Ok, δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω ένα γκέι ζευγάρι στον κινηματογράφο, τίποτα δεν δείχνει παράξενο, μέχρι που ο ένας «λύνει» το πρόσθετο πόδι του και το ακρωτηριασμένο άκρο βρίσκει «δρόμο» στο πιο λάθος μέρος. Είναι Νοέμβριος του 1996, βρίσκομαι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παρακολουθώ το Hustler White ή αλλιώς Νοικιασμένα Κορμιά, μια και έτσι μεταφράστηκε στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ τούτο εδώ το φιλμ του Μπρους ΛαΜπρούς. Γιατί το 1996 δεν θα μπορούσες να ανακαλύψεις κάποια ιδιαίτερα ονόματα του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου αν απουσίαζες από τις προβολές των Νέων Οριζόντων.
Και φυσικά υπάρχει πάντα η «ταινία-έκπληξη». Συνήθως ταινία του Φανταστικού. Είδαμε πρώτοι απ' όλους (στην Ελλάδα) το Blair Witch Project και φύγαμε με την ουρά στα σκέλια. Είδαμε επίσης πρώτοι (και... τελευταίοι) το La Terza Madre του Ντάριο Αρτζέντο, το πολυαναμενόμενο (δεύτερο) σίκουελ της Suspiria, και φύγαμε κρατώντας την κοιλιά μας από τα γέλια, με την κόρη του, την Άζια, να μας περιμένει στις Αποθήκες με ένα ισοπεδωτικό DJ set.
Αυτό που έκανε –και κάνει– το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τόσο ξεχωριστό είναι η αγάπη του για το σινεμά εκείνο που δεν εκτιμούν και τόσο οι «ακαδημαϊκοί» της έβδομης τέχνης.
Υπήρχε πάντως ένα διαφορετικό κλίμα εκείνα τα πρώτα χρόνια «διεθνοποίησης» του θεσμού. Τα πάρτι ήταν πιο αχαλίνωτα, οι πόζες και οι καταναγκαστικές συστάσεις λιγότερες, οι έκρυθμες καταστάσεις πιο έντονες. Η διαδικτυακή «ανταλλαγή» ταινιών ήταν κάτι ανύπαρκτο εκείνα τα χρόνια, και πρέπει να σας πω εδώ πως από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έμαθε η Ελλάδα τον Ατόμ Εγκογιάν και τον Χαλ Χάρτλεϊ. Ήταν θες και το κλίμα εκείνης της δεκαετίας, η αίσθηση πως όλα ήταν δυνατά. Μπορούσες για παράδειγμα να δεις το Totally fucked up του Γκρεγκ Αράκι και να πέσεις επάνω στον ίδιο τον σκηνοθέτη σε πάρτι στη στοά Μοδιάνο, και σε εξίσου... ακραίες καταστάσεις.
Άλλες φορές, η προσβασιμότητα κάποιων ανθρώπων έρχεται ως ανάμνηση αλλά και ως υπενθύμιση του πού βρίσκονται τώρα: Θυμάμαι τον Ντάρεν Αρονόφσκι να μετρά αγχωμένος τα κεφάλια στην προβολή του π και να μου διηγείται πόσο «φεσωμένος» είναι από τα γυρίσματα της ταινίας που καλύφθηκαν μέσω των (υπερχρεωμένων) πιστωτικών του καρτών. Όχι σε κάποια δημοσιογραφική συνέντευξη, στην είσοδο του σινεμά, παρέα με τον κόσμο. Μιλώντας για ανερχόμενα ταλέντα και πιστωτικές κάρτες, το 1998 βλέπαμε σε πρώτη προβολή το ασπρόμαυρο, φτηνό και ακατέργαστο Following με ήρωα έναν διαρρήκτη που ζει με κλεμμένες κάρτες. «Έχει μέλλον αυτός» σκεφτήκαμε – και ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν μας διέψευσε! Αξέχαστη όμως παραμένει και η πρώτη, «μυστική» προβολή του ανολοκλήρωτου ακόμα Σπιρτόκουτου του Γιάννη Οικονομίδη, που είδαμε ασπρόμαυρο, δίχως να γνωρίζουμε το παραμικρό για την ταινία, και φυσικά μείναμε με το στόμα ανοιχτό.
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό σινεμά, είχαμε τις ταινίες που κοβόντουσαν από το διαγωνιστικό τμήμα, κι εμείς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι ενόχλησε τόσο στο Ράδιο Μόσχα του Νικόλα Τριανταφυλλίδη ή στον εξίσου αδικαιολόγητα κομμένο Χαμένο Θησαυρό του Χουρσίτ Πασά του Σταύρου Τσιώλη. Βέβαια τώρα θυμάμαι και όλα αυτά τα ελληνικά «τέρατα» που έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια, και σκέφτομαι πως θα είχε πλάκα μια ρετροσπεκτίβα με τις ταινίες που οι Έλληνες θεατές δεν είδαν ποτέ, τις ταινίες εκείνες που είδαμε μονάχα εμείς, οι θαμώνες του Φεστιβάλ, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ταλαίπωρα εκείνα πειραματόζωα στα οποία τεστάρονται πρώτα τα πιο σκληρά φάρμακα...
Αυτό όμως που έκανε –και κάνει– το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τόσο ξεχωριστό είναι η αγάπη του για το σινεμά εκείνο που δεν εκτιμούν και τόσο οι «ακαδημαϊκοί» της έβδομης τέχνης.
Αξέχαστη, για παράδειγμα, θα μείνει η «τρισδιάστατη» βραδιά, πολύ πριν ο Τζέιμς Κάμερον και το Avatar επαναφέρουν το 3D στη μόδα, όπου, φορώντας τα απαραίτητα χάρτινα γυαλιά, είδαμε το Σάρκα για τον Φρανκενστάιν του 1973 σε παραγωγή του Άντι Γουόρχολ, απολαμβάνοντας το θέαμα ενός Ούντο Κιέρ να εκτοξεύει σπλάχνα προς το μέρος μας. Την ίδια νύχτα είδαμε –πάντα σε 3D– το Amytiville 3D και ένα κινέζικο καράτε με τίτλο Η εκδίκηση των θηλυκών Σογκούν! Καράτε του συρμού αλλά ξεκαρδιστικό, με το τέλος της προβολής να μας βρίσκει σχεδόν μαστουρωμένους μετά από έξι συνεχείς ώρες τρισδιάστατης θέασης.
Το φετινό αφιέρωμα στις ταινίες που επέλεξε ο Τζον Γουότερς προβλέπεται να ξυπνήσει τα ίδια άγρια ένστικα ενός σινεφιλικού κοινού που προσέχει να μην παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Και κάτι τέτοιο, πιστέψτε μας, είναι απαραίτητο όταν βγαίνεις από μια 16ωρη προβολή ολόκληρου του Berlin Alexanderplatz στο Ολύμπιον, και έχεις τους πρωινούς σαλεπιτζήδες να σε παρατηρούν με βλέμμα έκπληκτου ανθρωπολόγου.
σχόλια