Διάβασα λοιπόν (στα αγγλικά) το «περιβόητο» πρόσφατο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη με τον κρυπτικό τίτλο Ενήλικοι στο δωμάτιο και τον κραυγαλέο υπότιτλο «Η μάχη μου με το βαθύ κατεστημένο της Ευρώπης» και οφείλω να ομολογήσω ότι σε γενικές γραμμές πρόκειται για μάλλον ευχάριστο και αβλαβές θερινό ανάγνωσμα – είχα επιχειρήσει και κατά το παρελθόν να διαβάσω βιβλίο του, αλλά μου είχε φανεί απάλευτο ως περιεχόμενο και, κυρίως, ως ύφος. Ίσως επειδή, παρά τον τίτλο του και παρ' ότι ο συγγραφέας βλέπει τον εαυτό του «ως Μακμπέθ στη χώρα του Οιδίποδα»(!), διακατέχεται κατά τόπους από μια ανήλικη, εφηβική ελαφρότητα στην καταγραφή του χρονικού της περιόδου την οποία αποκαλεί «η άνοιξη της Αθήνας» (κατά το «άνοιξη της Πράγας» – μη βλασφημείτε, μετανοείτε), όταν μαχόταν μόνος εναντίον όλων, αιωρούμενος πάνω από πρόσωπα και περιστάσεις, την ώρα που εμείς ξεροσταλιάζαμε από την αγωνία για την έκβαση των διαπραγματεύσεων σ' εκείνη τη λιτανεία φόβου και παράνοιας των διαδοχικών Eurogroups. Είναι τρελό πόσο μακρινό μοιάζει το 2015, ενώ δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο...
Στον Σόιμπλε μάλιστα επιφυλάσσει προς το τέλος και μια έντονα ψυχοπονιάρικη περιγραφή της τελευταίας τους συνάντησης, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, καταβεβλημένος και ευάλωτος, εμφανίζεται να παραδέχεται στον συγγραφέα ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί για τη χώρα του το επερχόμενο τρίτο (και μακρύτερο) μνημόνιο.
Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα του –ο οποίος, «παρά τη μαζική στήριξη του ελληνικού λαού και την απλή λογική των επιχειρημάτων του, το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει την οργή της πολιτικής, οικονομικής και μιντιακής ελίτ της Ευρώπης»– σε «όσους πρόθυμα επιζητούν τον συμβιβασμό, αλλά θα προτιμούσαν να συντριβούν παρά να καταλήξουν συμβιβασμένοι». Όπως συνεχίζει η εισαγωγή, πρόκειται για την «ιστορία ενός ακαδημαϊκού που έγινε υπουργός για λίγο πριν μεταμορφωθεί σε "whistle-blower" ή για ένα "kiss and tell memoir" στο οποίο πρωταγωνιστούν πανίσχυρες προσωπικότητες όπως η Άνγκελα Μέρκελ, η Κριστίν Λανγκάρντ, ο Μάριο Ντράγκι, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Τζορτζ Όσμπορν, ο Μπαράκ Ομπάμα». Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως η Μέρκελ και ο Ομπάμα, ο επιφανής αυτός θίασος που πλαισιώνει τον πρωταγωνιστή εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της αφήγησης με τα μικρά του ονόματα: η Κριστίν (ατάκα της οποίας έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο), ο Τζορτζ, ο Μάριο, ο Πιερ (Μοσκοβισί), ακόμα και ο Γερούν (Ντάισελμπλουμ) και, ναι, ο Βόλφγκανγκ (Σόιμπλε), εκτός απ' όταν αναφέρεται ως «ο δρ. Σόιμπλε και οι μαζορέτες του από την Ανατολική Ευρώπη» (πετυχημένο αυτό, ομολογουμένως, αν και τα περισσότερα αντίστοιχα καλαμπούρια δεν προσγειώνονται όσο πετυχημένα νομίζει). Στον Σόιμπλε μάλιστα επιφυλάσσει προς το τέλος και μια έντονα ψυχοπονιάρικη περιγραφή της τελευταίας τους συνάντησης, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, καταβεβλημένος και ευάλωτος, εμφανίζεται να παραδέχεται στον συγγραφέα ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί για τη χώρα του το επερχόμενο τρίτο (και μακρύτερο) μνημόνιο.
Όσον αφορά το ελληνικό καστ του δράματος, με προεξάρχοντες φυσικά τον Alexis (για τον οποίο γράφει ότι από την πρώτη τους συνάντηση τον βρήκε «συμπαθή, αλλά λίγο / not what it takes») και τον Euclid (ο οποίος εμφανίζεται και ως φανατικός αναγνώστης της Τζέιν Όστεν ο γλυκός μου), ισχύουν τα ίδια πάνω-κάτω (ακόμα κι ο Στουρνάρας, μέχρι ένα σημείο, είναι Γιάννης), με εξαιρέσεις τον σκιώδη Παππά, τον Σταθάκη (με τον οποίο, πάντως, δηλώνει ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα, αφού υπήρξε εξαρχής απολύτως συνεπής στη θέση του ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι πει η Τρόικα, δεν έχουμε επιλογή), και κυρίως τον «προδότη», «πεμπτοφαλλαγίτη» και «άνθρωπο των θεσμών» Χουλιαράκη. Για τα εξόφθαλμα πουκάμισα δεν γράφει τίποτα, γράφει όμως, απολογούμενος, για εκείνο το μόρτικο δερμάτινο παλτό –με το οποίο είχε εμφανιστεί στις επίσημες συναντήσεις στο Λονδίνο και είχε γίνει χαμός τότε– ότι ανήκε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι (ωραίος) και ότι του το είχε δανείσει επειδή είχε ο ίδιος ξεχάσει τη βαλίτσα του στο ταξί για το αεροδρόμιο στην Αθήνα και βρέθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα Σάββατο βράδυ (το ραντεβού στο Λονδίνο ήταν Δευτέρα πρωί) και ήταν μόνο το Zara ανοιχτό και δεν είχε παλτά και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε ανάρμοστο παλτό και στο να φωτογραφηθεί χωρίς παλτό, τρέμοντας από το κρύο. «Δημιουργική σύγχυση» δηλαδή. Όρος που πρόθυμα καπέλωσε ο Γιάνης στις διαπραγματεύσεις του με το βαθύ ευρωπαϊκό κατεστημένο, παρ' ότι ανήκε στο διπλωματικό οπλοστάσιο του Κίσινγκερ, άλλη μια ατάκα του οποίου μνημονεύει στο βιβλίο, με την οποία ταυτίζεται: «Όταν θέλω να συμβουλευτώ την Ευρώπη, δεν έχω ιδέα με ποιον πρέπει να μιλήσω στο τηλέφωνο». Το μεγάλο του μαράζι είναι ότι από ένα σημείο και μετά η «Ευρώπη» τού συμπεριφερόταν (αυτού του δηλωμένου πανευρωπαϊστή) όχι απλώς σαν να ήταν ανήλικος αλλά σαν να μην υπήρχε καν στο δωμάτιο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του και τα διαρκώς αναθεωρούμενα πλάνα που κατέθετε. Όπως είχε πει όμως και ο Μάικ Τάισον, τη ρήση του οποίου βρίσκει το θάρρος να επικαλεστεί ο Γιάνης στο βιβλίο του, «όλοι έχουν ένα πλάνο μέχρι να φάνε τη γροθιά στο στόμα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια