ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ, στις 6 Ιουνίου 2022, έφυγε από τη ζωή η Juliette de La Genière, σπουδαία αρχαιολόγος, ελληνίστρια με μεγάλο έργο αναγνωρισμένο διεθνώς· μια καταξιωμένη επιστήμων αλλά και μια εντελώς ιδιαίτερη προσωπικότητα, αντισυμβατική και κάπως ανορθόδοξη.
Γεννήθηκε το 1927 στο Παρίσι σε μεγαλοαστική οικογένεια επιστημόνων, από αυτές που τροφοδοτούν με στελέχη τη διάσημη Ανώτερη Δημόσια Διοίκηση της Γαλλίας. Φαινόταν κάπως φυσικό να σπουδάσει νομικά ή πολιτικές επιστήμες, γι’ αυτό και μόλις τελείωσε το σχολείο γράφτηκε στη γνωστή Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Σπουδών του Παρισιού και, εξαιρετική φοιτήτρια, πολύ γρήγορα πήρε το πτυχίο της. Τελικά δεν ήταν αυτό που ήθελε.
Την τριγύριζε η επιθυμία μιας έρευνας πιο βαθιάς και περίπλοκης, τελικά πιο απαιτητικής, της αρχαιολογίας – ένας άλλος κόσμος. Έκανε λοιπόν την ολοκληρωτική στροφή: άλλες σπουδές, αρχαιολογία, αρχαία ιστορία, αρχαία ελληνική φιλολογία, πτυχίο, διδακτορική διατριβή, Κέντρο Ερευνών, Λούβρο, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Lille.
Με το βλέμμα πάντα στο κοινωνικό πλαίσιο και για ν’ αναδειχθεί η σημασία που έχουν οι επαφές και αλληλεπιδράσεις, οργάνωσε μεγάλα συνέδρια με πανελλαδικό περιεχόμενο για τα ιερά και τις νεκροπόλεις.
Στους αρχαιολόγους το πεδίο της πρώτης έρευνας έρχεται πολλές φορές τυχαία· παρουσιάζεται μια συγκυρία, η πρόταση ενός καθηγητή, μιας Εφορείας. Αν είναι ενδιαφέρουσα, παίρνει κανείς την ευκαιρία αυτή αμέσως και προχωρά (η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών δεν έπαιρνε τότε γυναίκες). Της Juliette de La Genière έτυχε να της ζητήσουν μια έρευνα, μια ανασκαφή στην Ιταλία – κι έκανε άπειρες κάθε χρόνο επί 40 χρόνια, μικρές, μεγάλες και μερικές πολύ μεγάλες (Σεγέστη, Σύβαρις, Σελινούς, Paestum, Γέλα κ.λπ.)
Ερεύνησε τον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας με ιδιαίτερο τρόπο, από μέσα θα μπορούσε να πει κανείς, με στόχο τους ανθρώπους, ώστε να γίνει αντιληπτός ο τύπος της αποίκισης, η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου στον ιθαγενή πληθυσμό, ο χαρακτήρας των επαφών που οι αποικίες διατηρούσαν με την κυρίως Ελλάδα. Βαθιά γνώστης, διεθνώς αναγνωρισμένη, της κεραμικής, μελέτησε και ερμήνευσε τα εξαίρετα αττικά αγγεία στους πλούσιους τάφους των Ετρούσκων, ώστε να κατανοήσουμε το κοινό στο οποίο απευθυνόταν το εξαγωγικό εμπόριο των Αθηναίων και τις προτιμήσεις του.
Με τον ίδιο τρόπο προσέγγισε και τις ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας – έναν νέο πόλο ενδιαφέροντος. Στην Κλάρο ξανάπιασε την παλιά ανασκαφή του Louis Robert και μελέτησε το ιερό και το μαντείο του Απόλλωνος, και στη συνέχεια Κλαζομενές, Κολοφών, Αφροδισιάς, πάντα το μεγάλο ενδιαφέρον για τον ελληνικό κόσμο πέρα από τα στενά σύνορα της Ελλάδας· αλλά και η μόνη ανασκαφή που έκανε στην Ελλάδα, στις Ακριές της Λακωνίας, ήταν για να φέρει στο φως ένα ιερό της Κυβέλης και να παρακολουθήσει τα βήματα της μεγάλης φρυγικής θεάς από την Ασία στην Ελλάδα.
Με το βλέμμα πάντα στο κοινωνικό πλαίσιο και για ν’ αναδειχθεί η σημασία που έχουν οι επαφές και αλληλεπιδράσεις, οργάνωσε μεγάλα συνέδρια με πανελλαδικό περιεχόμενο για τα ιερά και τις νεκροπόλεις. Παράλληλα με την έντονη αυτή ανασκαφική δραστηριότητα, συνέχισε και τα πανεπιστημιακά της καθήκοντα. Οργάνωσε στη Lille το Κέντρο Αρχαιολογικών Ερευνών, που έδωσε μεγάλη ώθηση στις κλασικές σπουδές κι έβαλε έτσι το πανεπιστήμιο αυτό στη διεθνή αρχαιολογική κοινότητα. Ακούραστα στεκόταν πάντα κοντά στους φοιτητές της με παρακολούθηση, συμβουλές, υποτροφίες, θέσεις σε ανασκαφές.
Στην Ελλάδα ερχόταν κάθε χρόνο, στους σπουδαίους χώρους αλλά και στους πιο μακρινούς στη Μεσημβρία Ζώνη στη Θράκη, στα Άβδηρα, στο Δίον, στην Κάρπαθο, στη Σύμη, στη Νίσυρο. Δεινή οδηγός, δεν δίσταζε να διανύει μεγάλες αποστάσεις στην Ιταλία, την Τουρκία και την Ελλάδα για να φθάσει εκεί που ήθελε μ’ ένα αυτοκίνητο γεμάτο χαρτιά, σχέδια, αρχαίους συγγραφείς και… αστυνομικά μυθιστορήματα που καταβρόχθιζε τα βράδια.
Δεν θ’ αναφερθώ στο μεγάλο συγγραφικό της έργο, τις δημοσιεύσεις των ανασκαφών, τα βιβλία και τα άρθρα.
Σαν επιστέγασμα της εξαιρετικής αυτής παιδείας, το 2000 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie des Inscriptions et Belles-Lettres) και άνοιξε και από εκεί ένας νέος τομέας έρευνας με την παρακολούθηση των μεγάλων έργων της Ακαδημίας.
Παρ’ όλα αυτά, τις τιμητικές καθηγητικές έδρες, τις εκλογές σε άλλες ακαδημίες, τα παράσημα, παρέμεινε πάντα απλή, προσιτή σε όλους, έτοιμη να βοηθήσει και πάντα προσγειωμένη στη σύγχρονη πραγματικότητα, πάντα πολιτικοποιημένη, παρακολουθώντας τη ζωή όχι μόνο της πατρίδας της αλλά παντού όπου υπήρχε ενδιαφέρον, κυρίως βέβαια της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Έχτισε μια εξαιρετική οικογένεια. Αλλά και την αρχαιολογία αγάπησε με πάθος. Στην τιμητική εκδήλωση που έγινε γι’ αυτήν στην Ακαδημία, ο διάδοχός της στην Κλάρο, καθηγητής Renaud Robert προειδοποίησε πολύ σοβαρά τους ακαδημαϊκούς ότι η κυρία de La Genière μπορεί να έχει ανοίξει κάποια τομή κάτω από την αυλή της Ακαδημίας ψάχνοντας αρχαία! Θα μπορούσε κανείς και να το πιστέψει.
Η Ντόρα Βασιλικού είναι αρχαιολόγος.