Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) αγόρασε από έναν μεσάζοντα με κακή φήμη, τον Ρόμπερ Χεκτ, τον κρατήρα του Ευφρονίου για ένα εκατομμύριο δολάρια, ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή, ο Τόμας Χόβινγκ, διευθυντής του μουσείου, βρήκε απέναντί του τον Όσκαρ Γουάιτ Μουσκαρέλα, αρχαιολόγο και ανώτερο ερευνητή στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, που πέθανε τον περασμένο μήνα σε ηλικία 91 ετών.
Ο Μουσκαρέλα είπε τότε στους ΝΥΤ ότι τα αφεντικά του είχαν «αποποιηθεί της ευθύνης» και ότι «θα έπρεπε να είχαν ελέγξει κάθε πιθανή προέλευση του αγγείου πριν από την αγορά του».
Είχε δίκιο. Ιταλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ο κρατήρας είχε λεηλατηθεί από τη χώρα τους και έδωσαν μάχη τριών δεκαετιών για να τον πάρουν πίσω. Το ΜΕΤ τον επέστρεψε τελικά το 2008.
Οι ένθερμοι υποστηρικτές του τον αποκαλούσαν «φωνή της συνείδησης» των μουσείων. «Είναι ώρα να καθαρίσουμε το σπίτι μας», έλεγε, εννοώντας τα πλαστά και ύποπτα αντικείμενα και έργα τέχνης στο ΜΕΤ, όπου εργάστηκε για περισσότερα από 40 χρόνια, πριν συνταξιοδοτηθεί το 2009.
Ο Μουσκαρέλα καταδίκαζε αυτό που αποκαλούσε «αρχαιολογία του παζαριού» – την κοινότητα των ηθικά διεφθαρμένων επιμελητών μουσείων, συλλεκτών και εμπόρων που έκαναν τα στραβά μάτια καθώς εμπορεύονταν, πωλούσαν και εξέθεταν λεηλατημένα ή πλαστά αντικείμενα.
Ειδικευόταν στην τέχνη και την αρχαιολογία της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, και ειδικότερα της αρχαίας Περσίας και της Ανατολίας, και η αποφασιστική του στάση όσο και η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιούσε του «χάρισαν» πολλούς εχθρούς, όπως τον Χόβινγκ, ο οποίος τη δεκαετία του '70 προσπάθησε να τον απολύσει από το ΜΕΤ σέρνοντάς τον σε δικαστικούς αγώνες που τερματίστηκαν το 1977 με τον Μουσκαρέλα να κρατά τη θέση του, καθώς ένας δικαστικός πραγματογνώμονας τάχθηκε τελικά υπέρ του, δηλώνοντας ότι δεν είχε επιδείξει «αντιεπαγγελματική και ανάρμοστη συμπεριφορά».
Το ΜΕΤ δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον κρατήσει στο προσωπικό του, ωστόσο η ατμόσφαιρα ήταν εχθρική καθώς ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένος από τα υπηρεσιακά θέματα. Συχνά δεν τον ενημέρωναν για τις αγορές, τις αλλαγές στις αίθουσες, τις συναντήσεις, το νέο προσωπικό ή τους επισκέπτες συναδέλφους. Παρ' όλα αυτά, ο Μουσκαρέλα συνέχισε τη δουλειά του.
Ήταν μεταξύ εκείνων που πλήρωσαν ακριβά το ότι κατηγόρησαν το ΜΕΤ για την αγορά ενός κομματιού αμφιβόλου προέλευσης. «Πρέπει να ξέρει κανείς από πού προήλθε ο κρατήρας», δήλωσε στους «Times» το 1973. «Μπορεί να υπάρχουν και άλλα αντικείμενα μαζί του, αν προέρχεται από τάφο. Χωρίς τον τόπο της ανακάλυψης, είναι αδύνατο να ανασυνθέσει κανείς το ιστορικό του πλαίσιο».
Είπε, ακόμα ότι ο κυκλαδικός Αρπιστής του ΜΕΤ είναι πλαστός και ότι προέρχεται από την ίδια πηγή από την οποία έχουν προέλθει και αρχαιότητες της συλλογής Λέοναρντ Στερν, όταν τις είδε για τελευταία φορά στην γκαλερί Merrin το 2006, σε μια έκθεση στην οποία ο μεγαλοσυλλέκτης Στερν είχε δανείσει δέκα από τα κυκλαδικά αντικείμενα της συλλογής του.
Επί σαράντα χρόνια ο Μουσκαρέλα προσπαθούσε και τελικά απέδειξε ότι πολλές αρχαιότητες που κατείχε το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης και άλλα μουσεία ήταν κλεμμένες ή πλαστές. Ίνδαλμά του ήταν ο Σέρλοκ Χολμς και έλεγε: «Ποτέ δεν μαντεύω – είναι μια σοκαριστική συνήθεια, καταστροφική για τη λογική ικανότητα».
«Όλα λεηλατημένα» είχε πει ωμά, καπνίζοντας την πίπα του, σε έναν δημοσιογράφο της «Village Voice», μπροστά σε μια γυάλινη προθήκη με κεραμικά, σε μια έκθεση αρχαίας ελληνικής τέχνης στο Μητροπολιτικό Μουσείο το 2003.
Πέρασε δεκαετίες στο τμήμα αρχαίας τέχνης της Εγγύς Ανατολής στο MΕΤ, συμμετέχοντας σε ανασκαφές στο Ιράν και την Τουρκία και γράφοντας δεκάδες επιστημονικές εργασίες και καταλόγους, καθώς και πολλά βιβλία. Η θητεία του στο MΕΤ, η οποία είχε ξεκινήσει το 1964, πήρε αμφιλεγόμενη τροπή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις πρακτικές εξαγορών του μουσείου, ιδίως για την αγορά έργων ασαφούς προέλευσης.
«Αυτό το μουσείο είναι ένας από τους κυριότερους πλιατσικολόγους στην ιστορία αυτού του πλανήτη και δεν θα σταματήσει», δήλωσε το 1995 στη «Newsday». «Υπάρχουν πράγματα σε αυτό το μουσείο που είναι λεηλατημένα. Δεν έπεσαν από τον ουρανό».
Έγινε πρωτοσέλιδο το 1978 με ένα έγγραφο που αναγνώριζε 247 αντικείμενα ή ομάδες αντικειμένων σε διάφορα μουσεία ως πλαστά ή ύποπτης προέλευσης. Δύο χρόνια αργότερα, σε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, δήλωσε ότι κανένα από αυτά δεν είχε αφαιρεθεί από τις προθήκες των μουσείων.
Η μελέτη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, μεταξύ άλλων από τον Σέρμαν Λι, διευθυντή του Μουσείου Τέχνης του Κλίβελαντ, ο οποίος δήλωσε στους «New York Times»: «Πιστεύουμε αυτό που γράφει στις ταμπέλες μας». Ο Μουσκαρέλα έλεγε ότι όλα είναι ένοχα μέχρι να αποδειχθεί η αθωότητά τους και αυτό που επιδίωκε ήταν να μην υπάρχει διακίνηση αρχαιοτήτων.
«Είμαι εναντίον κάθε αγοράς αρχαίων έργων τέχνης από εμπόρους», δήλωνε στους «Times». «Αν τα αντικείμενα είναι γνήσια, αγοράζουμε λεηλατημένη τέχνη – αν είναι ψεύτικα, αγοράζουμε πλαστογραφίες. Και το κοινό πληρώνει για αυτές τις πλαστογραφίες ή για αυτές τις δωροδοκίες σε πλιατσικολόγους και δημόσιους λειτουργούς».
Ο Μουσκαρέλα έβλεπε ότι οι έμποροι, οι πλαστογράφοι, οι πλιατσικολόγοι, οι ιδιώτες συλλέκτες και τα μουσεία συνδέονταν σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο και επιζήμιο σύστημα. Οι υψηλές τιμές που πλήρωναν τα μουσεία και οι συλλέκτες ενθάρρυναν την πλαστογραφία και τη λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων.
Η αποδοχή αντικειμένων αμφίβολης προέλευσης έκανε ανακριβή την ιστορία της τέχνης και τροφοδοτούσε ένα σύστημα μαύρης αγοράς. Τα μουσεία και οι συλλέκτες (που συχνά ήταν οι ίδιοι πλούσιοι άνθρωποι που χρηματοδοτούσαν τα μουσεία) δεν είχαν κίνητρο να αποκαλύψουν τις πλαστογραφίες, διότι, μεταξύ άλλων, θα τους έκανε να φανούν ανόητοι που πλήρωναν μεγάλα ποσά για αυτές.
Ο Χάρολντ Χόλτζερ, διευθυντής επικοινωνίας του ΜΕΤ, έχει πει για τον Μουσκαρέλα: «Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος που μισεί τα μουσεία εργάζεται σε μουσείο».
Ωστόσο ο Μουσκαρέλα δεν μισούσε τα μουσεία. Καταδίκαζε αυτό που αποκαλούσε «αρχαιολογία του παζαριού» – την κοινότητα των ηθικά διεφθαρμένων επιμελητών μουσείων, συλλεκτών και εμπόρων που έκαναν τα στραβά μάτια καθώς εμπορεύονταν, πωλούσαν και εξέθεταν λεηλατημένα ή πλαστά αντικείμενα. Τα μόνα τεχνουργήματα που τα μουσεία θα έπρεπε να κατέχουν και να εκθέτουν, πίστευε, ήταν αυτά που συλλέχθηκαν και τεκμηριώθηκαν σωστά από αρχαιολόγους.
«Κάθε διευθυντής μουσείου που αρνείται να εξετάσει ένα ύποπτο αντικείμενο θα πρέπει να απολυθεί – είναι προδοσία όλων όσων πρεσβεύει. Τέτοιες συμπεριφορές ισοδυναμούν με διαφθορά και καταστροφή της πειθαρχίας και καθιστούν τον διευθυντή συνένοχο σε μια διαστρέβλωση του παρελθόντος», έλεγε.
Το 2000 έγραψε το βιβλίο «The Lie Became Great: The Forgery of Ancient Near Eastern Cultures», στο οποίο κατέγραψε περισσότερα από 1.250 ύποπτα αντικείμενα σε όλο τον κόσμο. «Αν σταματούσε η συλλογή», έγραφε στην εισαγωγή του βιβλίου, «η λεηλασία θα σταματούσε –σίγουρα θα μετριάζονταν– και η κατασκευή πλαστογραφιών θα μειωνόταν. Αλλά αυτά τα επιχειρήματα χλευάζονται ως αφελή από την ιδιοτελή και μεροληπτική συλλεκτική κουλτούρα, η οποία αποτελεί ουσιαστικά συστατικό στοιχείο της κουλτούρας της πλαστογραφίας».
Ο Όσκαρ Γουάιτ Μουσκαρέλα γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1931 στο Μανχάταν και διέπρεψε ως μαθητής στο Stuyvesant High School, ένα δημόσιο σχολείο προετοιμασίας για το κολέγιο στο Μανχάταν, όπου έγινε μέλος της λέσχης αρχαιολογίας. Σπούδασε ιστορία και πήγε πρώτη φορά σε αρχαιολογική ανασκαφή σε μια τοποθεσία των Ινδιάνων Pueblo στο Κολοράντο σε ηλικία 22 ετών. Εργάστηκε σε δεκάδες αρχαιολογικούς χώρους σε όλο τον κόσμο, από την Ελλάδα έως το Αφγανιστάν, με αντικείμενα από τη νεολιθική έως την περσική περίοδο, και παρά τις αντιξοότητες έγινε ένας από τους πιο εξέχοντες αρχαιολόγους, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Έκανε διδακτορικό στην κλασική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, και σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του τον σέβονταν ακόμη και όσοι δεν τον συμπαθούσαν, και τον αναζητούσαν για τις απόψεις του, τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις για την αρχαία τέχνη και τον πολιτισμό, την ειλικρίνειά του και την απόλυτη έλλειψη επιτήδευσης.