[οι φωτογραφίες από τις Ημέρες Γαστρονομίας είναι από το fb τους]
Παρασκευή: θέλω να πάω στη λαϊκή, κομμωτήριο και για καφέ με την Κατερίνα.
Σάββατο: θέλω να κάνω γενική στο σπίτι, να ανοίξω φύλλο για μελιτζανόπιτα και να διαβάσω βουλιαγμένη στον καναπέ ως το τέλος της νύχτας.
Κυριακή: θέλω να κοιμηθώ ως την αιωνιότητα, να βάψω τα νύχια και να βιώσω το far niente μιας πριγκίπισσας.
Όμως, τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Γιατί το τριήμερο, το επαγγελματικό καθήκον και η διαστροφή μαζί, θα με διχάσουν ανάμεσα στο Μουσείο της Ακρόπολης και το Μπενάκη. Θεσμοφόρια στο ένα, Μέρες Γαστρονομίας στο άλλο.
Για πρώτη φορά το ελληνικό τοπικό προϊόν μοιράζεται ανάμεσα σε δυό μουσεία, για πρώτη φορά οι Καρυάτιδες θα πάρουν μυρωδιά από μπακλαβαδάκια και λικεράκια μέντα, το Μπενάκειο Αίθριο θα μυρίσει παστουρμά και καβουρμά με αβγά. Το Ακρόπολης βουλιάζει από ξένους, ο check-in κύριος της εισόδου δεν ξέρει καν να με ενημερώσει κατά πού πέφτει το τοπικό προϊόν. Στη σκιά των μαρμάρων του Παρθενώνα και στα παράμερα της Αρχαιότητας, η νέα Ελλάδα χωρισμένη σε διαμερίσματα και σταντς.
Προσπέκτους και δειγματάκια συνοψίζουν το λάδι της Καλαμάτας και τον κρόκο της Κοζάνης, μια πάλευκη ησυχία, ούτε ένας Γερμανός δεν πήρε μυρωδιά ότι ο Βόλος ειδικεύεται στο γλυκό φιρίκι, ούτε μια αμερικάνα δεν αντελήφθη το τραγανό κεράσι της Έδεσσας. Αμηχανία μιας πρώτης απόπειρας, συζητήσεις στο αμφιθέατρο, αναμένεται ο υπουργός. Θα ήτο, λέει, πολιτικώς ανορθόδοξο και πολιτιστικώς άκομψο να βγουν οι πάγκοι στην είσοδο, να πάρει ο ξένος ένας μεζεδάκι καβουρμά, να γλύψει λίγο ελατίσιο μέλι, να τονώσει με ένα παστελάκι την ορθοστασία της κατάβασης στον Κλασικισμό.
Αν δεν ψήσεις, όμως, ένα λουκάνικο πριν το γκισέ, πώς θα αντιληφθεί ο ξένος την ένθεη τσίκνα, το μόνο, ίσως, κοινό και απαραβίαστο στο χρόνο ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον νεοέλληνα;
Στο Μπενάκη, πάλι, επικρατεί μεγίστη εξωστρέφεια. Η κυρία Δαμανάκη και οι κυρίες με τις πέρλες, hipsters και φοιτητές, έμποροι και επιχειρηματίες, γαστρονόμοι και τέως λαϊφσταϊλίστες, παντός τύπου κυριάκια και διανοούμενοι, εναλλακτικοί και καλλιτέχνες, γκαλερίστες και νεογνά στα καροτσάκια, κοκτέιλς και δυνατές μουσικές, γαστρονομικοί πειραματισμοί και μαγειρέματα, συζητήσεις και προβολές, νόστιμες μπουκιές και τσιμπολογήματα γύρω από 16 εκλεκτούς παραγωγούς, που σε ένα chic πνεύμα ζεν καλλιέπειας εξηγούν σε mood που διόλου δεν θυμίζει εμποροπανήγυρι, το προιόν, τη γεύση αλλά και το δύσκολο έργο τους στο αβρό κοινό.
Το «ιδιαίτερο» τυρί, ο καφές, το αγκιναράκι και το παξιμαδάκι συναντούν την ιδανική πελατεία τους, μια σύγχρονη «μουσειακή» αύρα εξευγενίζει την παστουρμαδέλα, άντε να δούμε και του χρόνου!
Στην πρώτη ώσμωση, το Μουσείο στέκει λίγο αμήχανο απέναντι στον τραχανά, του σηκώνει λίγο το φρύδι, ως το τέλος των πανηγυρισμών τα έχουν «βρει» και πίνουν παρέα, η τροφή είναι πολιτισμός, η θρούμπα αξίζει μια θέση στη βιτρίνα του όσο κι εκείνη η «έκθεμα» μινωική που ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι.
Αν το λάδι βγει από το μουχλιασμένο κατώγι και εκτεθεί σε chanel-οειδή μπουκαλάκια πλάι στα σοφιστικέ μπιζού της Πάολα Λάκαχ, αν η Μαρία Παπαδημητρίου συνεχίζει να αλατίζει με εικαστική αύρα τα μαγειρέματα της «Σούζυ τρως» κι αν η Αρχιτεκτονική του Βόλου συνεχίσει να χτίζει τα σπίτια του μέλλοντος με αβγά και μανιτάρια, τότε υπάρχουν πολλές ελπίδες για τον αγρότη του αύριο.
Που έχει όλες τις πιθανότητες να οδηγεί Φεράρι, να ντύνεται με D-Squared, να πηγαίνει στο Μέγαρο και να διαβάζει Λακάν.
σχόλια