Με Euro στην μπάλα, προολυμπιακό στο μπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες τον Αύγουστο, τα θερινά σινεμά αντιμετωπίζουν σφοδρό τηλεοπτικό ανταγωνισμό. Εκτός αυτών, έχουν να ζυγιάσουν την απρόβλεπτη επίδοση των καινούργιων ταινιών που κάνουν πρεμιέρα, ελλείψει μιας Μπάρμπι ή ενός Οπενχάιμερ. Κι ενώ έχουμε δει μόδες να θεριεύουν και να κοπάζουν, από τις γαλλικές κομεντί που σύρθηκαν στο άρμα του Θεέ μου, τι σου κάναμε μέχρι μια πρόσκαιρη άνθηση της ελληνικής εναλλακτικής ταινίας στους ζεστούς μήνες, τα classics αποτελούν σταθερά. Και φέτος κάνουν ρελάνς με μερικές απρόσμενες προτάσεις και εγγυημένες λύσεις.
Πολύς τρόμος πλανάται στις θερινές αίθουσες, μια διαφορετική αντίληψη του τι θα περίμενε κάποιος από μια δροσερή έξοδο για να ξεσκάσει. Και ενώ αναμένουμε φρεσκότατες πρεμιέρες, από το Maxxxxine του Τάι Γουέστ, μετά το X και το Pearl, με καστ πολύ εμπλουτισμένο, το Longlegs του γιου του Άντονι «Ψυχώ» Πέρκινς, με τον Νίκολας Κέιτζ να κραδαίνει φονικά εργαλεία serial killer ήδη από το teaser, και το Vincent must die που πάει τη θριλερική βία μια σατιρική βόλτα, μέχρι το Ένα ήσυχο μέρος: Ημέρα Πρώτη, που το είδαμε και τιμά τα πρωθύστερα sequels του, με τη Λιουπίτα Νιόνγκο να λάμπει στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και το Alien Romulus του Φέντε Άλβαρεζ, μια σειρά από κλασικά αριστουργήματα βάζουν τον πήχη και τη σύγκριση πολύ ψηλά.
Μια και μιλήσαμε για τον φακό ως ενδοκινηματογραφική αναφορά στην αφήγηση, ο Ηδονοβλεψίας του Μάικλ Πάουελ πάει την αλληγορία ακόμα παραπέρα, στο πλατό της ψυχολογικής συνενοχής και άβολης ταύτισης με τον ίδιο τον θεατή.
Το Innocents είναι μια ταινία που γνωρίζουν πολύ λιγότεροι απ’ όσους της αξίζει – ακόμα και οι φανατικοί του Οι Άλλοι, που είναι πολλοί, μπορεί να έχουν διαβάσει πως βασίζεται στο Στρίψιμο της Βίδας του Χένρι Τζέιμς, αν και μάλλον αγνοούν πως η πρώτη μεταφορά ανήκει στον Τζακ Κλέιτον, και παραμένει αξεπέραστη. Η αγαστή συμβίωση μιας ευαισθησίας γοτθικού θρίλερ του αμερικανικού Νότου που πέρασε υπόγεια ο Τρούμαν Καπότε στο καλύτερο σενάριο της καριέρας του, μαζί με την ευδιάκριτα βρετανική κλειστοφοβία που δημιούργησε ο Κλέιτον με τον οπερατέρ του, Φρέντι Φράνσις, αναδεικνύει την ερωτική καταπίεση της γκουβερνάντας, έξοχα παιγμένης από την Ντέμπορα Καρ, και την αμφισημία του στόρι από την αρχή μέχρι το αφηγηματικά αινιγματικό, συναισθηματικά αποπνικτικό φινάλε. Τι ταινία: φροϊδική, αρχετυπική, αρχοντική και υπονομευτική, σηκώνει πολλή κουβέντα και στέκει ακέραια 63 χρόνια μετά την πρεμιέρα της.
Το Καρναβάλι των Ψυχών γυρίστηκε έναν χρόνο μετά τους Αθώους, χάθηκε στο πρώιμο ανεξάρτητο κύκλωμα και ευτυχώς συντηρήθηκε πανηγυρικά από το ένδοξο cult. Αισθητικό τέκνο του Μπέργκμαν και του Κοκτό, το μοναδικό μεγάλου μήκους φιλμ του Χερκ Χάρβεϊ σε καθηλώνει σε έναν διαθλασμένο, παραισθητικό εφιάλτη, και δεν σταματά ούτε αφού τελειώσει – προκαλεί ένα ψυχικό ρήγμα φτιαγμένο με μηδενικό προϋπολογισμό, περίσσεια έμπνευσης, αντάρτικη κινηματογράφηση και απρόσκοπτη δομή. Θα προβληθεί στις 20 Ιουλίου στην Ολονυκτία Τρόμου που διοργανώνει το 14ο Athens Open Air Film Festival στην Ακαδημία Πλάτωνος, όπως και η αξεπέραστη Νύχτα του Κυνηγού από το 1955, το πικραμένο παράσημο στην πορεία του Τσαρλς Λότον, ενός οσκαρικού και σεβάσμιου Βρετανού στο Χόλιγουντ, που τον απέρριψαν ως σκηνοθέτη για το θράσος του να στηλιτεύσει την υποκρισία στο όνομα του Θεού, με πονηρό δράστη έναν απατεώνα φονιά που ποζάρει ως ιεροκήρυκας και καταδιώκει δυο ανήλικα για να αρπάξει την κρυμμένη περιουσία του πατέρα τους, σφυρίζοντας ανατριχιαστικά μέσα στη νυχτιά. Αυτό το ενοχλητικό κομψοτέχνημα με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ σε top φόρμα και τη Σέλεϊ Γουίντερς σε άλλη μια σπουδαία ερμηνεία το είχα δει στο παρισινό Action Christine στα ’80s και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν είχε σαρώσει όλα τα πιθανά βραβεία, ότι δεν το γνωρίζει όλος ο πλανήτης και για ποιον λόγο ο Λότον δεν ξαναγύρισε ταινία.
Ίσως διότι δεν διαθέτει αυτή την πανούργα μαγεία που αναδίδει ο Χίτσκοκ, έναν αντιπερισπασμό συμπάθειας προς τους χαρακτήρες: μα τι τραβάει ο Κάρι Γκραντ, πώς βασανίζεται έτσι ο Τζίμι Στιούαρτ, τι φταίει η Κιμ Νόβακ και τι όμορφη που είναι πάντα η Γκρέις Κέλι. Εκτός από τη Θηλιά, που έγινε τόσο διάσημη για το faux μονοπλάνο (δεν γινόταν πάνω από 20 λεπτά λήψης λόγω μπομπίνας, γι’ αυτό και ο Χιτς το έκλεψε έντεχνα) όπου κανείς δεν θυμάται πως ο Βρετανός τόλμησε να βάλει τον γκέι Φάρλεϊ Γκρέιντζερ να παίξει έναν γκέι χαρακτήρα το 1948, παρατηρήστε ξανά τον Σιωπηλό Μάρτυρα για ένα καταπληκτικό εύρημα. Το 1954 που γυρίστηκε, η τηλεόραση είχε ήδη καταφθάσει ως οδοστρωτήρας και το σινεμά έπρεπε να αντιδράσει με κόλπα για να επιβιώσει, από σινεμασκόπ μέχρι 3D και πολλή καμπάνια. Ο φωτογράφος που υποδύεται ο Στιούαρτ στην ταινία είναι ακινητοποιημένος από ένα ατύχημα, ξαπλώνει ή σέρνεται ράθυμα με τον γύψο, ούτε καν η σέξι Γκρέις τον ξυπνάει με τις αιθέριες εμφανίσεις της, και η μοναδική του χαρά είναι να παίρνει μάτι με τον φακό του τους απέναντι, παρατηρώντας τα δωμάτια της πολυκατοικίας σαν να είναι κουτάκια ξεχωριστών ιστοριών. Δηλαδή, σαν να είναι κανάλια τηλεόρασης και με τον τηλεφακό, με άλλα λόγια το τηλεχειριστήριο, κάνει ζάπινγκ σε επεισόδια με αφηγηματική συνέπεια. Και για να εκδικηθεί το μέσον που μόνο καθηλωμένος χαζεύεις, το γυρίζει σε φόνο, μεθερμηνεύει δηλαδή την αποσπασματική θέαση σε θανάσιμη συνήθεια που απειλεί ακόμη και τη ζωή σου αν την αντικρίσεις κατάματα, όπως ο Στιούαρτ έπεσε κατά λάθος πάνω στο οργισμένο βλέμμα του Ρέιμοντ Μπερ! Ιδιοφυές. Αν ο Χίτσκοκ το έκανε υποσυνείδητα, είναι δείγμα του γιγαντιαίου ταλέντου του. Αν το προμελέτησε εκδικητικά, ακόμα καλύτερα!
Και μετά ήρθε ο Δεσμώτης του Ιλίγγου, που έπεσε, όπως η Νόβακ, από την κορυφή της λίστας με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, κάτι για το οποίο δεν έχω ακόμη πεισθεί, και ούτε πρόκειται. Το vertigo της διπλής ταυτότητας, της εμμονής και της ύστατης ενοχής έχει τόσο πολλές αναγνώσεις που προτίθεμαι να το ξαναδώ για να ανακαλύψω με σιγουριά ακόμα μία.
Μια και μιλήσαμε για τον φακό ως ενδοκινηματογραφική αναφορά στην αφήγηση, ο Ηδονοβλεψίας του Μάικλ Πάουελ πάει την αλληγορία ακόμα παραπέρα, στο πλατό της ψυχολογικής συνενοχής και άβολης ταύτισης με τον ίδιο τον θεατή. Προβάλλεται για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες σε ελληνικές αίθουσες και ταιριάζει γάντι με το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το απόλυτο ντέρμπι μεταξύ κοινωνικής νόρμας και καταπιεσμένης βίας.
Στο αφιέρωμα Greek Classics συναντάμε 6 κλασικές ελληνικές ταινίες που αντικατοπτρίζουν την ανοικοδόμηση αμέσως μετά τον πόλεμο, μια Ελλάδα γεμάτη αγκυλώσεις και ελπίδα που ξαναχτιζόταν στα ρημάδια και στις προκαταλήψεις, στους ανέκφραστους φόβους της και στο εγγενές μας rebound από το χείλος του γκρεμού. Το εύλογο δίλημμα ποια είναι η καλύτερη από τις κινηματογραφικές αποτυπώσεις που επελέγησαν είναι μεταξύ της Στέλλας του Κακογιάννη και του Δράκου του Νίκου Κούνδουρου. Η δική μου αγαπημένη είναι το Τελευταίο Ψέμα, αυτή η οξυδερκέστατη, συναρπαστική, αισθητικά αξεπέραστη παρατήρηση της αθηναϊκής ψευτομπουρζουαζίας να κρατηθεί στη μετέωρη υπόστασή της, με το παροξυσμικό φινάλε της Χλόης της μεγαλειώδους Έλλης Λαμπέτη στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο.
Προτού ξαναδείτε το Η παράσταση αρχίζει, το μιούζικαλ που «τελειώνει» όλα τα μιούζικαλ, όπως οι Ασυγχώρητοι υπογράφουν τα γουέστερν που προηγήθηκαν, καλό είναι να παρακολουθήσετε τη μίνι σειρά «Fosse/Verdon», το χρονικό της πυρετώδους, γεμάτης συναισθηματικές αδικίες και θεαματικές διακυμάνσεις σχέσης του μοναδικού Μπομπ Φόσι με τη μούσα και αθέατη, μόνιμη υποστηρίκτριά του, την πολυβραβευμένη με Tony ηθοποιό και χορογράφο Γκουέν Βέρντον. Η δυναμική τους εξηγεί πολλά για τις υπαρξιακές ψευδαισθήσεις και τις εμμονές του δημιουργού του Καμπαρέ και του θεατρικού Σικάγο και προδίδουν αρκετές από τις επιρροές που για τους σχετικά αμύητους θεωρούνται αποκλειστικά δικές του επινοήσεις.
Κι επειδή οι μεγάλοι σκηνοθέτες συνηθίζουν να διακόπτουν με ασυνήθιστες παρενθέσεις το γενικότερο πνεύμα του έργου τους, η ψυχαναλυτική αποκοτιά του Ντέιβιντ Λιντς δεν είναι το αποτυχημένο Dune που τον βασάνιζε χρόνια μετά το καθολικό παραστράτημα του, αλλά το Straight Story, η ιστορία του γηραιού Άλβιν Στρέιτ που διασχίζει την κεντρική Αμερική για να τα ξαναβρεί με τον ασθενή αδελφό του – σε μια φοβερή, υποψήφια για Όσκαρ ερμηνεία του Ρίτσαρντ Φάρνσγουερδ του Comes a Horseman. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ή ειρωνικό, η «Ίσια Ιστορία» αντιπροσωπεύει περισσότερο από ποτέ τον θερμό, Μεσοδυτικό πραγματικό χαρακτήρα του πάντα αβρού και γλυκομίλητου Λιντς, του ανθρώπου που διακρίνεται για το πείσμα και την υπομονή του, αλλά ακούει προσεκτικά και με σεβασμό όλους τους άλλους, σε αντίθεση με τον ονειρικό σουρεαλισμό της beaux arts σκέψης του, που αποτυπώνεται σε όλα τα υπόλοιπα δείγματα της φιλμογραφίας του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.