ΔΕΚΑ ΜΟΝΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ. Κάθε νύχτα, αγόρια όλο νευρικότητα γέμιζαν τα ερείπια του Θεάτρου του Διονύσου στους πρόποδες της Ακρόπολης κι έπαιρναν θέση στο κέντρο της σκηνής. Εκεί, καθένα έβαζε την ψυχή του στο τραγούδι του, ενώ η παράξενη ξένη καθόταν στους μαρμάρινους θρόνους, τους ίδιους που χρησιμοποιούσαν και οι επιφανείς Αθηναίοι στους αρχαίους καιρούς. Η γυναίκα κάρφωνε εξεταστικά το βλέμμα της στα αγόρια, στο καθένα ξεχωριστά, διακόσια «κακοντυμένα αλάνια» συνολικά. Η Ισιδώρα Ντάνκαν ήξερε ακριβώς τι ζητούσε. Φεύγοντας από την Αθήνα, θα έπαιρνε μαζί της έναν χορό δέκα ντόπιων αγοριών.
Η Ντάνκαν και η οικογένειά της έφτασαν στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1903 κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κοπανά, στις πλαγιές του Υμηττού, τοποθεσία που τους παρείχε ανεμπόδιστη θέα στην Ακρόπολη. Η κατασκευή του οικογενειακού συγκροτήματος, που το αποκαλούσαν «ο ναός μας», είχε ξεκινήσει πολύ φιλόδοξα, δεν ολοκληρώθηκε όμως ποτέ. Με χαρακτηριστική απερισκεψία, οι Ντάνκαν είχαν αγοράσει γη που δεν εξασφάλιζε πρόσβαση σε νερό. Μέχρι το τέλος του χρόνου η Ισιδώρα είχε φύγει.
Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, η Ντάνκαν είχε αντιληφθεί την πεμπτουσία της κίνησης ως προσευχή. Η αλήθεια που της αποκαλύφθηκε μέσα στο περιστύλιο του Παρθενώνα γέννησε μέσα της μια κίνηση που ξεπήδησε από το διάφραγμά της και ανάγκασε τα χέρια της να υψωθούν σε στάση δέησης. Οι περίφημες φωτογραφίες του Edward Steichen με την Ντάνκαν σε εκπληκτικές πόζες μέσα στην περίσταση του Παρθενώνα τραβήχτηκαν το 1920.
Οι μήνες όμως που πέρασε στην Αθήνα την είχαν μεταμορφώσει και γεμίσει. Μαζί με τους ανθρώπους τους οποίους συναναστρεφόταν, ποιητές, τραγουδιστές, χορευτές, καλόγερους, χωρικούς και βασιλιάδες, δημιούργησαν έναν κύκλο που πειραματιζόταν επάνω στον χορό, στο θέατρο, στη μουσική και στην υφαντική.
Οι Ντάνκαν απήγγελλαν στίχους και χόρευαν κάθε πρωί στο Θέατρο του Διονύσου. Τα απογεύματα όργωναν τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της πόλης, προσπαθώντας να κατανοήσουν την αρχαία ελληνική καλλιτεχνική φόρμα και κίνηση μελετώντας ποίηση, δραματουργία, γλυπτική και αγγειογραφία. Αυτό που ενδιέφερε ιδιαίτερα την Ισιδώρα και τον αδελφό της Ρέυμοντ, ο οποίος μετά από σύντομη γνωριμία παντρεύτηκε την Πηνελόπη Σικελιανού, αδελφή του μεγάλου ποιητή, ήταν να ανασύρουν από τη λήθη τον ήχο της αρχαίας ελληνικής μουσικής, γι’ αυτό αναζητούσαν χειρόγραφα βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Η θεωρία τους ήταν ότι οι ύμνοι των πρωτοχριστιανικών εκκλησιών είχαν τις ρίζες τους στις στροφές των αρχαίων ελληνικών ύμνων. Οι Ντάνκαν άκουγαν επίσης προσεκτικά τους ντόπιους, άντρες και αγόρια, που τραγουδούσαν παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια, ελπίζοντας να εντοπίσουν σ’ αυτά ίχνη αρχαίας ελληνικής μουσικής των κλασικών χρόνων.
Η Ισιδώρα ήταν αποφασισμένη να αναδημιουργήσει έναν αρχαίο χορό αγοριών για να περιοδεύσει μαζί της στην Ευρώπη σε μια παράσταση των Ικέτιδων του Αισχύλου. Πράγματι, συγκέντρωσε τις δέκα καλύτερες αγορίστικες φωνές της Αθήνας και επιστράτευσε έναν νεοχρισθέντα ορθόδοξο ιερέα με ειδίκευση στη βυζαντινή μουσική για να εκπαιδεύσει τα δέκα τυχερά πιτσιρίκια που θα συγκροτούσαν την επονομαζόμενη Ελληνική Χορωδία. Η οικογένεια Ντάνκαν και oι μικροί τραγουδιστές έφυγαν από την Αθήνα πριν το τέλος του χρόνου για να ταξιδέψουν στη Βιέννη, στο Μόναχο και στο Βερολίνο.
Στο Μόναχο έδωσαν μια παράσταση για τους φοιτητές του διάσημου αρχαιολόγου Adolf Furtwangler, ο οποίος προλόγισε την εκδήλωση με μια διάλεξη επάνω στους αρχαίους ελληνικούς ύμνους που είχαν μελοποιηθεί από τον ιερέα. Τα αγόρια τραγούδησαν σαν αρχαίος χορός, ντυμένα με χιτώνες και με σανδάλια στα πόδια. Η ίδια η Ισιδώρα χόρεψε τον ρόλο και των πενήντα Δαναΐδων. Το κοινό παραληρούσε.
Σε κάθε νέο προορισμό, ωστόσο, ο ενθουσιασμός για τη χορωδία ξεφούσκωνε. Όταν πια έφτασαν στο Βερολίνο, μετά από εξάμηνη περιοδεία, οι φωνές των αγοριών είχαν αρχίσει να αλλάζουν· οι μελωδικοί κάποτε ήχοι γίνονταν διαπεραστικοί και παράφωνοι. Τα παιδιά είχαν χάσει τη θεία αγορίστικη εκφραστικότητα που τόσο είχε γοητεύσει την Ντάνκαν στο Θέατρο του Διονύσου. Είχαν επίσης ξεπεταχτεί σε ύψος, κάποια ακόμη και τριάντα πόντους, ενώ είχαν ξεφύγει και σε θέματα πειθαρχίας. Την άνοιξη του 1904 στάλθηκαν πίσω στην Αθήνα από το Βερολίνο με τρένο, σε βαγόνι δεύτερης θέσης, με τις φουφούλες που τους είχαν αγοράσει από το πολυκατάστημα Wertheim’s στις αποσκευές τους, ενθύμια του μεγάλου πειράματος της Ντάνκαν για την αναδημιουργία ενός αρχαίου ελληνικού χορού.
Η παράσταση αρχαίων ήχων και κινήσεων έτσι όπως την οραματίστηκε η Ισιδώρα Ντάνκαν υπήρξε χειμαρρώδης και φανταχτερή, παρ’ όλα αυτά παραμένει διδακτική ακόμη και σήμερα. Κατά την παραμονή της στην Αθήνα, η Ντάνκαν ανέβαινε συχνά στην Ακρόπολη, καλώντας τις δυνάμεις των μνημείων να της στείλουν την έμπνευση. Οι περιγραφές των στιγμών της αναμονής είναι έντονα συναισθηματικές και απροσποίητες:
«Για πολλές μέρες καμία κίνηση δε μου ερχόταν. Και τότε, μια μέρα γεννήθηκε στον νου μου μία σκέψη: οι κίονες αυτοί φαίνονται τόσο ίσιοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι· καθένας κυρτώνει ελαφρά από τη βάση προς την κορυφή, καθένας βρίσκεται σε ρέουσα κίνηση, αεικίνητος, και η κίνηση του καθενός εναρμονίζεται με των άλλων. Κι ενώ έκανα αυτή τη σκέψη, τα χέρια μου υψώθηκαν αργά προς τη μεριά του Ναού και έγειρα μπροστά - και τότε ήξερα πως είχα βρει τον χορό μου και πως ο χορός αυτός ήταν μια Προσευχή»
Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, η Ντάνκαν είχε αντιληφθεί την πεμπτουσία της κίνησης ως προσευχή. Η αλήθεια που της αποκαλύφθηκε μέσα στο περιστύλιο του Παρθενώνα γέννησε μέσα της μια κίνηση που ξεπήδησε από το διάφραγμά της και ανάγκασε τα χέρια της να υψωθούν σε στάση δέησης. Οι περίφημες φωτογραφίες του Edward Steichen με την Ντάνκαν σε εκπληκτικές πόζες μέσα στην περίσταση του Παρθενώνα τραβήχτηκαν το 1920, δεκαεπτά χρόνια αφότου είχε γράψει τις παραπάνω γραμμές. Όπως πολλοί άλλοι πριν και μετά από αυτή, η Ντάνκαν θα ένιωθε την ανάγκη να επισκέπτεται ξανά και ξανά τον Παρθενώνα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.
___________________
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Τζόαν Μπρέτον Κόνελι: Το αίνιγμα του Παρθενώνα, Εκδόσεις: Πατάκης, Μετάφραση: Κατερίνα Σέρβη, Επιμέλεια: Μαρίνα Κολιτσοπούλου, Σελίδες: 560