"Στην Ελλάδα επιθυμείς να κολυμπήσεις στον ουρανό. Θέλεις να πετάξεις τα ρούχα σου, να πηδήξεις τρέχοντας και να βουτήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος, να ξαπλώσεις στο χορτάρι και να χαρείς με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο την έκσταση. Πέτρα και ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αέναη αυγή της αφύπνισης του ανθρώπου", γράφει ο Χένρι Μίλερ στα απομνημονεύματά του από την Ελλάδα που αποκτούν το χαρακτηριστικό της πιο γλυκιάς εξομολόγησης που έχει γραφτεί για μια χώρα που πεινούσε και πάσχιζε να ξεπεράσει τον Εμφύλιο στη ματωμένη αυγή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας έφτασε στη χώρα μας το 1939 καλεσμένος του Λόρενς Ντάρελ, αλλά πολύ σύντομα βρέθηκε στην καρδιά της Αθήνας αποφασισμένος να αφεθεί στη ροή μιας χώρας που του μίλησε όσο καμιά: γνώρισε και αγάπησε βαθιά τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ενθουσιάστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη (τον οποίο αποκαλεί με θαυμασμό Σεφεριάδη), εξύμνησε τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Κυρίως όμως "διάβασε" και βίωσε βαθιά την Ελλάδα ως αρχέγονη εμπειρία πετώντας μακριά τα προνομιακά-όπως φαινόταν τότε-ρούχα του Αμερικανού ή το βλέμμα του τουρίστα. Πήγε σε μέρη ενδεχομένως αντιδημοφιλή, αλλά κυρίως δόξασε κάθε οδυνηρή ατέλεια και απεχθή συνθήκη της χώρας μας. Δεν ξέρω άλλον να έχει αγαπήσει πραγματικά την Ελλάδα με τον ωμό, αγνό και συγκινητικό τρόπο του Χένρι Μίλερ, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από τις μαγικές σελίδες του "Ο Κολοσσός του Μαρουσιού-Και πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα" που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε Πρόλογο Αλέξανδρου Αργυρίου και μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το οποίο παρατίθενται πιο κάτω:
Ελλάδα
Στην Ελλάδα οι αλλαγές είναι χτυπητές, σχεδόν οδυνηρές. Σε μερικά μέρη μπορείς να διασχίσεις όλες τις αλλαγές πενήντα αιώνων μέσα σε πέντε λεπτέ. Όλα είναι σχεδιασμένα, σμιλεμένα, χαραγμένα. Ακόμα και τα έρημα χωράφια έχουν μια αιωνιότητα. Βλέπεις το καθετί στη μοναδικότητά του-έναν άνθρωπο σ' έναν δρόμο κάτω από ένα δέντρο: ένα γάιδαρο να ανηφορίζει ένα μονοπάτι κοντά σ' ένα βουνό: ένα καράβι σ' ένα λιμάνι σε μια θάλασσα τιρκουάζ: ένα τραπέζι σε μια βεράντα κάτω από ένα σύννεφο. Και πάει λέγοντας. Ο,τι και αν κοιτάξεις είναι σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά: δεν θα το σκάσει, δεν θα κατεδαφιστεί σε μια νύχτα: δεν θα αποσυντεθεί ούτε θα λιώσει ούτε θα επαναστήσει. Το κάθε πράγμα που υπάρχει, φτιαγμένο είτε από τον Θεό είτε από τον άνθρωπο, είτε καρποφόρο είτε φυτεμένο, εξέχει σαν κάστανο σ' ένα φωτοστέφανο λάμψης, χρόνου και χώρου. Ο θάμνος είναι ίσος με το γάιδαρο: ένας τοίχος είναι το ίδιο μ' ένα κωδωνοστάσι: ένα πεπόνι είναι τόσο καλό όσο ένας άνθρωπος. Τίποτε δεν συνεχίζεται ή δεν διαιωνίζεται πέρα από τον φυσικό του χρόνο: δεν υπάρχει καμιά σιδηρά θέληση που να επιβάλλει το απαίσιο μονοπάτι της εξουσίας. Ύστερα από μισής ώρας περίπατο νιώθεις ανανεωμένος και εξαντλημένος από την ποικιλία των ανωμαλιών και της σποραδικότητας. Συγκριτικά η Παρκ Άβενιου μοιάζει τρελή και αναμφίβολα είναι τρελή. Το πιο παλιό κτίριο εδώ στο Ηράκλειο θα διαρκέσει περισσότερο και από το πιο νέο κτήριο στην Αμερική. Οι οργανισμοί πεθαίνουν: το κύτταρο εξακολουθεί να ζει. Η ζωή βρίσκεται στις ρίζες της, τοποθετημένη στην απλότητα, αυτοεπιβεβαιούμενη μοναδικά.
Πόρος
Μπαίνεις στο λιμάνι του Πόρου λικνιζόμενος και στροβιλιζόμενος, ένας ευγενής ηλίθιος πεταγμένος ανάμεσα σε κοντάρια και δίχτυα σ' έναν κόσμο που μόνο ο ζωγράφος ξέρει και που τον έχει και πάλι ξαναζωντανέψει γιατί, όπως κι εσύ, όταν πρωτοείδε αυτό τον κόσμο, ένιωσε μεθυσμένος και ευτυχισμένος και ξένοιαστος. Το να πλέεις αργά μέσα στους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια πολύ βαθιά χαρά για να μπορείς να τη θυμάσαι. Είναι μια από τις χαρές του μουδιασμένου ηλιθίου που δημιουργεί μύθους σαν αυτόν της γέννησης ενός νησιού από κάποιο βυθισμένο πλοίο. Το πλοίο, το πέρασμα, οι περιστρεφόμενοι τοίχοι, το κυματιστό τρεμούλιασμα κάτω από την κοιλιά του καραβιού, το εκτυφλωτικό φως, η πράσινη φιδίσια καμπύλη της παραλίας, οι γενειάδες που πέφτουν πάνω στο κρανίο σου από τους κατοίκους που κρέμονται απόπάνω σου, όλα αυτά, μαζί με την παλλόμενη ανάσα της φιλίας, της συμπάθειας, της καθοδήγησης, σε περιτυλίγουν και σε μαγεύουν μέχρι που εκσφενδονίζεσαι σαν άστρο που εκπλήρωσε την πορεία του και η καρδιά σου σκορπίζεται με τα λιωμένα της συντρίμμια μακριά από τα πέρατα του κόσμου.
Επίδαυρος-Μυκήνες
Στις Μυκήνες περπάτησα πάνω στους φωσφορίζοντες νεκρούς, στην Επίδαυρο ένιωσα μια ακινησία τόσο έντονη, που για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου άκουσα τη μεγάλη καρδιά του κόσμου να χτυπά και κατάλαβα το νόημα του πόνου και της λύπης: στην Τίρυνθα στάθηκα στον ίσκιο του κυκλώπειου ανθρώπου και ένιωσα τη φλόγα εκείνου του εσωτερικού ματιού που τώρα έχει γίνει ένας αρρωστιάρικος αδένας: στο Άργος ολόκληρη η πεδιάδα ήταν μια πύρινη ομίχλη στην οποία είδα τα φαντάσματα των δικών μας Ινδιάνων και τους χαιρέτησα σιωπηλά. Τριγυρνούσα μ' έναν ξεκομμένο τρόπο, τα πόδια μου πλημμυρισμένα από μια γήινη λάμψη. Βρίσκομαι στην Κόρινθο μέσα σ' ένα ροζ φως, ο ήλιος μάχεται το φεγγάρι, η γη γυρίζει: αργά με τα χοντρά της ερείπια περιστρέφεται στο φως σαν νερόμυλος που αντανακλάται σε ακίνητη λίμνη. Βρίσκομαι στην Αράχοβα όταν ο αετός πετιέται από τη φωλιά του και αιωρείται πάνω από το καζάνι της γης που κοχλάζει, έκθαμβος από τον φανταχτερό συνδυασμό χρωμάτων που ντύνει την άβυσσο καθώς υψώνεται. Βρίσκομαι στο Λεωνίδιο την ώρα της δύσης και πίσω από το βαρύ σάβανο των ατμών από το βάλτο διαφαίνεται η σκοτεινή πύλη της Κόλασης, όπου οι σκιές των νυχτερίδων και των φιδιών και των σαυρών έρχονται να ξεκουραστούν και ίσως να προσευχηθούν. Σε κάθε μέρος ανοίγω μια καινούργια φλέβα εμπειρίας, ένας μεταλλωρύχος που σκάβει πιο βαθιά μέσα στη γη, πλησιάζοντας την καρδιά του άστρου που δεν έχει ακόμα σβήσει. Το φως δεν είναι πια ηλιακό ή σεληνιακό: είναι το αστρικό φως του πλανήτη στο οποίο ο άνθρωπος έχει δώσει ζωή. Η γη είναι ζωντανή μέχρι τα βαθιά της έγκατα: στο κέντρο είναι ένας ήλιος με τη μορφή του εσταυρωμένου ανθρώπου. Ο ήλιος ματώνει στο σταυρό του στα κρυμμένα βάθη. Ο ήλιος είναι ο άνθρωπος που αγωνίζεται να βγει σ' ένα άλλο φως. Από φως σε φως, από γολγοθά σε γολγοθά. Το τραγούδι της γης...
Ηράκλειο
Στο εκθαμβωτικό φως του ήλιου μια λεπτομέρεια, όπως μια καγκελωτή θύρα ή μια εγκαταλειμμένη έπαλξη, διακρίνεται με τόση ακρίβεια που σου σηκώνεται η τρίχα, αφού τέτοια ακρίβεια μπορείς να δεις μόνο στους πίνακες των πολύ σπουδαίων ζωγράφων ή των τρελών. Κάθε ίντσα του Ηρακλείου υπάρχει για να ζωγραφιστεί: είναι μια περίπλοκη, εφιαλτική πόλη, ολότελα ανώμαλη, ολότελα ετερογενής, ένας τόπος ονείρου που αιωρείται στο κενό ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική, που μυρίζει δυνατά από ακατέργαστα δέρματα, σπόρους αγριοκύμινου, πίσσα και τροπικά φρούτα. Έχει κακοποιηθεί κτηνωδώς από τους Τούρκους και έχει μολυνθεί από τις ακίνδυνες αναθυμιάσεις του ροδόσταμου που αποπνέουν οι τελευταίες σελίδες του Τσαρλς Ντίκενς. Δεν έχει καμία σχέση με την Κνωσό ή τη Φαιστό: είναι μινωικό όπως οι δημιουργίες του Γουόλτ Ντίσνεϊ είναι αμερικανικές: είναι μια ανοιχτή πληγή στο πρόσωπο του χρόνου, ένα σημάδι που το τρίβεις όπως τρίβεται ένα άλογο ενώ κοιμάται όρθιο στα τέσσερα πόδια του.