Ο Δημήτρης Χαρισιάδης, γόνος αστικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Καβάλα στις 15 Αυγούστoυ του 1911 και ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά της οιογένειας Χαρισιάδη. Ο πατέρας του Αθανάσιος Χαρισιάδης είχε επιχειρήσεις επεξεργασίας και εμπορίου προϊόντων καπνού και είχε την οικονομική άνεση να προσφέρει πολύπλευρη μόρφωση στα παιδιά του.
Ο Δ. Χαρισιάδης σπούδασε Χημεία στη Λωζάνη, ενώ από πολύ νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη φωτογραφία. Στην τριόροφη μονοκατοικία που έμεναν στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας και Κερασούντος, στο νούμερο ένα, υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο στην ταράτσα, το οποίο χρησιμοποιούσε ο μικρός γιος για τους πρώτους φωτογραφικούς πειραματισμούς του.
Είχε ξεκινήσει την επαφή του με τον κόσμο της φωτογραφίας χρησιμοποιώντας τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα του, με φυσούνα και γυάλινες πλάκες αρνητικών, και τυπώνοντας τις εικόνες του στον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο. Η οικογένειά του, βλέποντας την ενθουσιώδη ενασχόλησή του με την φωτογραφία, του χάρισε μια πιο εύχρηστη μηχανή, μία Kodak Box Brownie (6Χ9).
Το δύσκολο χειμώνα 1941-42, όταν η πείνα έπληξε την Αθήνα με τραγικές συνέπειες για τον πληθυσμό, ο Δημήτρης Χαρισιάδης φωτογράφισε παιδιά και ηλικιωμένους, με φανερά στο πρόσωπο και το σώμα τους σημάδια ασιτίας. Σκοπός αυτών των φωτογραφιών ήταν η διοχέτευσή τους στο εξωτερικό, ώστε να επισπευστεί η χορήγηση επισιτιστικής βοήθειας.
Κάπως έτσι έγινε και «επίσημα» φωτογράφος και άρχισε να πειραματίζεται αποτυπώνοντας όψεις της καθημερινής του ζωής. Μάλιστα, όταν ήταν 16 ετών, έστειλε τη δουλειά του σε έναν φωτογραφικό διαγωνισμό στην Σκωτία, κερδίζοντας το δεύτερο βραβείο. Επίσης, λόγω της οικονομικής ευχέρειας της οικογένειας, είχε τη δυνατότητα να ενημερώνεται για τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις και τις τεχνολογικές εξελίξεις στη φωτογραφία, παρακολουθώντας ξένα φωτογραφικά περιοδικά και βιβλία.
Όταν σπούδαζε στη Λωζάνη, η άσχημη οικονομική πορεία των καταστημάτων του πατέρα του στην Ινδία ανάγκασε την οικογένεια να μετακομίσει εκεί, έτσι ο Δημήτηρης διέκοψε τις σπουδές του. Όταν η κατάσταση άρχισε να γίνεται καλύτερη, η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα και ο Δημήτρης πήγε φαντάρος (υπηρέτησε στο ναυτικό) και στη συνέχεια άρχισε να δουλεύει στο εργοστάσιο πλαστικών του πατέρα του.
Παρόλο που ασχολιόταν με πολλές δραστηριότητες παράλληλα (περιηγήσεις στο ύπαιθρο, ιστιοπλοΐα, τένις -μάλιστα ήταν μέλος της Εθνικής Ομάδας Αντισφαίρισης) η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν η φωτογραφία, και είχε μανία να αποτυπώνει όλες του τις δραστηριότητες με τη φωτογραφική του μηχανή. Στις πρώτες καταγεγραμμένες και ταξινομημένες εικόνες που βρίσκονται στο αρχείο του, των ετών 1937-1938, περιλαμβάνονται τοπία, εκδρομικά στιγμιότυπα, εύθυμες σκηνές και πορτρέτα φίλων, οικογενειακές φωτογραφίες. Σε πολλές από αυτές επεικονίζεται η πρώτη του σύζυγος, Καίτη Σιφναίου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 κυρήχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και ο Δημήτρης Χαρισιάδης ακολούθησε την πορεία των επίστρατων συνομηλίκων του για τα σύνορα της χώρας με την Αλβανία. Η επιστράτευσή του στο Αλβανικό Μέτωπο μπορεί να θεωρηθεί η είσοδός του στην επαγγελματική φωτογραφία.
Όταν οι ανώτεροί του την ανακάλυψαν, του ανέθεσαν επίσημα, στις 18 Δεκεμβρίου 1940, να φωτογραφίζει για λογαριασμό του Συγκροτήματος «Κ». Ως έφεδρος αξιωματικός και επίσημος φωτογράφος του στρατού, απαθανάτισε τη ζωή των στρατιωτών και την επέλαση της ελληνικής στρατιάς στη Βόρεια Ήπειρο. Στις 300 περίπου λήψεις του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν συναντάμε εμπόλεμες σκηνές, παρό μόνο τοπία, στιγμιότυπα ανάπαυλας των στρατιωτών και σε πολύ λίγες, ασκήσεις μάχης.
Παρόλα αυτά, ο αντιστράτηγος Παπάγος, το 1949, επέλεξε να εικονογραφήσει την αγγλική έκδοση του βιβλίου του The Battle of Greece αποκλειστικά με φωτογραφίες του Δημήτρη Χαρισιάδη. Στις αρχές Απριλίου του 1941, όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στα βουλγαρικά σύνορα και το αλβανικό μέτωπο συμπτύχθηκε, ο Δημήτρης Χαρισιάδης επέστρεψε στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο πατέρας του αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις που θέλησαν να επιτάξουν το εργοαστάσιό του και το έκλεισε. Έτσι έδωσε στον μικρό του γιο την ευκαιρία να στραφεί σε αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει.
Το δύσκολο χειμώνα 1941-42, όταν η πείνα έπληξε την Αθήνα με τραγικές συνέπειες για τον πληθυσμό, ο Δημήτρης Χαρισιάδης φωτογράφισε παιδιά και ηλικιωμένους, με φανερά στο πρόσωπο και το σώμα τους σημάδια ασιτίας. Σκοπός αυτών των φωτογραφιών ήταν η διοχέτευσή τους στο εξωτερικό, ώστε να επισπευστεί η χορήγηση επισιτιστικής βοήθειας.
Ο Χαρισιάδης παρουσιάζει έναν πόλεμο που λες και διεξάγεται στις ανάπαυλές του, σαν να πρόκειται για μια επίπονη, αλλά σχετικά αναίμακτη εκστρατεία. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν έχει καταγράψει ούτε μια εικόνα νεκρού ή έστω τραυματία Έλληνα στρατιώτη, ενώ σε σύνολο τριακοσίων περίπου αρνητικών, υπάρχουν μόνο οχτώ φωτογραφίες δράσης με τίτλο "ασκήσεις μάχης ― Αλεξάνδρα Μοσχόνη
Λίγο καιρό αργότερα, το 1943, το υλικό αυτό συμπεριλήφθηκε σε χειροποίητο λεύκωμα με τον τίτλο Σούπα του παιδιού και ΙΚΑ Πειραιώς. Επίσης συνεργάστηκε με διεθνείς οργανώσεις βοήθειας, τόσο την περίοδο του πολέμου, όσο και μετά το τέλος του, κατά την ανασυγκρότηση της χώρας.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση επέστρεψε από το Κάιρο και, μαζί με τους επιτελείς της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Εκεί ο Δημήτρης Χαρισιάδης προσελήφθη και εργάστηκε για ένα διάστημα ως διερμηνέας, χάρη στην καλή του γνώση της αγγλικής γλώσσας, γεγονός που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα συνεργασία του με τους Βρετανούς.
Στο αρχείο του υπάρχουν αρκετές λήψεις απο την ημέρα της Απελευθέρωσης και λιγότερες από τα γεγονότα των Δεκεμβριανών. Σε αυτές αποτυπώνονται καταστροφές από τις πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις σε απομακρυσμένες από το κέντρο της πρωτεύουσας περιοχές, καθώς επίσης και σκηνές από την επίσκεψη του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην Αθήνα.
«Ο Χαρισιάδης παρουσιάζει έναν πόλεμο που λες και διεξάγεται στις ανάπαυλές του, σαν να πρόκειται για μια επίπονη, αλλά σχετικά αναίμακτη εκστρατεία» γράφει η Αλεξάνδρα Μοσχόνη, ιστορικός τέχνης, «είναι χαρακτηριστικό πως δεν έχει καταγράψει ούτε μια εικόνα νεκρού ή έστω τραυματία Έλληνα στρατιώτη, ενώ σε σύνολο τριακοσίων περίπου αρνητικών, υπάρχουν μόνο οχτώ φωτογραφίες δράσης με τίτλο “ασκήσεις μάχης”.
Ωστόσο, αν και βρισκόταν συνεχώς υπό την επιτήρηση μόνιμου αξιωματικού εντεταλμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα διέρρεαν εικόνες που θα μπορούσαν να διαταράξουν το προπαγανδιζόμενο αίσθημα εθνικής ανάτασης, κατάφερε να τραβήξει σημαντικό αριθμό εικόνων για προσωπική του χρήση.
Ούτε και αυτές όμως αφορούν τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθαυτά, δεν απεικονίζουν τον κατ’ εξοχήν πόλεμο: επικεντρώνονται περισσότερο στις εικαστικές αναζητήσεις του και αντανακλούν τις ήδη διαμορφωμένες θέσεις του απέναντι στη “φωτογραφία-καλή τέχνη”».
Ο Χαρισιάδης στην Αθήνα, αργότερα, κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ως ανταποκριτής του ευρωπαϊκού τύπου φωτογράφησε τα «Δεκεμβριανά» και τον Εμφύλιο. Μετά την Απελευθέρωση και για λογαριασμό των ξένων αποστολών βοήθειας, τεκμηρίωσε φωτογραφικά την άφιξη και τη διανομή της αμερικανικής βοήθειας προς τη χώρα. Αργότερα, με εντολή του Υπουργείου Ανασυγκρότησης κατέγραψε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας και τα μεγάλα έργα.
Οι φωτογραφίες του πολέμου
«Πρώτος φωτογραφικός σταθμός του Χαρισιάδη στη δεκαετία 1940-1950 ήταν οι φωτογραφίες που έκανε κατά τη διάρκεια της θητείας του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στα βουνά της Ηπείρου πρώτα και της Αλβανίας στη συνέχεια» γράφει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, ιστορικός, υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη στην έκδοση του Μουσείου Μπενάκη «Φωτογραφικόν Πρακτορείον Δ. Α. Χαρισιάδης».
«Στρατιώτης στον ελληνικό στρατό της εποχής, έστρεψε τη φωτογραφική ματιά του σε θέματα άλλα από τα τρέχοντα, με τρόπο διαφορετικό από τον δεδομένο. Οι φωτογραφίες έγιναν μεσούντος του πολέμου και άρα είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από αυτόν χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να αναμετρηθεί με τη βαρειά ατμόσφαιρα του πολέμου, ο Χαρισιάδης επέλεξε να στοχεύσει σε μια πραγματικότητα που αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των στρατιωτών, τουλάχιστον όταν αυτοί δεν βρίσκονταν στη ζώνη των πρόσω, δηλαδή όταν δεν βρίσκονταν μέσα στα χαρακώματα ή στις πολεμικές πορείες του μετώπου.
Κρατώντας τη ματιά του καθαρή από τη συγκίνηση που προκαλούσε ο πολεμικός αγώνας και οι στερήσεις που τον συνόδευαν, ο Χαρισιάδης στάθηκε με ευγένεια στο πλάι των κακουχιών, διασώζοντας για τον εαυτό του, για εκείνους που ήταν μαζί του, αλλά και για εμάς, ένα τμήμα της ατμόσφαιρας του μετώπου, ένα τμήμα της ατμόσφαιρας του πολέμου που δύναται να αποτελέσει μια στέρεη και ηθική βάση για την εποχή που διαχέεται τις καταστροφές.
Πρόκειται για τη βάση ηθικών τεκμηρίων που πιθανώς λίγοι αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν σε δύσκολες περιόδους. Η βάση αυτή αποτελείται από τεκμήρια που ωθούν τον άνθρωπο να κινηθεί μακριά από το θυμό, μακριά από την ονειροπόληση που προκαλεί το έπος, μακριά από την ανάταση που παρέχει η σύγκρουση, μακριά από την ελπίδα και την αγωνία που παρέχει η συμμετοχή στην ανατροπή, τεκμήρια δηλαδή που δομούν την τρέχουσα ζωή, την υλικότητα των πραγμάτων του κόσμου.
Στις περισσότερες από τις φωτογραφίες του Αλβανικού Μετώπου η πολεμική ένταση είναι παντελώς απούσα και απλώς αναγνωρίζουμε σε αυτές ανενεργά τα αντικείμενα που συνδέονται με τον πόλεμο: στολές, οβίδες, οπλισμό. Στις φωτογραφίες αυτές τα τρέχοντα δεν έχουν βάρος και κυρίως ο χρόνος δεν υφίσταται, δεν υπάρχει. Κανένας παράγοντας δεν αποτελεί πίεση για τον ίδιο τον φωτογράφο.
Εκείνος, σε αυτή την κατεύθυνση, προσπαθεί να μην πιεστούν τα πρόσωπα που φωτογραφίζονται και δοθεί με τον τρόπο αυτό έμφαση στα τρέχοντα, ώστα να φανούν αυτά εντός της φωτογραφίας. Μια σταθερή άποψη, να μην μετατραπεί η δουλειά σε ρεπορτάζ. Πρόκειται αφ’ ενός για λήψεις που διασώζουν τη χαρά και την αμηχανία των ανθρώπινων στιγμών και αφ’ ετέρου για τοπία κατά την απεικόνιση των οποίων ο φωτογράφος αναδεικνύει ουσιαστικά το σύνθετο ανάγλυφο των ορεινών όγκων.
Στην περίοδο της Κατοχής, ο Χαρισιάδης προσανατόλισε τα θέματά του και τη ματιά του προς μια ήσυχη καθημερινή ζωή, όπου αυτή ήταν δυνατόν να υπάρξει μακριά από τη συντριβή που κυριαρχούσε. Επέλεξε να φωτογραφήσει τη ζωή, όπου αυτή οριακά λειτουργούσε, και όχι την επιβίωση. Γι’ άλλη μια φορά, δεν επέλεξε να κινηθεί σε πεδία που θα έδιναν στη δουλειά του χαρακτήρα χρονικού της περιόδου.
Έτσι, εξακολουθώντας να δραστηριοποιείται εντός της τέχνης του, φωτογράφησε τα Αναφιώτικα, κάλυψε τις δραστηριότητες στην κατασκήνωση του Συλλόγου “Υπαίθριος Ζωή”, φωτογράφησε επίσης τον Βασιλικό Κήπο και μεταξύ άλλων διάφορα πορτρέτα ανθρώπων και ζώων. Για την καταγραφή της κατοχικής και ανθρώπινης συντριβής επέλεξε τα λαϊκά συσσίτια που προεσφέρονταν στο ΙΚΑ του Πειραιά. Διέσωσε έτσι την ανθρώπινη αδυναμία και επέλεξε να αποδώσει το αδιέξοδο μέσα από την ύψιστη στέρηση, την πείνα, διατηρώντας σταθερά αποστάσεις από το θάνατο».
Ο Χαρισιάδης υπήρξε από τους πρωτεργάτες στην ίδρυση της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας το 1952. Από το 1956 έως το 1985 διατηρούσε το γνωστό φωτογραφικό πρακτορείο «Δ.Α. Χαρισιάδης» με το συνεργάτη του Διονύση Ταμαρέση. Στο πλαίσιο των επαγγελματικών του υποχρεώσεων κατέγραψε την εκβιομηχάνιση της χώρας, την ανάπτυξη της ναυτιλίας και την εξάπλωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Ως φωτογράφος του Εθνικού Θεάτρου ασχολήθηκε και με θεατρική φωτογραφία, καταθέτοντας πολυτιμότατο υλικό για την ιστορία του. Παράλληλα με την επαγγελματική φωτογράφηση, το προσωπικό του ενδιαφέρον στράφηκε προς το ελληνικό τοπίο, τους οικισμούς, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου και των πόλεων, και τέλος προς τον ίδιο τον άνθρωπο, «το πλέον ενδιαφέρον θέμα που υπάρχει εις τον Κόσμον». Στην επαφή του με τα ξένα φωτογραφικά πρακτορεία και στην ενημέρωσή του γύρω από τη διεθνή φωτογραφική κίνηση μπορούν να αποδοθούν οι φωτογραφικές επιρροές αμερικανικής, κυρίως, προέλευσης που διακρίνονται στο έργο του.
Η διεθνής αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας του έργου του ήρθε από νωρίς. Ήταν ο μόνος έλληνας που συμμετείχε στη μεγάλη έκθεση «The Family of Man» στη Νέα Υόρκη το 1955. Επίσης πήρε μέρος στις εκθέσεις: «Greece seen by eleven Greek photographers» στο Σικάγο το 1957, «The Pace of the European» στο Μόναχο το 1959 και πολλές άλλες. Η ισορροπημένη, συχνά αφαιρετική σύνθεση, η άψογη τεχνική, το χιούμορ και η αισιοδοξία χαρακτηρίζουν τη γραφή του Χαρισιάδη, ο οποίος συνδύασε τις ξένες επιδράσεις με την ελληνική αισθητική σε ένα καθαρά προσωπικό ύφος.
Από το 1996 το σύνολο του πολύτιμου έργου του Δημήτρη Χαρισιάδη εντάσσεται στις φωτογραφικές συλλογές του Μουσείου Μπενάκη ύστερα από πρωτοβουλία του διευθυντή του Ιδρύματος Aγγελου Δεληβορριά. Τα 120.000 φωτογραφικά τεκμήρια που απαρτίζουν το αρχείο του, ταξινομημένα και τεκμηριωμένα παραδειγματικά από τον ίδιο, εξιστορούν ουσιαστικά την πολιτική, κοινωνική και οικονομική πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Στην προσωπική του ζωή προστέθηκε και ένας ακόμα γάμος το 1961 με την Κλεοπάτρα Ζερμπίνη, ξεναγό στο επάγγελμα. Κατοίκησαν στην οδό Χάρητος, στο Κολωνάκι. Απέφυγαν την κοσμική ζωή της Αθήνας, κάνοντας συχνά ταξίδια στην Ευρώπη, ενώ τα καλοκαίρια τα περνούσαν στην Μυτιλήνη. Έφυγε απ΄τη ζωή στις 2 Απριλίου 1993.
Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το κείμενο της κας Γεωργίας Ιμσιρίδου από το λεύκωμα του Μουσείου Μπενάκη «Φωτογραφικόν Πρακτορείον Δ.Α. Χαρισιάδης».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.10.2018
σχόλια