Μετά το αισθησιακό, ρευστό Aquarius, κανείς δεν περίμενε ένα αιματοβαμμένο θρίλερ από τον , τον Βραζιλιάνο σκηνοθέτη που, ναι μεν ύφανε έναν πολιτικό τόνο στο υπόστρωμα του δράματος με πρωταγωνίστρια την Σόνια Μπράγκα, αλλά στο Bacurau (ένα είδος μεγάλου πτηνού, αλλά και το μικροσκοπικό χωριό όπου εκτυλίσσεται η δράση) αντιτίθεται εμμμέσως πλην σαφώς στον επιθετικό, ξεδιάντροπο ρατσισμό του ακροδεξιού ηγέτη της χώρας του, Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Το απομακρυσμένο χωριό, που αποτελείται από έναν χωματόδρομο, ένα καφενείο, ένα λαογραφικό μουσείο και καλύβες ένθεν κακείθεν, με κατοίκους αντιπροσωπευτικούς της βραζιλιάνικης διαφορετικότητας, ή, κάθε καρυδιάς καρύδι, όπως ενδεχομένως διαπίστωνε απαξιωτικά κάποιος αμάθητος "δυτικός". Κι ενώ οι λιγοστοί πολίτες αποχαιρετούν μια σημαντική γυναίκα της κοινότητας, που έφυγε από τη ζωή στα βαθιά της γεράματα, ξαφνικά το σήμα του κινητού πέφτει τελείως, η περιοχή εξαφανίζεται από το δορυφορικό χάρτη, ένα drone σε σχήμα ιπτάμενου δίσκου παρακολουθεί τις κινήσεις τους και δυο παράξενοι μοτοσυκλετιστές επισκέπτονται τον ελάχιστα τουριστικό χώρο, κάνοντας ευγενικές, ύποπτες ερωτήσεις στους ντόπιους.
Το Bacurau σίγουρα καλεί στα όπλα μια κοινωνία με ευρεία εθνοτική και φυλετική ποικιλία: μια ταινία που ξεκινάει με φέρετρα πεταμένα στους δρόμους και κλείνει με κανονικό πόλεμο ανάμεσα στους κατατρεγμένους και τους ψυχανώμαλους, σίγουρα δεν είναι ένα ακόμη ντελιριακό γουέστερν, ή καλά μεταμφιεσμένο σχόλιο.
Το πένθος, που διακόπτεται προσωρινά από το βίαιο ξέσπασμα της αγέλαστης γιατρού του χωριού (Μπράγκα), δίνει τη θέση του σε ένα δυσοίωνο προαίσθημα. Λίγο πιο πέρα, μια ομάδα από αγγλόφωνους ανθρωποκυνηγούς, αγνώστων προθέσεων αλλά σίγουρα οπλισμένων με φονικά ένστικτα, με αρχηγό έναν αψυχολόγητο Γερμανό (Ούντο Κίερ), ετοιμάζονται για επίθεση. Με κάποιον τρόπο, αποφάσισαν πως αυτή απομονωμένη κουκίδα είναι ιδανικό playground για ανομολόγητες πράξεις, παίρνοντας την άδεια να δράσουν, σαν να αλωνίζουν σε πάρκο με άγρια θηρία.
Με το που γίνεται αντιληπτό το ξεκλήρισμα μιας οικογένειας, οι κάτοικοι συνασπίζονται, με τη βοήθεια ενός αυτοεξόριστου transexual και ενός δυνατού, αυτοσχέδιου, ψυχοτροπικού χαπιού. Το ιστορικό μουσείο που φαντάζει παράταιρο σε μια τόσο αντιτουριστική γωνιά της Βραζιλίας, στο ταπεινό Σερτάο, σίγουρα δεν είναι τυχαία τοποθετημένο: συμβολίζει την αντίσταση μιας μεγάλης οικογένειας απέναντι σε απειλές του παρελθόντος, και σίγουρα έχει κληρονομήσει μια υπερηφάνεια που γίνεται δύσκολα αντιληπτή, κάτω από τη βιτρίνα της φτώχειας και της ανέχειας.
Μαζί με τον επί σειρά ετών καλλιτεχνικό διευθυντή του, Τζουλιάνο Ντορνέλες, ο Μεντόνσα μοντάρει με τη διαδικασία του επείγοντος, μετατρέποντας την καθημερινή ραστώνη των αρχικών πλάνων σε ακραία, οριακή κατάσταση. Πλασιώνοντας τους κατατρεγμένους με χαρακτήρες που επιστρέφουν στον τόπο τους στην κρίσιμη στιγμή, φτιάχνει ένα γουέστερν με στιλ και ατμόσφαιρα, μερικούς ασύνδετους διαλόγους (ειδικά μεταξύ των αγγλόφωνων ηθοποιών), προσηλωμένο και τεταμένο, με επίκαιρο twist, καθώς οι κακοί δεν είναι ακριβώς κυβερνητικοί, θεσμικοί, ή κατάσκοποι, αλλά μια συμμορία παρανοϊκών με σποραδικές τύψεις και νεφελώδη κίνητρα- ο καλοντυμένος νεαρός προύχοντας από το διπλανό κεφαλοχώρι διακωμωδείται από τους ντόπιους και ξαποστέλνεται κακήν κακώς, διότι εκβιάζει τάζοντας ψεύδη και θερίζοντας ύβρεις.
Σε δηλώσεις του, ο Μεντόνσα αποποιείται την περιοριστική ταμπέλα του ακτιβιστή δημιουργού, αν και παραδέχεται πως στο έργο του ενυπάρχει επαγρύπνιση έναντι του κινηματογραφικού εφησυχασμού. Το Bacurau σίγουρα καλεί στα όπλα μια κοινωνία με ευρεία εθνοτική και φυλετική ποικιλία: μια ταινία που ξεκινάει με φέρετρα πεταμένα στους δρόμους και κλείνει με κανονικό πόλεμο ανάμεσα στους κατατρεγμένους και τους ψυχανώμαλους, σίγουρα δεν είναι ένα ακόμη ντελιριακό γουέστερν, ή καλά μεταμφιεσμένο σχόλιο.
σχόλια