίνει καλά ο φόβος, είναι η σιωπή. Από τότε αυτή η σιωπή και αυτός ο φόβος με δημιούργησαν «κάπως» ή μου αφαίρεσαν «κάτι» θεμελιωδώς και αυτό το «κάπως» και το «κάτι» υπερβαίνουν τα όρια που φέρει η γλώσσα.
Είδαμε ένα μεγάλο συρματόπλεγμα που χώριζε την ελληνική από την αλβανική πλευρά, ενώ υπήρχε ήδη άνοιγμα σε ένα σημείο που άφηνε τη δυνατότητα να περάσεις απέναντι και κάποιοι προφανώς το είχαν κάνει πριν από εμάς. Η μητέρα μου ήταν μπροστά, ενώ εγώ ακολουθούσα από πίσω με τον θείο μου. Την κοίταζα καθώς περνούσε και θυμάμαι να πιάνονται τα μαλλιά της στο συρματόπλεγμα. Τα τράβηξε βίαια, δεν είχε χρόνο –πόνεσε, το είδα–, αμέσως κοίταξα τα μαλλιά που έμειναν εκεί, κρέμονταν και τα κινούσε ο αέρας. Πέρασα κι εγώ από την άλλη πλευρά, γύρισα όμως για μια τελευταία φορά να δω αυτή την εικόνα σαν να ήθελα να την αποτυπώσω στη μνήμη μου. Κάτι δικό της έμεινε εκεί, σάμπως όλοι μας, όμως, δεν αφήσαμε κάτι εκεί; Από τότε κατάλαβα πως σε κάθε πέρασμα για εδώ ή για εκεί κάτι θα μένει πίσω και θα λείπει.
Όπως προχωρούσαμε, είδαμε παρατημένα κάτω στο έδαφος πολλά όπλα. Τα παρατημένα όπλα έδειχναν τη σταθερότητα των συνόρων – για πολλά χρόνια κανείς δεν είχε παραβιάσει τα όρια του άλλου και κανείς δεν περίμενε κανέναν. Ανάμεσα στο «εδώ» και στο «εκεί», στο «εμείς» και στο «εσείς», φαίνεται πως όλα ήταν πειθαρχημένα, υπάκουα και προβλέψιμα. Προχωρήσαμε άλλο λίγο και ξαφνικά είδαμε ότι είχε φτάσει στα σύνορα ο πατέρας μου με έναν Αρβανίτη από την Κόρινθο – εργαζόταν σε αυτόν απ’ όταν έφτασε εδώ, ήταν μαζί τους και 2-3 στρατιώτες. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το βουνό κι εμφανιστήκαμε μπροστά τους χωρίς κάποιο σχέδιο, αυθόρμητα και με άγνοια, όπως μόνο οι άνθρωποι που δεν έχουν δει τον κόσμο μπορούν να εμφανιστούν μπροστά στον άλλον. Ο Αρβανίτης, ο Π., τους είχε πει πως μας περίμενε και ότι αναλάμβανε αυτός την ευθύνη. Τότε του είπαν ότι μπορούσε να πάρει μόνο τη γυναίκα και το κορίτσι.
Η πράξη εκείνη των στρατιωτών να μας αφήσουν να μπούμε παράνομα ήταν ο απόλυτος ορισμός της έννοιας της φιλοξενίας. Η γνήσια και αυθεντική πράξη της φιλοξενίας μπορεί να υπάρξει μόνο όταν καλωσορίζεις αυτόν που σου χτύπησε την πόρτα ακάλεστος. Ταυτόχρονα, όμως, και σε αντίφαση με το πρώτο συναίσθημα μπροστά στο βλέμμα του άλλου, εκείνου που θα αποφάσιζε για εμένα, ένιωσα ευάλωτη. Τα φαντασιακά και πραγματικά όρια που θέτουν τα σύνορα και τα οποία ξεπεράσαμε μας έβαλαν σε μια θέση που έπρεπε να ζητάμε κάτι από τον άλλο, σε μια σχέση που δεν υπήρξε ποτέ ισότιμη, αυτονόητη και εύκολη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο Π. μου είχε φέρει πορτοκαλάδα, την άνοιξε κι έβαλε ένα καλαμάκι. Έμεινα να τον κοιτάζω χωρίς να ξέρω ούτε τι είναι το καλαμάκι ούτε πώς να το χρησιμοποιήσω. Μου έμαθε πώς να το κάνω και νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασα. Πριν φύγουμε, ακόμα σκεφτόμουν ότι θα γυρνούσα πίσω να τους δείξω τα καλαμάκια κάποια μέρα.
Σε μια προσπάθεια ανάγνωσης του δικού μου παρελθόντος λέω αυτή την ιστορία για να διαχειριστούμε ένα παρόν που φέρει θεμελιώδη ηθικά διλήμματα. Ενώ, λοιπόν, είμαι ένας άνθρωπος που βίωσε πως κανείς δεν μίλησε για μένα, αυτήν τη στιγμή καλούμαι, μέσα από τις αντιφάσεις που συναντά ο καθένας μας στη δική του πορεία, να μιλήσω για κάποιους άλλους και να συνδέσω τη δική μου μετατόπιση με τη δική τους. Σημασία εδώ δεν έχει ότι η δική τους εμπειρία είναι πιο βίαιη – και δεν έχει σημασία επειδή το τραύμα είναι μη μετρήσιμο. Ίσως, όμως, με αυτή την αφήγηση καταφέρω να κάνω μια απέραντη, ξένη εμπειρία για τους περισσότερους λίγο πιο οικεία.
Το να επικαλεστούμε έναν κόσμο όπου τα έθνη-κράτη χάνουν σημασία τους και η συναισθηματική μας σύνδεση μαζί τους αποφορτίζεται θα ήταν λάθος και ουτοπικό ή δυστοπικό. Αυτό που, όμως, μας αφορά όλους πλέον, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι να απαιτήσουμε μια λύση και σοβαρή διαχείριση για το προσφυγικό ζήτημα από την ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή ηγεσία. Μπροστά στην αθλιότητα, στην περιρρέουσα απόγνωση και στη διάχυτη δυστυχία των αδύναμων και ταπεινωμένων πρέπει να ξέρουμε πως τίποτα, ποτέ, δεν μπορεί να έχει σταθερό νόημα, παρά μόνο ο άνθρωπος. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να είναι η αρχή και το τέλος κάθε ιστορίας.
_____________
H Λίντα-Κωνσταντίνα Τζέζα είναι πολιτικός επιστήμονας
σχόλια