Πόσο καλά γνωρίζουμε τη σημασία του Παρθενώνα, του αρχιτεκτονικού θαύματος που στέκει στον Ιερό Βράχο, γοητεύοντας επί αιώνες τους επισκέπτες και μελετητές του; «Το αίνιγμα του Παρθενώνα» της Τζόαν Μπρέτον Κόνελι, Αμερικανίδας καθηγήτριας Κλασικών Σπουδών και Ιστορίας της Τέχνης στο New York University, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη (πρόλογος ελληνικής έκδοσης Άγγελου Χανιώτη-μετάφραση Κατερίνας Σέρβη), προτείνοντας μια νέα ανάγνωση του τρόπου που βλέπουμε τον Παρθενώνα και τους ανθρώπους που τον δημιούργησαν.
Συνδυάζοντας τους μύθους, τα ιστορικά γεγονότα, τα λογοτεχνικά κείμενα και τις λατρευτικές τελετές των κατοίκων της αρχαίας πόλης των Αθηνών με τις νεότερες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας, η Κόνελι αναδεικνύει τη διαφορετική λειτουργία των εικόνων στην ελληνική αρχαιότητα. Το βασικό επιχείρημά της έχει ως εξής: «Ανάγκη να εικονιστεί αυτό που έβλεπε το ανθρώπινο μάτι δεν υπήρχε. Πρωταρχικός ρόλος των εικόνων ήταν, αντίθετα, να αναπαραστήσουν μια εποχή και έναν κόσμο που είχαν χαθεί και επομένως να μετατρέψουν το παρελθόν σε παρόν. Μόλις αποδεχτούμε τον αρχαίο αυτό τρόπο σκέψης, μπορούμε να εκτιμήσουμε την εσωτερική λογική του. Βλέποντας τις αρχαίες εικόνες όχι ως στιγμιότυπα της σύγχρονής τους πραγματικότητας αλλά ως παράθυρα με θέα στο μακρινό παρελθόν, πλησιάζουμε πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο τις αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι. Και βλέπουμε πως ορισμένες ερμηνείες, όσο μακρόβιες κι αν είναι, γίνονται αβάσιμες.» (σελ. 393).
Συνδυάζοντας τους μύθους, τα ιστορικά γεγονότα, τα λογοτεχνικά κείμενα και τις λατρευτικές τελετές των κατοίκων της αρχαίας πόλης των Αθηνών με τις νεότερες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας, η Κόνελι αναδεικνύει τη διαφορετική λειτουργία των εικόνων στην ελληνική αρχαιότητα
Οι τελευταίοι δύο αιώνες ερμηνειών έδωσαν έμφαση στο πολιτειακό και πολιτικό περιεχόμενο της ζωφόρου, εις βάρος της μυθικο-θρησκευτικής της πλευράς, γεγονός που οδήγησε στην οικειοποίηση του Παρθενώνα από τον δυτικό κόσμο ως σύμβολο του δημοκρατικού πολιτεύματος, βλέποντάς τον όμως αποσπασματικά. Με την ίδια λογική, τα αποσπασμένα γλυπτά του Έλγιν βρέθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ότι «πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά συστατικά στοιχεία ενός θρησκευτικού οικοδομήματος, του ναού της Αθηνάς, που και ο ίδιος εντάσσεται σε ένα θρησκευτικό σύστημα, σε ένα σύνολο πεποιθήσεων και τελετουργιών το οποίο σχημάτιζε το ίδιο το υφάδι της ζωής στην αρχαία πόλη. Αετώματα, μετόπες και ζωφόρος βρίσκονται σε εσωτερικό διάλογο μεταξύ τους.» (σελ.398)
Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν από τους πιο δεισιδαίμονες («θεοσεβούμενους») Έλληνες. Το φυσικό περιβάλλον και η τοπογραφία της αρχαίας πόλης τους έδενε με το μυθικό τους παρελθόν, καθώς ενέπνεε τη βαθιά, πηγαία θρησκευτικότητά τους. Οι τρεις ποταμοί της αθηναϊκής πεδιάδας Κηφισός, Ιλισός και Ηριδανός λατρεύονταν ως θεοί. Οι Ναϊάδες-Νύμφες προστάτευαν τα ζωτικής σημασίας αποθέματα νερού που προέρχονται από τις τοπικές πηγές και ποτάμια. Στις όχθες των ποταμών υπήρχαν πολυάριθμα ιερά αφιερωμένα στις Νύμφες και η Ναϊάδα Πραξιθέα, κόρη του ποταμού Κηφισού ήταν η γυναίκα του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Χάρις στον μοναδικό μύθο της γέννησης του Ερεχθέα, οι Αθηναίοι διαμόρφωσαν την ταυτότητα του αυτόχθονα (αυτός+χθων/γη) ή γηγενή (γη+γεννώ), αυτού δηλαδή που φυτρώνει κυριολεκτικά από τη γη: ο Ερεχθέας γεννιέται από το σπέρμα του θεού Ήφαιστου καθώς εκστασιασμένος από την παρθένο Αθηνά, η οποία αντιστέκεται στις ερωτικές του ορέξεις, χύνει τον σπόρο του στον μηρό της. Η Αθηνά με ένα κομμάτι μαλλί πετά το σπέρμα στο έδαφος, η Μητέρα Γη μένει έγκυος και γεννιέται ο Ερεχθέας απευθείας από το χώμα (έριο / μαλλί+χθων / γη). Στον γλυπτό διάκοσμο των οικοδομημάτων της Ακρόπολης από τον 6ο αι. π.Χ κυριαρχεί ένας κόσμος όπου θρησκευτικές, κοσμολογικές και γενεαλογικές αφηγήσεις μπλέκονται αξεδιάλυτα. Η Γιγαντομαχία, η μάχη μεταξύ Ολύμπιων θεών και Γιγάντων συμβολίζει τη μάχη μεταξύ τάξης και χάους. Η Αθηνά εξακοντίζει τον γιγαντιαίο Δράκοντα στον ουρανό και τον καταστρίζει, δηλαδή το διαμελισμένο σώμα του ερπετού γίνεται αστερισμός. Έτσι, ο Δράκων, ορατός στο διηνεκές, γίνεται τόπος μνήμης, αιώνιο ενθύμιο κοσμογονικών αφηγήσεων. Ανάλογα και ο ιερός χώρος του παλαιότερου λίθινου ναού της Ακρόπολης καθηλώνει προκαλώντας δέος και τρόμο.
Κατά τον «Χρυσό Αιώνα» (5ος π.Χ.) ο Περικλής χτίζει τον νέο ναό του Παρθενώνα από λεπτόκοκκο λευκό μάρμαρο, το οποίο μεταφέρει από το βουνό της Πεντέλης στην κορυφή της Ακρόπολης, αναδημιουργώντας ένα πραγματικά «μαρμάρινο βουνό». Ο Φειδίας φιλοτεχνεί το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς και σχεδιάζει τη ζωφόρο. Ο ανυπέρβλητος θρίαμβος της μηχανικής, αρχιτεκτονικής και αισθητικής στέκει επάνω στον Ιερό Βράχο, όταν ταυτόχρονα αναδύεται η νέα εικόνα/ταυτότητα των Αθηναίων που βασίζεται στο γεγονός ότι η Αθήνα είναι η καλύτερη από όλες τις άλλες πόλεις. Κι αυτό γιατί οι πολίτες έχουν μια βαθιά συναίσθηση κοινής, αυτόχθονης καταγωγής, απολαμβάνοντας τον μοναδικό δημόσιο βίο που τους προσφέρει το δημοκρατικό πολίτευμα, με αποτέλεσμα το ατομικό συμφέρον να υποχωρεί μπροστά στο καλό της πόλης, την οποία ο πολίτης αγαπά, προστατεύει και τιμά με όλη του την καρδιά.
Η μελέτη της Κόνελι διακρίνεται από καλαισθησία και ευρύτητα γνώσεων καθώς βήμα-βήμα καταθέτει το ολοκαίνουριο θεωρητικό πλαίσιο που βλέπει τη ζωφόρο του Παρθενώνα ως αναπαράσταση ενός σπουδαίου ιδρυτικού μύθου βγαλμένου από το θρυλικό παρελθόν της Αθήνας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ανακαλύφθηκε από τον κλασικιστή της Οξφόρδης Κόλιν Όστιν το χαμένο έργο του Ευριπίδη Ερεχθέας πάνω στα κομμάτια παπύρων που χρησιμοποιούνταν για να τυλίγουν τους μουμιοποιημένους νεκρούς στην ελληνιστική Αίγυπτο. Με τη βοήθεια του σημαντικού κομματιού των 120 στίχων του Ερεχθέα, η Κόνελι μπόρεσε να ερμηνεύσει τη μεγάλη ανάγλυφη ταινία της ζωφόρου ως την προετοιμασία της θυσίας της μικρότερης κόρης του βασιλιά Ερεχθέα. Η Πραξιθέα, μητέρα της παρθένου, δέχεται ηρωικά τη θυσία της κόρης της, όπως επιβάλλει ο χρησμός του μαντείου των Δελφών, έτσι ώστε να γλιτώσουν οι Αθηναίοι από τον εισβολέα Εύμολπο, προστατευόμενο του Ποσειδώνα εχθρού της Αθήνας. Στον μύθο οι αδελφές της παρθένου αυτοκτονούν κατόπιν, πέφτοντας από τον Ιερό Βράχο καθώς έχουν ορκιστεί να ακολουθήσουν την αδελφή τους στον ένδοξο θάνατο της. Συνεπώς, ο Παρθενώνας γίνεται ναός μνήμης του θανάτου των παρθένων.
Ο πόλεμος, ο θάνατος και η μνήμη των Αθηναίων αποτυπώνονται στη μορφή του ιερού χώρου και η μεγάλη γιορτή των Παναθήναιων συμβολίζει την τελετουργική έκφραση του ανήκειν στην πόλη. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο-κλειδί είναι η κουκουβάγια, συνοδευτικό πτηνό στην εικονογραφία της θεάς Αθηνάς. Στην Ιλιάδα του Ομήρου και τη Θεογονία του Ησιόδου η Αθηνά ονομάζεται γλαυκώπις («κουκουβαγιομάτα») για το ευθύβολο βλέμμα της. Στις Σφήκες του Αριστοφάνη πληροφορούμαστε ότι η ιερή κουκουβάγια της Αθηνάς πέταξε πάνω από το στράτευμα των Αθηναίων στον Μαραθώνα για να τους φέρει τύχη. Η λέξη ολολύγματα, η διαπεραστική θρηνητική κραυγή των γυναικών την ώρα του θανάτου ή της θυσίας είναι η ρίζα της αγγλικής λέξης owl, ulula στα λατινικά και ule στα παλαιοαγγλικά. Η παρουσία της κουκουβάγιας στην εικονογραφία π.χ. ενός κυπέλλου του 5ου αιώνα που απεικονίζει μια ανθρωπόμορφη γλαύκα πολεμιστή που κραδαίνει ασπίδα, συνδυάζεται μέσω του «οπτικού πολιτισμού» των αρχαίων Αθηναίων, με τη θυσία της παρθένου / μικρής βασιλοπούλας που έσωσε την Αθήνα. Επίσης, στον Ερεχθέα του Ευριπίδη η Πραξιθέα παρομοιάζει την κόρη της που θυσιάζεται στον βωμό με το γιο που πηγαίνει στον πόλεμο. Στο κύπελλο, ο ηρωικός θάνατος της κόρης έχει προηγηθεί, γιατί η φτερωτή κουκουβάγια συμβολίζει το πνεύμα της πολεμίστριας κόρης που πετά πάνω από το πεδίο της μάχης, εμψυχώνοντας τους Αθηναίους για να νικήσουν.
Τη μοναδική ταυτότητα των Αθηναίων υιοθέτησε η Πέργαμος της Μικράς Ασίας επί εποχής του Αττάλου Α, ιδρύοντας ένα δραστήριο κέντρο επιστημών, τέχνης και πολιτισμού, μέρος του οποίου αποτελούσε μια εκπληκτική βιβλιοθήκη με 200.000 παπύρους, που στόχο είχε να προσελκύσει τους πιο διαπρεπείς δασκάλους και φιλοσόφους της εποχής. Επίσης, στον Βωμό της Περγάμου συναντάμε ξανά και ξανά αναφορές στην Αθήνα, στις κοσμογονικές της αναμετρήσεις και στα γεγονότα-ορόσημα που την καθόρισαν. Οι Περγαμηνοί ήθελαν να κατασκευάσουν μια νεο-αθηναϊκή ταυτότητα και για το λόγο αυτό φρόντισαν να επαναφηγηθούν μέσω της θέασης της αρχιτεκτονικής γλυπτικής τον μύθο του ηρωικού γενάρχη τους, του Τήλεφου («Περιπλανώμενου») που ήταν, όπως και ο Ερεχθέας, ένα ακόμη ευριπίδειο έργο.
«Το αίνιγμα του Παρθενώνα» πέραν από μια πραγματικά έξοχη μελέτη, παραθέτει λεπτομέρειες και στοιχεία χρήσιμα για το όραμα ενός «παγκόσμιου μουσείου» όπου όλα τα διασκορπισμένα γλυπτά των κοσμολογικών και ιερών αφηγήσεων θα βρίσκονται ξανά επανενωμένα στην πόλη που πρόσφερε το υλικό της οπτικοποίησής τους.
σχόλια