«Διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως πολλοί ήσαν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι επεσκέφθησαν την Ελλάδα και συνέγραψαν ιστορικάς αναμνήσεις και εντυπώσεις. Αλλ' ολίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι κατόρθωσαν να δώσουν αμερόληπτον εικόνα, όχι από ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά κυρίως διότι δεν ήσαν σε θέσιν να ψυχολογήσουν καλά τον ελληνικόν λαόν και επομένως να τον κρίνουν με δικαιοσύνην. Ολίγοι, Άγγλοι οι περισσότεροι, κατόρθωσαν να δώσουν ακριβείς περιγραφάς. Μεταξύ αυτών πρωτεύουσαν θέσιν κατέχει ο Ιταλός ευπατρίδης Ιωσήφ Πέκκιο».
[Κώστας Καιροφύλας, Οι Έλληνες του Εικοσιένα]
Ο Ιωσήφ Πέκκιο (Giuseppe Pecchio ή Joseph Pecchio) (1785-1837) ήταν ένας Ιταλός φιλέλληνας, νομομαθής, λόγιος και δημοσιογράφος, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική συγκρότηση της ελληνικής διοίκησης, που είχε προέλθει από τον ξεσηκωμό του 1821.
Ο Πέκκιο, όπως διαβάζουμε και στη Βικιπαίδεια, τον Μάρτιο του 1825 στάλθηκε στην Ελλάδα από το Φιλελληνικό Κομιτάτο της Αγγλίας, ώστε να παρακολουθήσει τη χρήση του δανείου, που είχε δοθεί στην ελληνική διοίκηση. Επισκέφθηκε τα ελεύθερα μέρη, γνώρισε τους πρωτεργάτες του Αγώνα (πολιτικούς και στρατιωτικούς), για να συγγράψει, τελικά, το πόρισμά του υπό τον τίτλο «Έκθεσις των συμβάντων εν Ελλάδι κατά την άνοιξιν του 1825», το οποίο τυπώθηκε για πρώτη φορά στα ιταλικά την επόμενη χρονιά (1826) στο Λουγκάνο.
Το σύγγραμμα αυτό, που είναι πολύ σπάνιο φυσικά, υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπως υπάρχει και η πρώτη και μάλλον μοναδική έως σήμερα πλήρης ελληνική μετάφρασή του (Σταμάτιος Α. Αντωνόπουλος) από το 1885, τόσο παλιά(!), εκδοθείσα υπό του περιοδικού Αττικού Ορίζοντος [Τυπογραφείον "Φοίνικος" Λ. Χαλούλου].
Περαιτέρω, με το εν λόγω σύγγραμμα ασχολήθηκε ένας σημαντικότατος λόγιος, ιστοριοδίφης και άλλα πολλά, ο Κώστας Καιροφύλας (1881-1961), ο οποίος το 1931 εξέδωσε το δικό του σχετικό βιβλίο «Οι Έλληνες του Εικοσιένα» [Ι. Ν. Σιδέρης]. Το βιβλίο αυτό αποτελεί, ουσιαστικά, μία περίληψη του συγγράμματος τού Πέκκιο και μία επανατύπωσή του (του βιβλίου του Καιροφύλα εννοούμε) από το 1973, στις εκδόσεις Μπάυρον, θα αποτελέσει την πηγή όλων εκείνων, που θα μεταφέρουμε στη συνέχεια.
Να ανοίξουμε εδώ μια μικρή παρένθεση και να πούμε πως ο Κώστας Καιροφύλας, που είχε και μια σκοτεινή πλευρά σαν λόγιος, λογοτέχνης κ.λπ., αφού είχε στηρίξει έμπρακτα τον ιταλικό φασισμό (υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας της «νέας τάξεως» Κουαδρίβιο, που τυπωνόταν επί Κατοχής, μεταξύ 1941-1943, και που αποτελούσε μιαν ελληνική έκδοση του ιταλικού φασιστικού φύλλου Il Tevere, δηλ. O Τίβερης) μένει στην ιστορία για πολλά άλλα θέματα, αλλά βασικά για τούτο.
Ο Ζακύνθιος λογοτέχνης και ιστοριοδίφης υπήρξε ο σημαντικότερος μελετητής του έργου του Διονυσίου Σολωμού (μάλιστα είχε παντρευτεί ανιψιά τού Δημήτρη Σολωμού, αδελφού του Διονυσίου και άρα είχε πρόσβαση σε οικογενειακά αρχεία κ.λπ.). Ανάμεσα σε άλλα οφείλουμε στον Καιροφύλα τη δημοσίευση του περίφημου έργου τού Διονυσίου Σολωμού «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», που παρέμενε στα αζήτητα για σχεδόν έναν αιώνα, στο βιβλίο του «Σολωμού Ανέκδοτα Έργα» [Εκδόσεις Στοχαστή, 1927].
Πάμε, όμως, στα του '21...
Να προσθέσω μόνον τούτο. Οι λιγοστές αφηγήσεις του Κώστα Καιροφύλα έχουν μεταφερθεί στη γλώσσα στην οποίαν τις έγραψε, ενώ τα λόγια του Ιωσήφ Πέκκιο έχουν μεταφερθεί στη δική μας καθομιλουμένη. Επιτρέψτε μου και κυρίως συγχωρείστε μου αυτή την ατασθαλία.
Ο Καραϊσκάκης ήταν Κλέφτης στο επάγγελμα, πριν από την επανάσταση. Είναι μετρίου αναστήματος, με ισχνό πρόσωπο, με την τσαχπινιά ζωγραφισμένη στη μορφή του, έτοιμος πάντα για ν' απαντήσει
Ναύπλιο
«Δρόμοι στενοί, σπίτια καταρρέοντα, ατμόσφαιρα βαριά και πλημμυρισμένη από βρωμερές αναθυμιάσεις καταθλίβουν τον ταξιδιώτη. Τα σκουπίδια είναι τόσα, ώστε θα ήταν ηράκλειο έργο η μετακίνησή τους. Αυτή είναι μία από τις αιτίες, εξαιτίας των οποίων κυριάρχησε την προηγούμενη χρονιά επιδημικός πυρετός σχεδόν θανατηφόρος. Αποβιβάστηκα πριν από λίγο, μόλις έχει παύσει ο πυρετός, και βλέπω όλα αυτά τα χλωμά πρόσωπα των παθόντων στο δρόμο...
Οι διασκεδάσεις αυτής της πρωτεύουσας αποτελούνται από μερικά άκομψα καφενεία και σαραβαλιασμένα μπιλιάρδα, από ένα βραδινό περίπατο σε μια μικρή πλατεία σκιαζόμενη στη μέση από φιλόξενο μεγαλοπρεπή πλάτανο, και από την περιέργεια την τροφοδοτούμενη ανά πάσα στιγμή από ειδήσεις και ανέκδοτα. Οι γυναίκες είναι αόρατες, διότι οι άντρες δεν τις αφήνουν να παρουσιάζονται.
Ο αριθμός των κατοίκων δεν είναι σταθερός, αλλά ποικίλει. Ανέρχονται περίπου σε 15 χιλιάδες. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, σε όμοια έκταση, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα του κόσμου. Διότι τα σπίτια είναι τόσο λίγα και ο πληθυσμός τόσο πυκνός, ώστε σε κάθε δωμάτιο κατοικούν 3-4 πρόσωπα.(...)
Το οίκημα της κυβέρνησης δεν ανήκει σε καμία αρχιτεκτονική. Καθώς ανεβαίνεις μία πρόχειρη σκάλα, βρίσκεις τα μέλη της κυβέρνησης καθισμένα καταγής, επάνω σε προσκέφαλα, τα οποία σχηματίζουν γύρω από το δωμάτιο ένα είδος σοφά. Η ενδυμασία, η στάση και η σοβαρή ακινησία των προσώπων με έκαναν να πιστεύω, κατ' αρχάς, ότι ήμουν μπροστά στο τούρκικο Διβάνι (σ.σ. αίθουσα συνεδριάσεων).
Ο αντιπρόεδρος Μπότασης, από τις Σπέτσες, καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα, παίζοντας το κομπολόι του. Τα άλλα μέλη, με ενδυμασία μεταξύ ελληνικής και τουρκικής, ή κάπνιζαν ή έπαιζαν με το κομπολόι τους. Ο πρόεδρος και ο γραμματέας της κυβέρνησης απουσιάζουν στο Ναυαρίνο. Ο Μπότασης είναι πλούσιος έμπορος των Σπετσών, ίσως ο πλουσιότερος. Είναι γέρος, ακμαίος και μιλάει μόνο ελληνικά.
Ο Μαυρομιχάλης μιλάει κι αυτός μόνο ελληνικά, πολύ λίγο καταλαβαίνει από διοίκηση, αλλά έχει στο πρόσωπό του χαραγμένη ευγένεια – έναν χαρακτήρα που δεν απατά ποτέ.
Τέλος ο Κωλέτης είναι ένας κομματάρχης ο οποίος διαθέτει φυσική εξυπνάδα και ευρωπαϊκή μόρφωση. Κατάγεται από την Ήπειρο και ήταν, από νεαρής ηλικίας, ο αγαπητός του Αλή Πασά, ο οποίος τον έστειλε με έξοδά του να σπουδάσει στην Πίζα – κατόπιν, δε, έγινε γιατρός τού γιού του Μουχτάρ. Μιλάει και γράφει καλά την ιταλική. Φορά ενδυμασία τουρκική μάλλον, παρά ελληνική. Κάτω από την τουρκική σοβαρότητα και αταραξία, διαφαίνεται στο πρόσωπό του η ελληνική ζωτικότητα και πονηριά. Από την υπεροπτική στάση του ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι ανατράφηκε στο σαράι ανατολίτη Δεσπότη».
Άργος
«Είναι μία πόλη, που έχει το πολύ δέκα χιλιάδες κατοίκους, με δρόμους φαρδιούς, ευθείς, με σπίτια κατά το πλείστον ξύλινα, με στοές ξύλινες επίσης. Κατά την Επανάσταση πρώτοι οι Τούρκοι και έπειτα οι Έλληνες συνέβαλαν στο να την καταστρέψουν. Τώρα αναγεννιέται από τα ερείπιά της».
Τρίπολη
Το σπίτι του Υπουργού των Εσωτερικών... «είναι ένα από τα λίγα τούρκικα σπίτια της Τρίπολης που έμειναν άθικτα από την μανία και την εκδίκηση των Ελλήνων.
Κοιτάζοντας γύρω είδα, εδώ κι εκεί, σωρούς ερειπίων. Το σαράι, το μέγαρο του Πασά, ο οποίος έμενε προηγουμένως στην Τρίπολη, πρωτεύουσα του Μωριά, έχει καταστραφεί εκ θεμελίων μαζί με το χαρέμι, τα λουτρά και το τζαμί, τα οποία περιλαμβάνονταν στον ευρύ του περίβολο. Ούτε τα τουρκικά νεκροταφεία διέφυγαν από την εκδίκηση των Ελλήνων.
Αλλά και η Τρίπολη αρχίζει πάλι να κατοικείται και να αναγεννιέται. Από 35 χιλιάδες κατοίκους απέμειναν μόνο 15 χιλιάδες. Με χίλια δολάρια μπορεί κανείς ν' αγοράσει, στην Τρίπολη, ένα σπίτι με κήπο.(...)
Στην Τρίπολη δεν υπάρχουν ακόμη καμπάνες, για να καλούν τους πιστούς στην εκκλησία. Μετά από τέσσερα χρόνια ελευθερίας, στην Τρίπολη γίνεται ακόμη χρήση ενός σίδερου, κρεμασμένου στην πύλη της πόλης (ο τούρκικος δεσποτισμός δεν επέτρεπε τη χρήση καμπανών), πάνω στο οποίο χτυπάνε με μία πέτρα, και στον ήχο εκείνον οι χριστιανοί, σαν τις μέλισσες, συγκεντρώνονται στη γειτονική εκκλησία».
Γεώργιος Καραϊσκάκης
«(...) Ηπειρώτης, γεννημένος στην Άρτα. Κατοικεί σε πολύ ταπεινό σπίτι έξω από την πύλη του Άργους. Ήταν καθισμένος πάνω σ' ένα χαλί μεγαλόπρεπα ντυμένος και με χρυσά και αργυρά κεντήματα. Κοντά του, στον τοίχο, ήταν κρεμασμένο το τουφέκι του, γεμάτο από αργυρά αραβουργήματα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από στρατιώτες, από τους οποίους ένα απόσπασμα δεν εγκατέλειπε ποτέ τον αρχηγό του, ακολουθώντας τον παντού.
Ο Καραϊσκάκης ήταν Κλέφτης στο επάγγελμα, πριν από την επανάσταση. Είναι μετρίου αναστήματος, με ισχνό πρόσωπο, με την τσαχπινιά ζωγραφισμένη στη μορφή του, έτοιμος πάντα για ν' απαντήσει».
Ρουμελιώτες - Σουλιώτες
«Νόμιζα πάντοτε ότι οι Ιταλοί ζωγράφοι, όταν παριστάνουν τα γεγονότα της ρωμαϊκής ιστορίας, υπερβάλλουν στο χρώμα και το σχήμα των Ρωμαίων στρατιωτών. Τα αγριωπά εκείνα πρόσωπα, τα αθλητικά εκείνα μέλη, τα μαυρισμένα εκείνα σώματα, μου φαίνονταν αφύσικα. Αλλά, αφότου είδα τους Ρουμελιώτες και τους Σουλιώτες, πιστεύω ότι στις εικόνες αυτές δεν υπάρχει τίποτε το μη φυσικό.
Οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες είναι η ωραιότερη και πιο ρωμαλέα ράτσα απ' όσες έχω δει. Τα σώματά τους, πάντοτε εκτεθειμένα στον ήλιο, έχουν πράγματι το χρώμα του μπρούτζου. Το στήθος τους είναι πλατύ σαν θώρακας. Η φύση, δε, τους έχει προικίσει με πλούσια μαλλιά, τα οποία είναι λυτά και πυκνά. Θα ήταν ωραιότερη η κόμμωσή τους, αν δεν συνήθιζαν να ξυρίζουν τα μαλλιά στους κροτάφους. Οι Έλληνες εκτιμούσαν πάντοτε τα πυκνά μαλλιά. Οι περισσότεροι απ' αυτούς γεννιούνται και πεθαίνουν στρατιώτες».
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
«Η μορφή του μου φάνηκε πολύ ωραιότερη και ζωηρότερη απ' ό,τι την παρίσταναν οι εικόνες του, οι οποίες πουλιούνται στο Λονδίνο. Ντύνεται ευρωπαϊκά. Όταν τον είδα για πρώτη φορά στην Καλαμάτα ήταν κακοντυμένος, κουρελιασμένος σχεδόν, από επίδειξη μάλλον παρά από ανάγκη. Μιλάει με πολλή κομψότητα και ευκολία τα Γαλλικά. Η συνομιλία μαζί του είναι ευχάριστη, γελαστή και αλατισμένη. Έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις».
Γεώργιος Κουντουριώτης
«Κομψά ντυμένος με τη νησιώτικη φορεσιά του καθόταν τουρκιστί σ' ένα σοφά, μετρώντας το κομπολόι του. Δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα, γι' αυτό όσες φορές τον είδα δεν είχα μαζί του παρά μια σύντομη και ασήμαντη συνδιάλεξη.
Η οικογένεια Κουντουριώτη είναι αναμφίβολα η πλουσιότερη της Ύδρας. Η περιουσία του ανέρχεται σ' ένα εκατομμύριο τάλιρα. Στην αρχή της Επανάστασης, η οικογένεια αυτή συνετέλεσε στη διατήρηση του στόλου με σημαντικά ποσά χρημάτων. Η θυσία αυτή και η φήμη του ως ακέραιου χαρακτήρα ανύψωσαν τον Κουντουριώτη στην ανώτατη θέση της Κυβέρνησης. Αλλά, έκτοτε, η φήμη του διαρκώς μειώνεται.
Εθεωρείτο, κατ' αρχάς, σαν χαρακτήρας σταθερός, αλλά η πείρα απέδειξε ότι είναι μάλλον πείσμων παρά σταθερός. Η ακεραιότητά του είναι άμεμπτη, παρότι τον κατηγορούν ότι μεροληπτεί υπέρ των φίλων του και των Υδραίων.
Η ατυχής έκβαση της στρατιωτικής αποστολής την οποίαν ανέλαβε εναντίον των Αιγυπτίων, μείωσε το γόητρό του (σ.σ. αναφορά στη μάχη του Κρεμμυδίου, της 7ης Απριλίου 1825, κατά την οποίαν ο αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ κατατρόπωσε τους Έλληνες). Οσοδήποτε, όμως, και αν κατακριθεί η διοίκησή του, ο Κουντουριώτης θα παρέχει πάντοτε παράδειγμα χρήσιμο σε μία επανάσταση.
Ότι δηλαδή οι ιδιοκτήτες, αντί να αποφεύγουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να στέκουν στο ακρογιάλι θαυμάζοντας την καταιγίδα, οφείλουν να ρίχνονται στη θύελλα μαζί με τους άλλους πολίτες, χάνοντας και τη ζωή τους, αν είναι ανάγκη, για την πατρίδα».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
«Αχτένιστα και άσπρα τα μαλλιά του έπεφταν στους ώμους του και ανακατεύονταν μπροστά με την άτακτη γενειάδα, την οποία, μετά την αιχμαλωσία του, είχε αφήσει να αυξηθεί σε ένδειξη πένθους, μα και εκδίκησης. Η μορφή του είναι άξεστη, ρωμαλέα. Τα μάτια του γεμάτα φωτιά, το πολεμικό και άγριο πρόσωπό του έμοιαζε με γέρικο απότομο βράχο(...).
Ο Κολοκοτρώνης, αναμφίβολα, δεν είναι κοινός άνθρωπος.
Μετά από λίγες μέρες βγήκε από τη φυλακή και έγινε πανηγυρικά δεκτός στο Ναύπλιο. Κατά τη στιγμή της συμφιλίωσής του με την κυβέρνηση, απάντησε αυτοσχέδια στον λόγο κάποιου από τους επισήμους. Στην άξεστη απάντησή του είναι άξια σημείωσης η παράγραφος στην οποία είπε:
– Στο ταξίδι μου από την Ύδρα έως εδώ πέταξα στη θάλασσα κάθε παράπονό μου. Κάμετε το ίδιο και σεις και θάψετε μέσα σ' εκείνο το λάκκο τα μίση σας και τις διαφορές σας. Αυτός θα είναι ο θησαυρός που θα κερδίσετε!
Μιλάει αυτή τη στιγμή στην πλατεία του Ναυπλίου, όπου οι κάτοικοι έσκαβαν εδώ και πολλές ημέρες με την ελπίδα (συχνή στην Ελλάδα) ότι θα εύρισκαν κάποιο θησαυρό».
Κωνσταντίνος Κανάρης
«Τον βρήκα να κάθεται κοντά στη σύζυγό του και να παίζει με τον γιο του Μιλτιάδη, ηλικίας τριών ετών. Με δέχτηκε με αφελή φιλοφροσύνη και μου προσέφερε, με τον μεγαλύτερο γιο του Νικόλαο, ένα τριαντάφυλλο μόλις κομμένο – ένδειξη εκτίμησης στην Ανατολή.
Ο Κανάρης είναι ένας νέος 32 ετών, ειλικρινής, εύθυμος, και ταυτόχρονα πάρα πολύ μετριόφρων. Δεν κατόρθωσα ποτέ να τον πείσω να μου αφηγηθεί ούτε ένα από τα κατορθώματά του. Αγαπιέται απ' όλους τους συμπατριώτες του, αλλά φθονείται από τους Υδραίους και γι' αυτό το λόγο τον άφησαν εφέτος χωρίς να του αναθέσουν την κυβέρνηση κάποιου πυρπολικού.
Το τουφέκι του ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Τα όπλα του και η γενναιότητά του είναι η μόνη περιουσία τού ατρόμητου αυτού ανθρώπου, ο οποίος έκαψε τέσσερα εχθρικά πολεμικά.
Την προηγούμενη χρονιά, αφού εκδικήθηκε την πυρπόληση της πατρίδας του με την πυρπόληση ενός εχθρικού πολεμικού, παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο φτωχός και στερούμενος των πάντων. Ενώ όλοι έσπευδαν να του προσφέρουν δώρα, εκείνος είπε μπροστά στο Νομοθετικό Σώμα:
– Θα προτιμούσα, αντί για όλα αυτά τα δώρα, να μου έδιναν ένα άλλο μπουρλότο για να υπηρετήσω την πατρίδα μου!».
Παπαφλέσσας
Γράφει ο Κώστας Καιροφύλας: «Ο Πέκκιο δίδει επίσης μίαν περίεργον εικόνα του Παπαφλέσσα». Στη συνέχεια τα λόγια του Ιωσήφ Πέκκιο:
«Ο παράδοξος αυτός άνθρωπος ήταν ένας από τους πιο ενθουσιώδεις απόστολους της Επανάστασης. Δεν κατόρθωσε όμως να διατηρηθεί αγνός από τη διαφθορά, καθώς περνούσε πολύ καλά εν μέσω δυστυχίας της πατρίδας του. Μάλιστα δεν κατόρθωσε να υποταχθεί ούτε στο ιερατικό σχήμα, με το οποίο ήταν περιβαλλόμενος. Ζούσε μέσα σε πολυάριθμο χαρέμι.
Κινούμενος από τον κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα αναχώρησε για το Ναύπλιο, με τη σκέψη να στρατολογήσει άντρες και να πολεμήσει επικεφαλής τους.
Τον συνάντησα μεταξύ Άργους και Τρίπολης ενώ ταξίδευε, προπορευόμενος του χαρεμιού του, δύο τσιμπουκοφόρων και της πομπής του, που έμοιαζε με πομπή Πασά.
Ήταν ωραίος και είχε στο πρόσωπό του ύφος μεγαλείου και έμπνευσης, στοιχεία που πάντα βοηθούν στον να επιβληθείς στο λαό. Δεν κατόρθωσε όμως να μαζέψει παρά οκτακόσιους μόνον άντρες. Με αυτούς αποφάσισε να υπερασπίσει μία θέση, την οποίαν οι Αιγύπτιοι προσέβαλαν ορμητικά. Αλλά οι στρατιώτες του διεσπάρησαν. Μόνον 150 έμειναν μαζί του.
Εκείνος, όμως, εξακολούθησε να πολεμάει μέχρι να σκοτωθεί, εξισορροπώντας έτσι τα όποια ελαττώματά του με τον ηρωικό του θάνατο (σ.σ. Μανιάκι, 20 Μαΐου 1825)».
Αθήνα
Σημειώνει ο Κώστας Καιροφύλας: «Εις τον Πειραιά (σ.σ. ο Πέκκιο) εύρε μερικάς καλύβας μόνον. Ο δρόμος από Πειραιώς εις Αθήνας ήτο πλημμυρισμένος από γυναικόπεδα προσφυγόντα εις την πόλιν εκείνην. Ήτο η εποχή του θερισμού της κριθής, η οποία ευδοκιμεί εις την Αττικήν και αναμιγνύεται εις το ψωμί των χωρικών. Έσπευδον λοιπόν να την μαζέψουν και αποθηκεύσουν προτού οι Τούρκοι διαρπάσουν τους αγρούς των.
Μετά δίωρον ευχάριστον πορείαν εν μέσω ελαιών και αμπελών, εισήλθον τέλος εις τας Αθήνας. Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από παλληκάρια, αλλά τα σπίτια αδειανά από οικογενείας και έπιπλα. Κατά το καλοκαίρι δεν μένουν παρά τρεις χιλιάδες άνδρες προς προστασίαν της πόλεως (Διότι το καλοκαίρι εγίνοντο αι τουρκικαί επιδρομαί συνήθως).
Ο λόγος στον Ιωσήφ Πέκκιο:
«Το φρούριο της Ακρόπολης απαιτεί πεντακόσιους άντρες για τη φρούρησή του. Έχει άφθονο νερό και κάθε άλλη προμήθεια. Ο στρατηγός Γκούρας το έχει θέσει να αντέχει σε διετή πολιορκία. Η πόλη δεν προστατεύεται παρά από ένα τείχος, πίσω από το οποίο είναι τοποθετημένοι, γι' αυτό το λόγο, 2-3 οπλίτες...
Οι Αθηναίοι εφάρμοσαν το καλύτερο σύστημα άμυνας, αφαίρεσαν δηλαδή από τους Τούρκους κάθε ελπίδα λαφύρων. Έτσι, οι Τούρκοι, αν ήθελαν να καταλάβουν την Αθήνα δεν θα αγόραζαν, αντί για αίμα, παρά μόνο σωρούς από πέτρες.
Πέρα από λίγα σπίτια, όλη η άλλη πόλη δεν είναι παρά ερείπια και καλύβες.
Αν οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να αντιτάξουν επίμονη αντίσταση, μπορούν να αμυνθούν από σπίτι σε σπίτι, και εν τέλει να αποσυρθούν από την πόλη, στεκόμενοι στις υπώρειες της Ακρόπολης και υπό την προστασία της».
Και πάλι ο Καιροφύλας:
«Ο Πέκκιο αναφέρει με μεγάλην του ευχαρίστησιν ότι από ενός έτους η Φιλόμουσος Εταιρεία φροντίζει δια την προστασίαν των αρχαιοτήτων των Αθηνών και ιδίως της Ακροπόλεως. Μαζί με τας αρχάς εκαθάρισαν τας αρχαιότητας της Ακροπόλεως υπό τα ερείπια και εκρήμνισαν μερικά παλιόσπιτα που έθαπτον τα αριστουργήματα.
Εις την Πνύκα συνήθιζεν ο λαός να συνέρχεται, κατά το παρελθόν μάλιστα έτος είχον εις το μέρος εκείνο εκλεγή οι αντιπρόσωποι των Αθηνών.
Όταν απειλείται η τουρκική επιδρομή, ο λαός των Αθηνών συνηθίζει να συνέρχεται κάτω από το Θησείον, από το οποίον διακρίνεται ο κάμπος εις μεγάλην απόστασιν.(...)
Εις τας Αθήνας υφίστατο προ πολλού Λύκειον, όπου εδιδάσκετο η αρχαία ελληνική, η ιταλική και η ιστορία. Έχει και μικράν βιβλιοθήκην. Το συχνάζουν 60 μαθηταί.
Μετά την Επανάστασιν είχον γίνει δύο αλληλοδιδακτικά, εν αρρένων και έτερον θηλέων. Κάθε εν έχει εκατόν περίπου μαθητάς. Η Φιλόμουσος Εταιρεία ιδρυθείσα το 1813, έχει την εποπτείαν επί των σχολείων.
Υπήρχε και τυπογραφείον, διευθυνόμενον από τον "πλήρη φώτων και διάθερμον πατριώτην νέον Ψύλλαν, αλλ' αυτό, μαζί με τα σχολεία, μετεφέρθη εις την Σαλαμίνα", διότι αι Αθήναι ευρίσκοντο υπό την διαρκήν απειλήν των Τούρκων».
Και για να επανέλθουμε στον Πέκκιο:
«Αλλά τι έκαναν οι Έλληνες κατά τα τέσσερα αυτά χρόνια (σ.σ. 1821-1825), θα ρωτήσει κάποιος; Πολύ λίγα.
Όμως τι θα μπορούσε να κάνει ένας λαός ο οποίος, αφού απέκρουσε δύο τουρκικές εισβολές, υπέστη μετά από λίγους μήνες έναν εμφύλιο πόλεμο;
Και τι μπορεί να κάνει ένας λαός εξερχόμενος από κτηνώδη δουλεία τεσσάρων αιώνων; Η τυραννία πλήττει τη ζωτικότητα ενός έθνους. Τα δε αποτελέσματα του θανατηφόρου δηλητηρίου της εξακολουθούν και μετά το πέρας αυτής».
σχόλια