Γεννήθηκα στην Κορομηλία Δομοκού, στη Λαμία. Χωρίς όνειρα. Είμαι το μεσαίο παιδί μιας τρίτεκνης οικογένειας, δύο αγόρια, ένα κορίτσι. Γεννήθηκα στο σπίτι και το έφερα βαρέως στα παιδικά μου χρόνια. Αισθανόμουν άσχημα γι' αυτό, επειδή τα άλλα παιδιά γεννήθηκαν σε μαιευτήριο κι εμένα η μαμά μου δεν πρόλαβε και γεννήθηκα στο σπίτι, με μαμή. Μεγαλώνοντας το ξεπέρασα.
• Μετακομίσαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 5 χρονών, μείναμε στα Ιλίσια. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια είναι το ταξίδι μου για να έρθω στην Αθήνα – δεν μου άρεσε ποτέ το χωριό και η επαρχία. Θυμάμαι να είμαστε σε ένα μεγάλο φορτηγό, με όλα μας τα πράγματα, και να ερχόμαστε εδώ. Το πρώτο σπίτι όπου μείναμε ήταν ένα υπόγειο, το οποίο μου είχε φανεί παράδεισος. Η Αθήνα ήταν η πόλη των ονείρων μου, και παραμένει. Πέταγα απ' τη χαρά μου.
• Ο μπαμπάς μου είχε τελειώσει το γυμνάσιο, η μαμά μου όχι. Ο μπαμπάς μου έβρισκε διάφορες δουλειές, πάντα του Δημοσίου και καλές, η μαμά μου καθάριζε σκάλες για να μπορεί να μας δώσει αυτά που ήθελε. Μας έδωσαν τα πάντα: καλά σχολεία, σπουδές, χαρά, αγάπη. Μετά μετακομίσαμε, πήγαμε σε ένα σπίτι που ήταν 75 τετραγωνικά και σε όροφο, και μου είχε φανεί παλάτι.
Δεν γίνεται να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί και να αισθάνεσαι άβολα, να σε κάνουν να αισθάνεσαι άσχημα επειδή δεν είσαι γνώστης, πήξαμε στους ξερόλες. Γι' αυτό ήθελα τα παιδιά του μαγαζιού μου να είναι ευγενικά, σωστά ντυμένα, να έχουν σωστό στήσιμο του σώματος, αλλά να είναι και χαλαρά.
• Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια αλλά και πολύ κακή, ανάλογα με τις ορέξεις μου. Ήμουν δύσκολο παιδί, με δύσκολη εφηβεία, λίγο αλητάκι. Πάντα στο πίσω μέρος της ζωής μου, όμως, είχα τη μαμά, η οποία ήταν δίπλα μου και ήξερε τα πάντα για μένα, φύλακας-άγγελος. Ήμουν άριστη μαθήτρια μέχρι την Α' Λυκείου, απουσιολόγος, μετά γκομένιζα, έκανα κοπάνες, τσακώθηκα με έναν καθηγητή και δεν πήγα να δώσω Μαθηματικά. Έτσι, έχασα τη χρονιά.
Άλλαξα σχολείο, ξαναέγινα απουσιολόγος, και μέχρι τη Γ' Λυκείου ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, αλλά στα μέσα της χρονιάς ανακοινώνω στους δικούς μου ότι δεν θέλω να σπουδάσω, ότι δεν με αφορούν καθόλου οι εξετάσεις. Πέρασα ένα πολύ ωραίο καλοκαίρι και στα μισά του χειμώνα η μαμά μου μού λέει: «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, να δώσεις εξετάσεις για μένα». Δεν της χάλαγα ποτέ χατίρι.
Έδωσα και πέρασα Διοίκηση Επιχειρήσεων. Όταν έδινα το τελευταίο μάθημα, η μαμά μου αρρώστησε από καρκίνο και έζησε έναν χρόνο μόνο. Πρόλαβε να με δει φοιτήτρια, είχε μεγάλη χαρά. Έμεινα έναν χρόνο μαζί της, δίπλα της, δεν πήγα ποτέ στη σχολή κι αισθάνομαι ευτυχής που είχα την πολυτέλεια, από πλευράς χρόνου, να περάσουμε αυτό το διάστημα μαζί. Έφυγε τον Ιούνιο.
Στη σχολή πήγα δύο εξάμηνα και την εγκατέλειψα οριστικά. Πήγα σε σχολή δημοσιογραφίας, μετά σε άλλη σχολή δημοσιογραφίας, αλλά δεν έπαιρνα ποτέ πτυχίο. Το μόνο δίπλωμα που πήρα εκείνα τα χρόνια ήταν το δίπλωμα οδήγησης, γιατί μου άρεσε πολύ να οδηγώ. Μηχανή και αυτοκίνητο.
• Ενώ ήμουν στη σχολή δημοσιογραφίας με κάλεσαν στον «Ελεύθερο Τύπο», όπου είχε πάει ένας φίλος, ο Νίκος ο Παναγιωτόπουλος. Γινόταν ένα έντυπο και πρότεινε εμένα. Ήταν η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα τότε, με τον Λευτέρη Κυπραίο, ένα σπουδαίο παιδί που σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Έζησα τον παράδεισο εκεί, γιατί έκανα μόνο πολιτιστικά, δεν βγήκα ποτέ στο ελεύθερο ρεπορτάζ, επειδή με συμπαθούσε αλλά και επειδή έκανα καλή δουλειά. Είχα και συμπαθητική πένα, έτσι έκανα συνεντεύξεις. Κι επειδή ήταν η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα, δεν μου έλεγε κανείς όχι. Αυτό κράτησε ενάμιση χρόνο.
Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο ο Χρήστος Πασαλάρης από την «Απογευματινή» για να κάνω καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Είχε πάει μια συνάδελφος εκεί και του είπε για μένα. Πήγα, αλλά σε μία εβδομάδα άρχισα να ασφυκτιώ κι έκανα κάτι τρομακτικό. Σταμάτησα να πηγαίνω στη δουλειά. Δεν πήρα καν τηλέφωνο. Πέρασε καιρός για να ζητήσω συγγνώμη από τον Πασαλάρη γιατί ήταν σπουδαίος άνθρωπος, πολύ ευγενής, και το έφερα βαρέως.
Μετά, με πολύ μεγάλη επιμονή του μπαμπά μου, που νόμιζε ότι δεν θα προκόψω ποτέ στη ζωή μου, μπήκα στο Δημόσιο. Δύο φορές. Τη μία φορά μπήκα στο ΝΙΜΤΣ, όπου ήταν και τα δύο αδέρφια μου και ο πατέρας μου. Άντεξα πέντε μήνες. Μετά βρέθηκα στον Δήμο Ζωγράφου από μια αγγελία. Μου έκαναν πρόσληψη αορίστου χρόνου και άντεξα τρεις μήνες. Μετά έγινα ιδιωτική υπάλληλος στην Express Service για τέσσερα χρόνια.
Δεν είχα ξαναμείνει σε δουλειά τόσο. Υπήρξα πολύ ερωτευμένη εκείνη την περίοδο της ζωής μου και αυτός ήταν ο λόγος που δεν άλλαξα δουλειά. Μετά, όταν η σχέση έγινε πραγματικότητα και ήμασταν μαζί και ζούσαμε μαζί, πήρα τον δρόμο μου. Είχα καταφέρει να έχω ένα εισόδημα για έναν χρόνο και ήμουν πολύ ευτυχής, αλλά με γέμιζε ενοχές ο περίγυρος, γιατί όλοι δούλευαν και έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω. Δεν ήμουν και πλούσια.
Ξύπνησα ένα πρωί και αναρωτήθηκα: «Με τι θα είμαι ευτυχής; Τι με κάνει καλά; Ο κόσμος. Άρα, πωλήσεις». Πήγα και γράφτηκα στο Ταμείο Ανεργίας, απ' όπου σε έστελναν σε δουλειές και ανανέωνες την κάρτα κάθε μήνα. Ένα πρωί που έχω πάει στο ταμείο, ακούω έναν κύριο να ζητάει προσωπικό στις πωλήσεις για παιδικές βιντεοκασέτες. Πάω δίπλα του και του λέω «εγώ». Μου λέει «το έχεις ξανακάνει;». Του λέω «βεβαίως, τρία χρόνια». Δεν το είχα ξανακάνει ποτέ.
Την άλλη μέρα πήγα στο μαγαζί, το οποίο ήταν μικρό, άθλιο, σκοτεινό. Στο ισόγειο έφτιαχνε κορνίζες και στον πάνω όροφο είχε μια εταιρεία που έκανε διανομή βιντεοκασετών για παιδιά και ήθελε να στήσει ένα τμήμα πωλήσεων. Του δίνω το βιογραφικό, ενθουσιάζεται, μου δίνει ένα αυτοκίνητο οχτώ μέτρα και ξεκινάω χωρίς να ξέρω τίποτα από πωλήσεις. Αυτός δεν ήξερε και πολλά, με πήρε με ποσοστά και μέσα σε δύο μήνες άρχισα να βγάζω πολλά λεφτά, πραγματικά πολλά. Πήρα σβάρνα τα σούπερ-μάρκετ και την επαρχία –είχα ταλέντο σε αυτό– και γέμισα τον κόσμο παιδικές βιντεοκασέτες.
• Στον Μπουτάρη βρέθηκα από δύο φίλους που ζήτησαν τη βοήθειά μου σε μια διαφημιστική καμπάνια που έκαναν για την εταιρεία. Η διευθύντρια του Μπουτάρη μου έκανε πρόταση να μείνω. Μίλησα με τη Μαρίνα Μπουτάρη και ήμουν η πρώτη της πρόσληψη. Έτσι, άφησα μια δουλειά που μου απέφερε πολλά λεφτά για να πάω σε μια μεγαλύτερη εταιρεία που αισθανόμουν ότι θα μου έδινε πράγματα σχετικά με αυτό που αγαπάω.
Έκανα καλά, γιατί εκεί γνώρισα το κρασί. Το ερωτεύτηκα και πολύ γρήγορα έφυγα από το κομμάτι που λέγεται «πωλήσεις» για να πάω στο κομμάτι που λέγεται «πρεστίζ». Ξεκίνησα τις σχολές, να κάνω γευστικά ταξίδια στην Ελλάδα και έξω, κι εκεί άρχισαν να ωριμάζουν διάφορα πράγματα μέσα μου.
• Έτσι, αποφασίζω να κάνω τη δεύτερη αγάπη μου πραγματικότητα, την εκπαίδευση σκύλων. Προσπαθώντας να μάθω έναν τρόπο για να «μιλάω» με τον σκύλο μου, απευθύνθηκα σε διάφορους εκπαιδευτές. Έρχεται ο πρώτος και μου λέει: «Όταν έρχεται στην αγκαλιά σου, να σηκώνεις το πόδι σου και να το χτυπάς, να το σπρώχνεις πίσω». Σκεφτόμουν: «Θα το έκανα αυτό στο παιδί μου; Όχι. Άρα ούτε και στο σκυλί».
Ήρθαν και διάφοροι άλλοι άνθρωποι και μέσα σε όλα αυτά ανακάλυψα τη θετική εκπαίδευση και τη σπούδασα. Την ερωτεύτηκα. Άρχισα να επικοινωνώ με το σκυλί μου, γιατί άρχισα να το καταλαβαίνω, είδα τι μαγεία είναι αυτό που λέγεται «θετική εκπαίδευση στα ζώα». Ήταν το πρώτο μου πτυχίο. Μετά πήρα και ένα στα κρασιά.
Έτσι, βρέθηκα πέντε μέρες την εβδομάδα να δουλεύω στο κομμάτι του κρασιού και δύο μέρες στο κομμάτι της εκπαίδευσης. Χάρη στο τελευταίο, δε, είχα καταφέρει να μπω σε μερικές πολύ καλές οικογένειες, έτσι έπαιρνα πάρα πολύ καλά λεφτά – τις οικογένειες που υιοθέτησαν αδέσποτα τις χρέωνα πέντε ευρώ.
• Άρχισα να πηγαίνω ταξίδια στο εξωτερικό για να φάω και να πιω κρασιά σε συγκεκριμένα μαγαζιά που άκουγα, που μάθαινα γι' αυτά. Κι έτσι άρχισε να γεννιέται στο μυαλό μου η ιδέα του By the Glass.
Έβλεπα έξω τα μπιστρό, τα φαγητά, ωραία, cosy, με ωραίες μουσικές, και συγχρόνως καταλάβαινα ότι εδώ τα μπαρ είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κρασιού και να χάνει το «σκληρό» ποτό.
Ήταν μια στιγμή που ο κόσμος μάλλον ήταν πιο έτοιμος να υποδεχτεί το κρασί όχι με τους όρους που θα έπρεπε και υπάρχουν στο εξωτερικό. Έξω έχουν μια κουλτούρα εκατό χρόνων, εδώ όχι. Με έναν φίλο είπαμε ότι θα το κάνουμε, αρχίσαμε να ψάχνουμε, συναντήσαμε αυτό το σημείο και... το ερωτεύτηκα.
• Στη ζωή μου πάντα δούλευα με έρωτες. Η δουλειά μου ήταν έρωτας, τα σκυλιά μου, το μέρος όπου είναι το By the Glass... Το 2012, που το ανοίξαμε, το κέντρο καιγόταν. Υπήρχε η απειλή να πάμε στη δραχμή. Πριν υπογράψω το συμβόλαιο, είχα πέσει σε κατάθλιψη για 12 μέρες. Έβλεπα τις ειδήσεις που παρουσίαζαν την καταστροφή, σηκώθηκα από τον καναπέ, την έκλεισα και είπα «εγώ θα κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου».
Και μπορεί να έχω τρίψει, να έχω βάψει, να έχω ρίξει πολλή προσωπική δουλειά για να γλιτώσω μεροκάματα, να έχω ξενυχτήσει, αλλά αυτό το μαγαζί το αγαπάω, γιατί έκανε τα όνειρά μου πραγματικότητα. Και είμαι ευτυχισμένη, γιατί αυτό που είδα εγώ και το ερωτεύτηκα το είδαν και το ερωτεύτηκαν και πολλοί Αθηναίοι.
• Το By the Glass ήταν το πρώτο μαγαζί που πήρε άδεια εστιατορίου και έγινε wine bistrot. Όταν άνοιξα το μαγαζί, ο κόσμος δεν ήξερε και πολλά για το κρασί, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να ξέρει. Ο κόσμος θέλει τον χρόνο του για να μάθει. Θα μάθει σιγά-σιγά, στον βαθμό που αντέχει και θέλει. Γιατί θα μπορούσε κάποιος να έρθει απλά για να πιει ένα πολύ ωραίο κρασί και να φάει ένα πολύ ωραίο πιάτο.
Το μόνο που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να τον φιλοξενήσουμε σωστά, αυτό είναι το πιο βασικό, να τον καλωσορίσουμε και να τον βοηθήσουμε να περάσει καλά την ώρα που πίνει και τρώει. Η αλήθεια είναι ότι όσο υπάρχουν αυτά τα μαγαζιά –γι' αυτό χαίρομαι όταν ανοίγουν άλλοι συνάδελφοι–, προφανώς αποκτάς και γνώση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε το κρασί μέχρι να ανοίξουν τα wine bars, τα wine bistrots, ήταν ότι υπήρχε μια δηθενιά. Πήγαινα να φάω και μου ερχόταν να τους χτυπήσω και να τους πω «ρε παιδιά, κρασί είναι και φαγητό, δεν έχετε το φάρμακο για τον καρκίνο».
Δεν γίνεται να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί και να αισθάνεσαι άβολα, να σε κάνουν να αισθάνεσαι άσχημα επειδή δεν είσαι γνώστης, πήξαμε στους ξερόλες. Γι' αυτό ήθελα τα παιδιά του μαγαζιού μου να είναι ευγενικά, σωστά ντυμένα, να έχουν σωστό στήσιμο του σώματος, αλλά να είναι και χαλαρά. Θέλαμε μια κανονικότητα, και να σου πω και κάτι; Στη σχολή είχα ακούσει να λέει ο Λαζαράκης «στο κρασί, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Ακόμα και αν θέλεις να σε συμβουλεύσω, θα το κάνω επειδή το θέλεις εσύ. Μπορείς να φας ψάρι με ξινόμαυρο και να συνοδεύσεις το κρασί σου με πάγο, γιατί όχι;
Δεν θα ξεχάσω ότι κι εγώ είχα κινδυνεύσει να πέσω στην ίδια παγίδα όταν ξεκινούσα, μόλις είχα ανοίξει το μαγαζί. Μου ζήτησαν κάποιες κυρίες να βάλω στο ακριβό κρασί που έπιναν πάγο και πήγα να στραβώσω. Μία από αυτές, που ήταν γάτα, βλέπει το ξινισμένο ύφος μου και μου λέει: «Δεν θα έπρεπε να βάλουμε πάγο, αλλά για να πιω το κρασί, επειδή έχει μεγάλη οξύτητα κι έχω πρόβλημα με το στομάχι μου, πρέπει να βάλω πάγο να το αραιώσω». Της ζήτησα συγγνώμη και όταν πήγα στο σπίτι μου είπα ότι δεν θα το ξανάκανα αυτό. Και το είπα και στα παιδιά.
Τα wine bars έκαναν τους ανθρώπους που δεν ξέρουν να μπουν στο μαγαζί και να αισθανθούν άνετα. Το κομμάτι των ανθρώπων που ξέρει δεν είναι μεγάλο, και δεν θα έπρεπε να είναι. Οι υπόλοιπες χώρες έχουν το κρασί στην καθημερινότητά τους, έχουν εμπειρία χρόνων, εμείς πίνουμε ακόμη κρασί χύμα. Το καλύτερο χύμα είναι το χειρότερο εμφιαλωμένο. Δεν πίνω χύμα από άποψη. Μπορεί να μην έχει ακόμα δημιουργηθεί η συνθήκη, αλλά γίνεται δουλειά. Το κρασί είναι παρέα, είναι έρωτας, είναι συντροφιά, είναι κουβέντες, είναι μουσική, έχει έναν πλουτισμό, δεν είναι όπως το «σκληρό» ποτό, που έχει κάτι το μοναχικό.
• Ξεκινήσαμε σχεδόν μόνο με ελληνικά κρασιά για δύο λόγους: ένας είναι ότι δούλεψα στον ελληνικό αμπελώνα και τον αγαπώ και δεύτερον επειδή θεώρησα ότι τη δεδομένη στιγμή θα ήταν πάρα πολύ σημαντικό να βοηθήσω το κομμάτι του ελληνικού κρασιού. Κι έχουν κάνει μεγάλα βήματα τα ελληνικά κρασιά, τεράστια. Υπάρχουν ζώνες που βγάζουν σπουδαία κρασιά: η Σαντορίνη, η Τήνος, η Νεμέα, ξινόμαυρο πάνω βόρεια... Τώρα, πια, έχουμε και ένα 20-30% από ξένο αμπελώνα που είναι σπουδαία κρασιά, όχι απαραίτητα πολύ ακριβά.
• Η συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας θα πας να πιεις το κρασί ορίζει και την τιμή. Αλλιώς, το έκλεισες το μαγαζί. Υπάρχουν ποτήρια φτηνά που έχουν χοντρό στόμιο και ποτήρια που στοιχίζουν έξι φορές πιο πολύ, που είναι λεπτά. Δεν είναι το ίδιο όταν πίνεις το κρασί στο καθένα. Το χοντρό αρνούμαι να το πάρω, γιατί αρνούμαι και η ίδια να πιω κρασί σε αυτό.
Η περιοχή, το ενοίκιο, το πόσο προσωπικό έχεις, οι αποδείξεις που κόβεις και τα έξοδα που κάνεις, αν έχεις DJ, αν κάνεις live, όλα αυτά παίζουν ρόλο. Υπάρχουν όμως φιάλες που κοστίζουν 22 ευρώ για δύο άτομα μαζί με τα συνοδευτικά που δεν τα πληρώνεις, έτσι με 11 ευρώ μπορείς να περάσεις όλο το βράδυ. Αν θέλεις να πάρεις ακριβά ποτήρια και να διαθέσεις πιο πολλά λεφτά, μπορείς. Ευτυχώς, το κάνει αρκετός κόσμος, γιατί μόνο με μια φιάλη ανά δύο άτομα δεν θα έβγαιναν τα έξοδα για το μαγαζί.
Η ζωή με έχει μάθει να είμαι ο εαυτός μου και να κυνηγάω το όνειρό μου με τους όρους μου και τις συνθήκες μου. Δεν διαπραγματεύομαι τη ζωή μου για κανέναν. Είναι δική μου και είναι αυτή. Και δεν χρειάστηκε και ποτέ. Όσο δύσκολο και να ήταν, οι άνθρωποι τελικά είναι μαζί μου γι' αυτό που είμαι, ως όλον.
• Ο γιος μου μού άλλαξε τη ζωή. Η ζωή μου χωρίζεται σε προ Αμπάτ και μετά Αμπάτ, όπως λέμε προ και μετά Χριστόν. Την υιοθεσία ενός παιδιού τη σκεφτόμουν πάρα πολλά χρόνια, αν και ήταν ξεκάθαρο από νωρίς ότι θα έχω μονογονεϊκή οικογένεια. Άρχισα να το ψάχνω γύρω στα 35 και δεν έβγαζα άκρη. Μου ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελα κάτι νόμιμο και στην Ελλάδα δεν γινόταν, έτσι, όταν έμαθα ότι μπορώ να υιοθετήσω παιδάκι από την Αιθιοπία, τρελάθηκα από τη χαρά μου.
• Μου πήρε τρεις μήνες να γράψω το γράμμα που χρειάζεται για την πρεσβεία, όπου εξηγείς γιατί θέλεις ένα παιδάκι από κει. Είναι τυπικό, αλλά εμένα μου πήρε τρεις μήνες, γιατί αισθανόμουν ότι έτσι συστήνομαι στο παιδί μου. Δεν με ένοιαζε ούτε ηλικία ούτε φύλο, και στις 22 Νοεμβρίου, ξημερώματα, την ημέρα που το μαγαζί μου έκλεινε 4 χρόνια, έλαβα ένα μέιλ από την Αιθιοπία που έλεγε ότι υπάρχει ένα αγοράκι 4 χρονών και αν με ενδιαφέρει μπορώ να το υιοθετήσω. Απάντησα «ναι» και σε μία εβδομάδα ταξίδεψα μέχρι εκεί, τον γνώρισα, πήγα 4 φορές και φέτος τον Φεβρουάριο ήρθε στο σπίτι μας.
• Δεν πρέπει να αδικούμε τους ανθρώπους. Ένα μεγάλο κομμάτι των συγγενών μου είναι από χωριό και είχα πάντα στο μυαλό μου ότι «σοκολατένιο» παιδάκι, μόνη μου, θα τους φαινόταν κάπως. Πρόσφατα, που παντρεύτηκε η κόρη του αδερφού μου, περάσαμε τρεις μέρες με πολλούς συγγενείς και ήταν σπουδαίοι. Το βράδυ του γάμου, στο γλέντι, τρία πρόσωπα ήταν στο επίκεντρο, τα παιδιά που παντρεύονταν και ο μικρός μου. Γνώρισε όλους τους συγγενείς, τα ξαδέρφια του, τους θείους του. Δεν είχε κανένας πρόβλημα, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ανοιχτοί απ' ό,τι πιστεύουμε, πιο επιεικείς. Όλοι οι άνθρωποι αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι η αγάπη.
Τώρα θα πάμε μαζί στα μέρη όπου γεννήθηκα και δεν τα άντεχα, αλλά μέσα από τη ματιά του γιου μου μαλάκωσα. Θα τον πάω να γνωρίσει το σπίτι μου, τους συγγενείς μου, να έχει ρίζες και ό,τι θέλει ας τις κάνει. Είναι η οικογένειά του.
Τον γιο μου τον «κοροϊδεύω» μόνη μου, τον λέω «μαύρη θύελλα», «κοντό και μαύρο», «μαύρη αστραπή». Είναι λέξεις που ακούει συνέχεια. Αν τις λέξεις τις χρησιμοποιείς, δεν έχουν καμία δύναμη πάνω σου. Ακόμη και να βρεθεί ο βλάκας που θα τον πει «μαύρο», όταν το έχει ακούσει ένα εκατομμύριο φορές από τη μάνα του, θα γελάσει με αυτό. Άρα δεν θα έχει καμία δύναμη πάνω του. Αυτό το παιδί θα έχει πάντα πολλή αγάπη κι ελπίζω ότι θα το κάνω τόσο δυνατό και ελεύθερο που λίγο θα τον αφορά αυτό. Οι βλάκες θα βρίσκονται πάντα. Γιατί, εμείς δεν υποστήκαμε bullying για κάποιο λόγο;
Η ζωή με έχει μάθει να είμαι ο εαυτός μου και να κυνηγάω το όνειρό μου με τους όρους μου και τις συνθήκες μου. Δεν διαπραγματεύομαι τη ζωή μου για κανέναν. Είναι δική μου και είναι αυτή. Και δεν χρειάστηκε και ποτέ. Όσο δύσκολο και να ήταν, οι άνθρωποι τελικά είναι μαζί μου γι' αυτό που είμαι, ως όλον.
Ιnfo
By the Glass
Γεωργίου Σουρή 3 & Φιλελλήνων (Στοά Ράλλη)
σχόλια