Τα ερείπια της Βουβώνος βρίσκονται στη σημερινή επαρχία του Burdur, σε χίλια μέτρα υψόμετρο, λιγότερο από 100 χλμ. από τα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας, και κοντά στο χωριό İbecik (Ίμπετζικ). Στην αρχαιότητα, η Βουβών ανήκε σε μια περιοχή που ήταν γνωστή ως Κιβυρατική και κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο αποτελούσε μέρος της επαρχίας της Λυκίας. Το όνομα προέρχεται από την Κιβύρα (ή: τα Κίβυρα), τη μεγαλύτερη αρχαία πόλη της περιοχής, όπου πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν στο Ωδείο της πόλης ένα απαράμιλλης τέχνης ψηφιδωτό δάπεδο που απεικονίζει τη Μέδουσα.
Σε άλλη κοντινή πόλη, τα Οινόανδα, σώζεται αποσπασματικά η λεγόμενη Φιλοσοφική επιγραφή του Διογένη, το εκπληκτικό επιγραφικό μνημείο του 2ου αι. μ.Χ., που στην αρχική του μορφή πρέπει να ήταν το εκτενέστερο που μας είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει η ορεινή και φαινομενικά απομονωμένη περιοχή της Κιβυρατικής όμως δεν τελειώνουν εδώ: από τη Βουβώνα προέρχεται ένα σύνολο χάλκινων αγαλμάτων εξαιρετικής τέχνης, το μοναδικό τέτοιο σύνολο που σώζεται από τη Ρωμαϊκή Περίοδο. Και είναι εκείνα τα αγάλματα που έχουν στρέψει πρόσφατα τα φώτα της δημοσιότητας στη μικρή ορεινή κοινότητα της Κιβυρατικής.
Όμως ένας από τους πολλούς λόγους που το εμπόριο αρχαιοτήτων και οι λαθρανασκαφές που το τροφοδοτούν είναι καταστροφικές είναι ότι θέτουν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια στην επιστημονική μελέτη των αντικειμένων που έρχονται στο φως και διακινούνται με αυτόν τον τρόπο. Μοιρασμένα σε συλλογές ανά τον κόσμο, αρκετές από αυτές ιδιωτικές, τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μελετηθούν ως σύνολο.
Ο ασφάλτινος δρόμος που αγκαλιάζει τους πρόποδες του Dikmen Tepe, ή «όρθιου λόφου», στην ανατολική του πλευρά έχει υψομετρική διαφορά 140 μέτρα από την κορυφή που καταλάμβανε η ακρόπολη της Βουβώνας. Αρχαία ερείπια και βάσεις αγαλμάτων με επιμελώς λαξευμένες ελληνικές επιγραφές προβάλλουν από τη γη και συνοδεύουν την ανάβαση με τα πόδια. Από το θέατρο και την ακρόπολη αντικρίζει κανείς τις γύρω βουνοκορφές και ανάμεσά τους την εύφορη πεδιάδα που αποτελούσε τη χώρα της αρχαίας Βουβώνας.
Λίγο πιο πάνω από την αγορά και στα δυτικά του θεάτρου, συναντά κανείς τα ερείπια μιας δομής με διαστάσεις 6,50 x 4.80 μ. Εδώ, ενεπίγραφα ορθογώνια βάθρα αγαλμάτων κατά μήκος της βόρειας και της ανατολικής πλευράς του δωματίου, μαζί με τέσσερις ελεύθερες ενεπίγραφες βάσεις, φανερώνουν ότι το κτίσμα φιλοξενούσε ένα Σεβαστείον, δηλαδή ένα ιερό της αυτοκρατορικής λατρείας. Οι επιγραφές μαρτυρούν ότι ο χώρος φιλοξενούσε αγάλματα μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας από τον Νέρωνα ως τον Γαλλιηνό, δηλαδή από τα μέσα του 1ου ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Η πρώτη πράξη της ιστορίας μυστηρίου που απασχολεί ξένα ΜΜΕ, ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία, συλλέκτες και κυβερνήσεις, διαδραματίστηκε εδώ.
Τη δεκαετία του ’60 αρχίζουν να εμφανίζονται στο εμπόριο αρχαιοτήτων στις ΗΠΑ και να διασκορπίζονται σε ιδιωτικές συλλογές διάφορα χάλκινα γλυπτά –ορισμένα από αυτά είναι εξαιρετικής ποιότητας– που φημολογείται ότι προέρχονται από μία και μοναδική τοποθεσία στην Τουρκία, χωρίς περισσότερα στοιχεία. Ενώ αναζητούνταν η προέλευση των εντυπωσιακών ευρημάτων, η Τουρκάλα αρχαιολόγος Cale İnan (Τζάλε Ινάν) παρατηρεί στο μουσείο του Burdur ένα εξαιρετικής ποιότητας ακέφαλο χάλκινο άγαλμα που θυμίζει σε τεχνοτροπία εκείνα που είχαν πρόσφατα εμφανιστεί στις ΗΠΑ. Το άγαλμα είχε βρεθεί σε λαθρανασκαφή στη Βουβώνα το 1967.
Όπως πληροφορείται η Τουρκάλα αρχαιολόγος, οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού έσκαβαν για καιρό στο Dikmen Tepe και πουλούσαν τα ευρήματά τους σε λαθρεμπόρους, έως ότου επενέβησαν οι Αρχές. Δεν επρόκειτο όμως για τυχαίες, μεμονωμένες ενέργειες αλλά για εκτενείς και οργανωμένες ομαδικές «ανασκαφές» με επικεφαλής δύο αδελφούς, ο ένας εκ των οποίων κρατούσε και ημερολόγιο! Το τελευταίο αποδείχθηκε χρήσιμο για την İnan όταν ανέλαβε να ανασκάψει το Σεβαστείο της Βουβώνας, να μελετήσει τα βάθρα και τις επιγραφές τους, ώστε να προτείνει μια ανασύνθεση της ιστορίας του Σεβαστείου και των γλυπτών του. Σύμφωνα πάντα με την ίδια αρχαιολόγο, τα εκπληκτικά χάλκινα προέρχονται από αυτό το κτίσμα στη μικρή πόλη της Κιβυρατικής και γνώρισαν αλλεπάλληλες ανακατατάξεις στη μακρά διάρκεια της ιστορίας του ιερού.
Όμως ένας από τους πολλούς λόγους που το εμπόριο αρχαιοτήτων και οι λαθρανασκαφές που το τροφοδοτούν είναι καταστροφικές είναι ότι θέτουν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια στην επιστημονική μελέτη των αντικειμένων που έρχονται στο φως και διακινούνται με αυτόν τον τρόπο. Μοιρασμένα σε συλλογές ανά τον κόσμο, αρκετές από αυτές ιδιωτικές, τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μελετηθούν ως σύνολο. Έτσι, όσο επιμελείς κι αν ήταν οι πρώτες έρευνες της İnan, κάποια επιμέρους ερωτήματα σχετικά με τα χάλκινα της Βουβώνας παραμένουν αναπάντητα. Στη δυσκολία επιστημονικής αποτίμησης προστίθενται οι μυστικές διαδρομές που ακολουθεί το εμπόριο κλεμμένων αρχαιοτήτων, με υπόγειες συναλλαγές μεταξύ λαθρεμπόρων, συλλεκτών και υπευθύνων μουσείων που επιθυμούν να εμπλουτίσουν τις συλλογές τους με κάθε τρόπο. Κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν έχει συμφέρον να αποκαλυφθούν η προέλευση και οι ακριβείς συνθήκες απόκτησης των αντικειμένων.
Κάπως έτσι η πρόσφατη απόφαση των αμερικανικών αρχών να κατάσχουν από ιδιωτικές συλλογές και μουσεία και να επιστρέψουν στην Τουρκία αντικείμενα που έχουν ταυτιστεί ως προερχόμενα από λαθρανασκαφές δεν έχει προκαλέσει μόνο δικαιολογημένη ικανοποίηση στη γειτονική χώρα αλλά και έντονο πονοκέφαλο σε παράγοντες μουσείων και υπεύθυνους συλλογών ανά τον κόσμο. Στο επίκεντρο της πιο ενδιαφέρουσας διαμάχης, από επιστημονικής άποψης τουλάχιστον, βρίσκεται η Γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης. Το φημισμένο μουσείο έχει στη συλλογή του μια χάλκινη κεφαλή του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) που η İnan θεώρησε ότι ανήκει σε ένα εκπληκτικής τέχνης χάλκινο γυμνό σώμα, προερχόμενο από το Σεβαστείο της Βουβώνας. Το σώμα αυτό, αξίας 25 εκατ. δολαρίων, επεστράφη από τις ΗΠΑ στην Τουρκία τον περασμένο Μάρτιο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Δανία καλείται τώρα να παραδώσει και το κεφάλι, αφού η ίδια η Γλυπτοθήκη είχε παλιότερα αναγνωρίσει την προέλευσή του. Εδώ όμως τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται.
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οι λαθρέμποροι αρχαιοτήτων δρούσαν σχεδόν ανεξέλεγκτοι και τα μουσεία ελάχιστα δίσταζαν να παραδεχτούν ότι οι θησαυροί τους αποκτήθηκαν με διαδικασίες αμφιβόλου νομιμότητας, ιδιαίτερα όταν η προέλευση των αντικειμένων ήταν μια χώρα με μικρή επιρροή. Το κεφάλι του Σεπτιμίου Σεβήρου είχε καταλήξει στην Κοπεγχάγη μέσω του Αμερικανού Robert Hecht, υπόδικου για αρχαιοκαπηλία στην Ιταλία μέχρι τον θάνατό του το 2012, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον τότε διευθυντή της Γλυπτοθήκης. Στη συνέχεια, όμως, διάφορα σκάνδαλα είχαν ως αποτέλεσμα να ενταθεί σιγά σιγά η πίεση για σεβασμό της νομιμότητας από πλευράς των μουσείων, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι των συλλογών να πρέπει να αναθεωρήσουν έστω μερικώς τη στάση τους. Οι αναφορές στη Βουβώνα άρχισαν να αφαιρούνται από τα κείμενα που συνοδεύουν τα εκθέματα και να αντικαθίστανται από προσεκτικές διατυπώσεις που τραβούν την προσοχή του επισκέπτη σε πιο «ανώδυνες» πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα, αντί για την προέλευσή τους. Έτσι, το κεφάλι της Γλυπτοθήκης της Κοπεγχάγης αποσυνδέθηκε διακριτικά από το εντυπωσιακό γυμνό σώμα που εν τω μεταξύ εκτίθεται στο νέο μουσείο της Αττάλειας.
Όσο κι αν είναι κατακριτέα η στάση των μουσείων που ενίσχυσε διαχρονικά τη δράση των αρχαιοκάπηλων και των συλλεκτών, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι η θέση του Rune Frederiksen, του νέου διευθυντή της Γλυπτοθήκης της Κοπεγχάγης, αρχαιολόγου με αξιόλογο έργο και πολυετή πείρα σε ανασκαφές στην Ελλάδα, είναι λεπτή και καθόλου αξιοζήλευτη. Αυτό, γιατί η αντιστοίχιση επιγραφών, λαξευμάτων στήριξης στην άνω επιφάνεια των πλίνθων και χάλκινων αγαλμάτων είναι πραγματικά μια δύσκολη υπόθεση σε κάθε περίπτωση.
Εν προκειμένω, επειδή το γυμνό σώμα που επέστρεψε στην Τουρκία έχει την κοινότατη στάση χιαστί ή contraposto, επειδή η χρονολόγηση με βάση την τεχνοτροπία του είναι ιδιαίτερα δύσκολη και θεωρείται ότι θα μπορούσε να χρονολογείται ακόμα και στην Ελληνιστική Περίοδο και επειδή δεν έχουν δοθεί ακριβείς μετρήσεις των λαξευμάτων στήριξης και των αντίστοιχων διαστάσεων των ποδιών των αγαλμάτων, είναι επόμενο να εκφράζονται αμφιβολίες από επιστημονικής άποψης τόσο για την ταύτιση του γυμνού γλυπτού όσο και για την απόδοση του κεφαλιού της Κοπεγχάγης σε εκείνο. Σε αυτά τα προβλήματα προστίθεται και το ότι στη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε από τη μία και μοναδική φορά που το κεφάλι «συνάντησε» το σώμα και φωτογραφήθηκαν μαζί τα δύο δεν δείχνουν πραγματικά να ταιριάζουν.
Μένει να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα δοθούν στη δημοσιότητα τα ημερολόγια των λαθρανασκαφέων που κρατούνται μυστικά, θα συνεργαστούν στενά Τούρκοι, Δανοί και Αμερικανοί για να ολοκληρωθεί η επιστημονική μελέτη των ευρημάτων και η ανασύνθεση της διαδρομής των αντικειμένων, και οι κλεμμένοι θησαυροί θα επιστραφούν στον τόπο προέλευσής τους, από όπου κι αν βρίσκονται αυτήν τη στιγμή, σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία ανά τον κόσμο.
*Η Χριστίνα Κοκκινιά είναι ιστορικός-επιγραφολόγος, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ).