Το «Όχι» δεν το είπε ο Μεταξάς αλλά ο ελληνικός λαός.
Η παραπάνω φράση, που επαναλαμβάνεται σε κάθε 28η Οκτωβρίου από εκείνους που αρνούνται να πιστώσουν το Έπος του '40 σε έναν δικτάτορα, είναι ψευδής. Και αληθής.
Ψευδής εφόσον εάν ο Ιωάννης Μεταξάς αντί να αποκρούσει ακαριαία το τελεσίγραφο της Ιταλίας, το ικανοποιούσε εν μέρει, συνομολογούσε κάποια «ειδική σχέση» μαζί της, προσδοκώντας για την Ελλάδα τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου» στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο -ρόλο που έπαιξε η Τουρκία- δεν θα ανατρεπόταν προφανώς από λαϊκή εξέγερση. Οι Έλληνες θα τον (παρ)ακολουθούσαν στους διπλωματικούς του χειρισμούς.
Αληθής αφού οι Έλληνες στήριξαν ολόψυχα, αταλάντευτα το «Όχι» και το δικαίωσαν στα πεδία της μάχης από την πρώτη κιόλας μέρα. Δίχως το πάθος και του τελευταίου φαντάρου που έσπευσε στο μέτωπο σαν σε γιορτή, το Έπος της Αλβανίας δεν θα μπορούσε να συμβεί.
Η 28η Οκτωβρίου αποτελεί πάνω από όλα μια σπάνια στιγμή Εθνικής και Λαϊκής Ενότητας. Την σημαντικότερη στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Ακόμα και στους μεγαλύτερους θριάμβους, ακόμα και στις χειρότερες πανωλεθρίες της Επανάστασης του 1821, οι Έλληνες δεν έπαψαν να σπαράσσονται. Στρατιωτικοί εναντίον πολιτικών, Μωραΐτες εναντίον Ρουμελιωτών, Ελλαδίτες εναντίον Φαναριωτών...
Το εμφύλιο πνεύμα σημάδεψε την πατρίδα από τις φασκιές της. Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από εκείνους που αρνούνταν να εκχωρήσουν τα προνόμιά τους προς όφελος της γενικής υπόθεσης. Ο Όθωνας –που ικετέψαμε την Ευρώπη να μας τον στείλει, αφού τι χώρα θα ήμασταν, εάν δεν είχαμε έναν βασιλιά, έστω και ξένο, έστω και ελαφρώς μισερό;- βρισκόταν διαρκώς στο στόχαστρο όσων τον είχαν υποδεχθεί μετά βαϊων και κλάδων. Το πιό μελαγχολικό δε, σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι ότι η οριστική του έξωση από την Ελλάδα δεν συνέβη τόσο επειδή ήταν διοικητικά ανίκανος ή τυραννικός αλλά γιατί δεν είχε αποκτήσει έναν απόγονο, ώστε να εγκαινιάσει δυναστεία. Τη δυναστεία που ξεκίνησε ο Γεώργιος ο Α΄ (γεννημένος ως πρίγκηπας Γουλιέλμος της Δανίας) και μας έκατσε στο σβέρκο επί έναν και πλέον αιώνα...
Κατά τον 19ο, τον 20ο και –από ό,τι φαίνεται- και τον 21ο αιώνα, οι Έλληνες παρέμειναν σταθερά διχασμένοι. Τρικουπικοί εναντίον Δηλιγιαννικών, Βενιζελικοί εναντίον Βασιλοφρόνων, Αριστεροί εναντίον Δεξιών και πρόσφατα Μνημονιακοί εναντίον Αντιμνημονιακών.
Το τι φρονούσαν οι εκάστοτε αντίπαλοι, το ποιος εκπροσωπούσε την πρόοδο και ποιος την αντίδραση, κάθε άλλο παρά είναι αυτονόητο.
Στα «Ευαγγελικά», για παράδειγμα του 1901, οι φοιτητές τα έσπασαν στους δρόμους της Αθήνας κι άφησαν πίσω τους δέκα νεκρούς, αντέδρασαν με τον βιαιότερο τρόπο σε τι; Στη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα! (Οι νεολάγνοι του σήμερα –τηλεοπτικοί κωμικοί και «ριζοσπάστες» πολιτικοί- θα στέκονταν, υποθέτω, στο πλευρό τους...)
Το 1920, οι Βασιλόφρονες κέρδισαν τις εκλογές επαγγελόμενοι την ειρήνευση στην Μικρά Ασία και -αντιθέτως- προέλασαν μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ απεργαζόμενοι, εκόντες-άκοντες, την μεγάλη καταστροφή και το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Ιωνίας...
Ο ελληνικός διχασμός -ο οποίος αλλάζοντας πρόσωπα κληρονομείται από γενιά σε γενιά- έχει αναλυθεί από επιστήμονες της Ιστορίας και έχει ξορκιστεί από ποιητές, με πρώτο και καλύτερο τον Διονύσιο Σολωμό. Ίσως να αφορμάται από μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση. Από την αδυναμία ή και την άρνησή μας να αποφασίσουμε οριστικά ποιοι είμαστε και πού ανήκουμε: Στην Ανατολή; Στη Δύση; Στην οικουμένη ως λαός ταξιδευτών; Ή στο μικρό μας χερσοχώραφο, που το'χουμε ποτίσει με το αίμα μας και μας αρκεί και θα το υπερασπίσουμε μέχρι τελευταίας ρανίδας από κάθε ξένη επιβολή; Ομνύουμε στο αρχαιοελληνικό πνεύμα ή αποτελούμε την αιχμή του δόρατος της χριστιανικής ορθοδοξίας;
Απάντηση στα παραπάνω βασανιστικά ερωτήματα δεν έχει δοθεί ούτε και φαίνεται πως θα δοθεί στο ορατό μέλλον. Το «Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα!» του Ιωάννη Πολέμη αποτελεί πάντως την πλέον ατελέσφορη, μες στο ρομαντισμό της, στάση. Το να υποστηρίζεις κάτι και ταυτόχρονα το αντίθετό του δεν σε καθιστά σφαιρικό αλλά σχιζοφρενή...
Το μόνο σίγουρο είναι πως –μέσα στον διχασμό μας- ονειρευόμαστε την Εθνική και Λαϊκή Ενότητα. Δράττουμε κάθε ευκαιρία για να την βιώσουμε. Μεγαλοποιούμε και περιορισμένης ακόμα σημασίας γεγονότα που τη συμβολίζουν. Μια αθλητική νίκη πανηγυρίζεται σαν εθνική παλιγγενέσια. Μια προσωπική διάκριση, από βραβείο Νόμπελ μέχρι πρωτιά στη Γιουροβίζιον, μάς πλημμυρίζει όλους από περηφάνεια. Σάμπως όλοι μαζί να κρατούσαμε το χέρι του Οδυσσέα Ελύτη όταν έγραφε το «Άξιον Εστί» και όλοι να λικνιζόμαστε στο πλευρό της Έλενας Παπαρίζου στη σκηνή της πανευρωπαϊκής ποπ διοργάνωσης... Δεν παρατάσσω βλάσφημα τα ασύγκριτα. Επισημαίνω απλώς ότι τον κάθε συμπολίτη μας, που στην πτώση του τον κατασπαράζουμε και στην προσπάθεια του συχνά τον λοιδωρούμε, στον θριάμβο του τον αποθεώνουμε. Και αισθανόμαστε κι εμείς μικροί θεοί. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο...
Η 28η Οκτωβρίου, χάρη σε μια σπάνια γενναιοδωρία της Ιστορίας, στάθηκε ένα υπέρλαμπρο ξέφωτο στον εθνικό μας διχασμό. Παλιοελλαδίτες και Μικρασιάτες (το επισημαίνει ο Γιώργος Θεοτοκάς) επιτέλους ομονόησαν. Αριστεροί και Δεξιοί πολέμησαν στο ίδιο χαράκωμα – ο αρχηγός του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης αναγνώρισε τον ηγετικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά. Η γενιά των Βαλκανικών Πολέμων, που θεωρούσε μέχρι τότε τους επόμενους της άκαπνους φλώρους, υποκλίθηκε μπροστά τους. Ατομικοί ηρωισμοί προσελήφθησαν όχι σαν φωτεινές εξαιρέσεις αλλά ως πτυχές του συνολικού αγώνα. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του Έπους της Αλβανίας δεν υπήρξε ούτε ο ιδιοφυής Χαράλαμπος Κατσιμήτρος ούτε ο πρώτος πεσών αξιωματικός Μαρδοχαίος Φριζής. Αλλά ο ανώνυμος Έλληνας, ανεξαρτήτου τοπικής ή κοινωνικής προέλευσης. Όλοι εκείνοι από τους οποίους προερχόμαστε όλοι εμείς.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!
σχόλια