Γεννήθηκα στη Μήλο, στα μέσα της δεκαετίας του '60, και τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα εκεί. Μετά χώρισαν οι γονείς μου και ήρθαμε με τη μητέρα μου στην Αθήνα.
Μέχρι τα 10 έζησα σε μια άστατη οικογενειακή κατάσταση, αισθανόμουν σαν μια βαλίτσα που πηγαινοερχόταν από σπίτι σε σπίτι, γιατί οι γονείς μου τα έβρισκαν και ξαναχώριζαν, οπότε πήγαμε για λίγο και στην Άνδρο.
Ήταν δύσκολα χρόνια αυτά, η μητέρα μου έκανε διάφορες δουλειές για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ήταν μια θαρραλέα γυναίκα εκείνη την εποχή, αφού αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κακοποίηση και να φύγει, αλλά επειδή έκανε προσπάθειες να είναι ξανά με τον πατέρα μου, τα πιο πολλά χρόνια αλλάζαμε συνεχώς σπίτια, πόλεις, νησιά.
• Είχα μια δύσκολη παιδική ηλικία, αλλά υπήρξαν και ωραίες στιγμές. Η πιο έντονη ανάμνηση που έχω ως παιδί είναι μια ευτυχισμένη στιγμή στην Άνδρο, μ' εμένα να τρέχω ανέμελος στον ήλιο, ανάμεσα στα ζουμπούλια, και στο βάθος η θάλασσα.
Είχα μια πολύ έντονη αίσθηση χαράς και ελευθερίας, έτσι, η αύρα της θάλασσας και ο ήλιος επανέρχονται στη μνήμη μου κάθε φορά που μυρίζω ζουμπούλια.
Μια άλλη ωραία παιδική ανάμνηση είναι το θυρωρείο που είχε η θεία μου σε μία από τις μοντέρνες πολυκατοικίες που χτίστηκαν τη δεκαετία του '60 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πολύ in περιοχή εκείνη την περίοδο. Ήταν το καταφύγιο της μητέρας μου, ένα υπόγειο με ένα δωμάτιο όλο κι όλο, με το μπάνιο έξω και μια μικρή κουζίνα.
Η θεία μου είχε δύο κόρες, αλλά χωράγαμε κι εμείς και όποιος ερχόταν και ήθελε βοήθεια ή ήθελε να φάει. Θυμάμαι έντονα να βάζω τα αμύγδαλα στη βασιλόπιτα, γιατί ήμουν ο πιο μικρός, σχηματίζοντας το «1970»...
Αν μιλήσουμε για στατιστικά, είμαι στο 3% που καταφέρνει να ξεμπλέξει. Είμαι 26 χρόνια καθαρός, πηγαίνω σε μια ομάδα τα τελευταία 26 χρόνια και σαφώς αισθάνομαι ευγνωμοσύνη –όχι τύχη– που είμαι σε αυτό το μικρό ποσοστό.
• Ως παιδί έβλεπα τις ενωμένες οικογένειες και ήθελα η μητέρα μου να βρει κάποιον και να γίνουμε πάλι οικογένεια. Αυτό ονειρευόμουν ως παιδί, να σταματήσει να δουλεύει, να σταματήσει να είναι στενοχωρημένη. Κι αυτό έγινε, βρέθηκε ο πατριός μου, με τον οποίο είναι μέχρι σήμερα μαζί, σαράντα πέντε χρόνια.
Μια μέρα με πήγε η μητέρα μου στη Σόνια, το ζαχαροπλαστείο, για να κάνουμε την πρώτη γνωριμία, και στο εξής με αντιμετώπισε σαν ενήλικα. Καθίσαμε οι δυο μας και μου είπε: «Αυτός ο κύριος θέλει να με παντρευτεί, τι λες;». Της είπα «ναι», γιατί ήθελα να είναι ευτυχισμένη και να έχω κι εγώ μια κανονική οικογένεια.
• Είμαι ένας άνθρωπος με εμμονές, με τη μόδα, με τις γυναίκες, με τον κινηματογράφο. Παρατηρούσα από παιδάκι τις γυναίκες, έβλεπα τις φίλες της μητέρας μου που έρχονταν να παίξουν κουμκάν και τις γυναίκες απ' όλους τους ορόφους που μαζεύονταν στο θυρωρείο της θείας μου και πρόσεχα τι φορούσαν.
Έχω έντονη ανάμνηση από μια ταινία του νεορεαλισμού, όπου η πρωταγωνίστρια έπλενε πιάτα και τα έσπαγε – θυμόμουν ακριβώς τι φόραγε. Πενήντα χρόνια μετά, είδα ξανά το έργο τυχαία και αυτή η γυναίκα ήταν η Σοφία Λόρεν.
Στο σχολείο ντυνόμουν διαφορετικά από τα άλλα παιδιά, όλο το χαρτζιλίκι μου το έδινα για να αγοράζω ρούχα και όχι «Μίκυ Μάους».
Στην ηλικία των 14, που άρχισα να βγαίνω στα κλαμπ, έντυνα τις φίλες μου με τα ρούχα της μητέρας μου – της είχα σκίσει το νυφικό και το είχα κάνει μίνι.
Πηγαίναμε στα κλαμπ και κάναμε φωτογραφίσεις στην ταράτσα με ό,τι βλέπαμε τότε στα περιοδικά. Σε ένα πάρτι του σχολείου είχα ντυθεί «μαριχουάνα στοπ», το έπαιζα μοντέλο και ήξερα πως, ό,τι και να γινόταν, θα ασχολιόμουν με τη μόδα.
• Στα 15 μου απάντησα σε μια αγγελία του Rodolfo Valentino «ζητούνται άτομα για το εργαστήριο» και πήγα για δουλειά.
Ξύπναγα στις 5 το πρωί, γιατί πιάναμε δουλειά στις 6, αλλά πήγαινα ντυμένος για βράδυ, με σατέν πουκάμισα, για να κάνω κουμπότρυπες.
Μία εβδομάδα μετά, ο Μπάμπης ο Ξυράφης, επειδή έβλεπε πώς ντυνόμουν, μου είπε: «Εσύ, παιδί μου, είσαι για να κατέβεις στο μαγαζί». Τον κόσμο τον κέρδιζα πάντα με την εμφάνιση. Και με κατέβασε στο μαγαζί, όπου έγινα καταπληκτικός πωλητής.
Μετά, μια μέρα που κοίταζα τη βιτρίνα του Παρθένη, με είδε και μου είπε: «Έλα μέσα εσύ, τι κάνεις, θέλεις να δουλέψεις εδώ;». Έτσι άρχισα να δουλεύω τα καλοκαίρια στον Παρθένη.
• Όταν ήμουν 16, έκανα την πρώτη μου φωτογράφιση. Η Κατερίνα Τερζοπούλου, γυναίκα του Χρήστου Τερζόπουλου, που ήταν τότε στυλίστρια, είχε αναλάβει να κάνει μια φωτογράφιση στον Εθνικό Κήπο, αλλά κάτι της συνέβη και δεν μπορούσε να πάει.
Μου λέει ο Παρθένης: «Πάρε τα ρούχα και πήγαινε, ξέρεις εσύ». Η Κατερίνα είχε μαζέψει ρούχα τότε από την αγορά: Montana, YSL, στα late '70s υπήρχε ένα booming με ξένους οίκους...
Αισθάνθηκα ότι το έκανα αυτό από πάντα. Και από τα 16 μέχρι τα 21 πήγα από τον Παρθένη στον Billy Bo. Έζησα την ωραία εποχή του Billy Bo, αρχές των '80s, όταν έφερνε τα τοπ μόντελ στην Αθήνα και έκανε τα μεγάλα σόου στη Μεγάλη Βρετανία.
Έκανα τις φωτογραφίσεις, έκανα τις βιτρίνες, πούλαγα τα ρούχα, ήμουνα backstage, ήμουν πίσω από το ατελιέ, και η Λάουρα ντε Νίγκρις, που είχε έρθει τότε να αναβιώσει τη «Γυναίκα» και παντρεύτηκε τον Άρη Τερζόπουλο, ένα βράδυ σε ένα κλαμπ μου είπε «εσύ πρέπει να γίνεις στυλίστας».
Κι έτσι έπιασα δουλειά στο περιοδικό «Γυναίκα» και έγινα ο πρώτος άντρας στυλίστας – δεν υπήρχε ο όρος «στυλίστας» τότε, κάναμε «επιμέλεια ρεπορτάζ».
• Η πρώτη μου δουλειά ήταν με την Έλενα Κουντουρά – μόλις είχε βγει, ήταν η δεύτερη φωτογράφισή της. Την κάναμε Όντρεϊ Χέπμπορν και μας ρώταγε «μα, θα με βγάλετε έτσι άσχημη;».
Ο Δημήτρης ο Ζοντός, που ήταν πολύ καλός μακιγιέρ της εποχής της, της είπε: «Τι λες, χρυσό μου, αυτή ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου και έχεις την τύχη να είσαι ίδια!».
Και όντως, με αυτές τις φωτογραφίες η Έλενα πήγε στο Παρίσι και μετά την έκαναν όλοι Όντρεϊ Χέπμπορν. Έκανε τεράστια καριέρα.
• Τα '80s ήταν μια πολύ άγρια εποχή και έζησα την αγριάδα τους σε όλο της το μεγαλείο. Σε ένα ΚΛΙΚ του 1987 είχε γίνει μια φωτογράφιση σαν ρεπορτάζ από εφημερίδα κι εγώ πόζαρα ως θύμα αυτοκτονίας, έχοντας πέσει από ψηλά.
Έναν χρόνο μετά, το 1988, πήδηξα στο κενό και υπάρχει και άλλη μία φωτογραφία από τις εφημερίδες της εποχής, ίδια, αλλά πραγματική. Πρέπει να προσέχεις πώς φωτογραφίζεσαι.
Σήμερα τα βλέπω αυτά σαν να έχουν συμβεί σε κάποιον άλλον, γιατί είμαι κάποιος άλλος, έχω σταματήσει να κάνω χρήση από το 1992.
• Άρχισα να κάνω χρήση στα 15, με ελαφριά ναρκωτικά, και σιγά-σιγά, στα '80s, κάποια στιγμή εξελίχθηκε αυτό. Ήταν μια σκληρή, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος, γιατί η μόδα μπήκε για τα καλά στη ζωή μου.
Άρχισα να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο και κυρίως στο Παρίσι, δύο φορές τον χρόνο, που πήγαινα για τα shows.
H μόδα και η αγάπη μου γι' αυτήν σε βαθμό τρέλας με κράτησαν κι έτσι δεν έφτασα να σέρνομαι στην Ομόνοια, να είμαι στον δρόμο.
Έπρεπε να σηκώνομαι το πρωί και να κάνω αυτό που αγαπούσα, αλλά και για να βγάζω χρήματα και να μπορώ να πίνω. Ντυνόμουν στην τρίχα, με ακριβά μανικετόκουμπα, αλλά από κάτω το χέρι ήταν τρυπημένο με λίγο αίμα στο πουκάμισο.
Το «sex and drugs and rock 'n' roll» το βίωσα σε όλο του το μεγαλείο. Τα '80s το είχαν αυτό, πολλή μόδα, ηρωίνη κρυμμένη στα φορέματα (την έραβα στα στριφώματα και μέσα στα καπέλα) και το επικίνδυνο τοπίο των ναρκωτικών που ζούσα κυριολεκτικά μέσα του.
• Όταν με έπιασαν, ήταν η πιο άσχημη περίοδος της ζωής μου. Τότε ο νόμος περί ναρκωτικών δεν περιλάμβανε τη λέξη «χρήστης», έμπαινες κατευθείαν φυλακή. Κι όταν με έπιασαν την πρώτη φορά, Τσικνοπέμπτη, όταν βρέθηκα στην Ασφάλεια δεν καταλάβαινα, νόμιζα ότι θα με αφήσουν το βράδυ να πάω στο πάρτι μόδας στη Βουκουρεστίου.
Με κράτησαν όμως μέσα και τη Δευτέρα ζήτησα από τη μητέρα μου να μου φέρει ρούχα, το κοστούμι και το παλτό μου – έτσι βγήκε και ο τίτλος Το παλτό μου, μαμά στο βιβλίο, από τη σκηνή αυτή στο δικαστήριο.
Νόμιζα ότι αν με έβλεπαν ντυμένο πολύ καλά θα με άφηναν ελεύθερο, αλλά έγινε το αντίθετο. Διέταξαν προφυλάκιση για χρήση, σύσταση συμμορίας και διάφορα.
Εγώ αυτό δεν μπορούσα ούτε να το δεχτώ ούτε να το αντέξω, έτσι πήδησα στο κενό. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς έφυγα στο κενό.
Δεν ξέρω πώς το αποφάσισα, γιατί από τη στιγμή που θα πέσεις στο κενό, τελείωσες, δεν μπορείς να κάνεις πίσω.
• Είχα κάνει διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας από παιδάκι, γιατί δεν ένιωθα καλά με τον εαυτό μου – νομίζω ότι κανένας που έχει κάνει χρήση ναρκωτικών δεν νιώθει άνετα στο πετσί του. Από παιδί ένιωθα ότι δεν ήμουν ευχαριστημένος με αυτό που ήμουν, αισθανόμουν άσχημος, ντροπή, είχα φόβους, άγχη.
Από τα 15 μέχρι τα 29, που σταμάτησα, παρόλο που όλοι βλέπουν μια πορεία λαμπερή και αναρωτιούνται γιατί το έκανα, εγώ ήμουν στη μαυρίλα.
Ό,τι και να γινόταν on the sight μου έδινε κάποια ικανοποίηση, αλλά η ικανοποίησή μου ήταν για να καλύψω τον πόνο του ναρκομανούς, που δεν εξηγείται. Γιατί είναι μια ασθένεια.
Έπρεπε να πιω για να σταματήσω να πονάω μέσα μου. Είχα πιάσει έντονο συναισθηματικό πάτο. Επειδή πάντα δούλευα, είχα χρήματα, ήμουν πετυχημένος και οι εργοδότες μου κάπως με συγχωρούσαν λόγω του ταλέντου και της τρέλας μου.
Στον χώρο μας και στων καλλιτεχνών, αν γίνεται η δουλειά, σε συγχωρούν. Έτσι με συγχωρούσαν κι εμένα ο Τερζόπουλος και ο Λυμπέρης, παρόλο που αυτοκαταστρεφόμουν. Μου έδιναν συνεχώς ευκαιρίες και προσπαθούσαν κι αυτοί να με βοηθήσουν.
Από το '88 μέχρι το '92 ήταν πολύ δύσκολη περίοδος, γιατί κάθε μέρα έλεγα «αύριο θα το κόψω» κι αυτό ήταν χειρότερο, αφού ήμουν σε μια μόνιμη «χαρμάνα» αυτά τα τέσσερα χρόνια.
Πριν φτάσω στις ομάδες που κατάφεραν να με βοηθήσουν, έψαχνα να βρω ένα όπλο, να το βάλω στο στόμα μου και να πατήσω τη σκανδάλη, να τελειώνει το μαρτύριό μου.
• Αν μιλήσουμε για στατιστικά, είμαι στο 3% που καταφέρνει να ξεμπλέξει. Είμαι 26 χρόνια καθαρός, πηγαίνω σε μια ομάδα τα τελευταία 26 χρόνια και σαφώς αισθάνομαι ευγνωμοσύνη –όχι τύχη– που είμαι σε αυτό το μικρό ποσοστό.
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι παρέες έκαναν τη ζημιά. Αυτός που θέλει θα βρει να πιει, δεν φταίει ο φίλος.
Οι φίλοι μου ήταν δύο ειδών, αυτοί που πίναμε μαζί και οι φίλοι που με έβλεπαν να καταστρέφομαι και ήθελαν να με βοηθήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα.
Σήμερα λέω σε φίλους, σε γονείς, σε συγγενείς αλκοολικών «παιδιά, το μόνο που μπορείτε να κάνετε, αν είστε πολύ κοντά στον ασθενή, είναι να πάτε κι εσείς σε μια ομάδα αυτοβοήθειας συγγενών για να μάθετε πώς να συμπεριφέρεστε στον χρήστη. Να μην κάνετε λάθος χειρισμούς».
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από αυτή την εμπειρία είναι ότι με κάποιον τρόπο μπορώ να κάνω τη διαφορά στη ζωή κάποιου ανθρώπου.
Τη μόδα και όλο αυτό που γίνεται μέχρι τις 5-6 στη δουλειά μου το κάνω με πολύ μεγάλη αγάπη, χαίρομαι όταν έχω επιτυχία, το κάνω με αφοσίωση, αλλά πραγματικά γεμίζω από τις 6 και μετά, όταν ασχολούμαι με το δεύτερο κομμάτι, που είναι να μεταδίδω την εμπειρία μου σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη.
Ήταν ένα μεγάλο δώρο το ότι έχω αναρρώσει σήμερα κι αυτό δεν το θεωρώ δεδομένο. Γι' αυτό νιώθω ευγνώμων και προσπαθώ να δίνω πίσω κομμάτι από το καλό που μου έχει προσφερθεί τόσο απλόχερα.
• Δεν θεωρώ ότι είμαι καλλιτέχνης, γιατί η μόδα δεν είναι τέχνη. Η τέχνη είναι κάτι πιο μεγάλο, πιο ευγενές. Η μόδα είναι μια κατάσταση που περιλαμβάνει το μάρκετινγκ, τις δημόσιες σχέσεις, την εικόνα, την κίνηση της αγοράς.
Είναι απαραίτητη η μόδα, γιατί κάνει τη ζωή μας όμορφη και είναι πυρήνας στην οικονομία. Αν οι γυναίκες σταματούσαν για τρεις μέρες να ασχολούνται με τη μόδα, δηλαδή δεν αγόραζαν ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, θα κατέρρεε η παγκόσμια οικονομία.
• Δεν θέλω να είμαι στη μόδα, καθόλου, γιατί αυτό σημαίνει ότι την επόμενη στιγμή δεν θα είμαι. Η μόδα αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα, το στυλ παραμένει. Και δεν κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό που συμβαίνει και στη μουσική.
Η Amy Winehouse αναβίωσε έναν παλιό ήχο των '60s, το στυλ, τα εκσυγχρόνισε, και ήταν συγκλονιστική. Πολλοί μου λένε ότι είμαι παλιακός και διάφορα άλλα, όμως οι δεκαετίες του '50 και του '60 ήταν οι πιο κομψές για τη γυναίκα.
• Η Αθηναία παλιότερα ήξερε να ντυθεί. Μην ξεχνάμε ότι όταν ήρθε η Τζάκι Ωνάση, η πιο κομψή γυναίκα του κόσμου τότε, και βγήκε φωτογραφία με την Αμαλία Μεγαπάνου, η Αμαλία την έσβησε, φορώντας ένα φόρεμα του Jean Dessès. Τα τελευταία χρόνια πιστεύω ότι οι Αθηναίες έχουν μπερδευτεί.
Η Πατρίτσια Φιλντ με το «Sex and the City» έκανε ένα τεράστιο καλό στην ανθρωπότητα, πρόσφερε αυτό το εναλλακτικό στυλ ντυσίματος, ότι τα πάντα πάνε με όλα, ότι μπορείς να βάλεις μια φούστα από τούλι με ένα περφέκτο από πάνω, αλλά για να το κάνεις αυτό πετυχημένα δεν πρέπει να ξεπεράσεις μια λεπτή γραμμή.
Και η Αθηναία, μετά το «Sex and the City», χάθηκε, άρχισε να τα ρίχνει όλα πάνω της, να βάζει τρέσες – δεν βλέπουμε τόσο κομψές παρουσίες πια.
Η κομψότητα όμως υπάρχει, τη βρίσκεις σε ό,τι είναι αυθεντικό, πολλές φορές τη συναντώ σε κάτι που βλέπω στον δρόμο. Εκεί υπάρχει στυλ. Οι άνθρωποι με χρήματα δεν την έχουν πάντα. Ντύνονται σαν τις σταρ, την Beyoncé, την Jennifer Lopez, αυτές είναι τα πρότυπά τους.
Καμιά φορά βλέπω χωριάτισσες με τσεμπέρια και χωριάτες με παλιά πουκάμισα και τρύπια σακάκια που δένουν το παντελόνι τους με σχοινί και σκέφτομαι πόσο πιο αυθεντικοί και κομψοί είναι. Η αυθεντικότητα έχει χαθεί πια.
• Ο έρωτας έχει παίξει καταστροφικό ρόλο στη ζωή μου. Τον μεγαλύτερο, γιατί όταν νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένος, δεν αγαπούσα, και μετά κατάλαβα τι σημαίνει βαθιά αγάπη. Κι αυτό συμβαίνει όταν δεν είσαι ερωτευμένος.
Άργησα πολύ στη ζωή μου να αγαπήσω, γιατί μέσα στα ναρκωτικά δεν καταλαβαίνεις, δεν έχεις συναισθήματα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να το καταλάβω.
Σήμερα δεν είμαι ερωτευμένος, αγαπάω, κι αυτό είναι πολύ πιο μεγάλο, πολύ πιο μεγαλειώδες, πολύ πιο υπέροχο από τον έρωτα.
• Η ζωή με έχει μάθει να μην το βάζω κάτω ποτέ. Δεν αφήνω να φαίνονται τα προβλήματα που έχω – κοίτα να μη δείχνεις αυτό που έχεις μέσα σου και η ζωή θα τα φτιάξει τα πράγματα. Στη χειρότερή μου περίοδο, στο «μετέωρο βήμα του στυλίστα», γεννήθηκε η ιδέα να κάνω τα γυναικεία παπούτσια.
Εκεί που ήμουν κοντά στα 40, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα, ντυνόμουν το πρωί όσο καλύτερα μπορούσα, πήγαινα και μου γυαλίζανε τα παπούτσια στον Λαλαούνη κι έδινα τα λεφτά που δεν μου έφταναν για να φάω, γιατί αυτό με έκανε να αισθάνομαι ότι όλα θα πάνε καλά, παρόλο που μπορεί να έκλαιγα μετά. Και όντως πήγαν όλα καλά...
Ιnfo: vassiliszoulias.com
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια