Ουσιαστικά, κινήθηκα απλά για τη διασκευή του θεατρικού και το σενάριο. Ο κεντρικός χαρακτήρας με συγκίνησε και στη συνέχεια έπρεπε να σκεφτώ ποιους ήρωες έπρεπε να επινοήσω ή να προσθέσω. Η ευχή μου ήταν να ενσωματώσω τον Λαζάρ στην ιστορία μέσα από την οπτική των μαθητών του. Σημαντικό για μένα ήταν, επίσης, να εντοπίσω μια δραματική ένταση, γιατί το μονόπρακτο γράφτηκε ποιητικά: εκεί ο Μπασίρ Λαζάρ μιλούσε στα παιδιά διδάσκοντάς τα, και αμέσως γυρνούσε από την άλλη μεριά και απευθυνόταν στη νεκρή σύζυγό του, παραμένοντας στον ίδιο χρόνο και χώρο. Στη διασκευή όλα έγιναν κινηματογραφικά. Οι ερωτήσεις που έθεσα για τις αιτίες με οδήγησαν στις επιλογές, κυρίως με το αγόρι, που έδωσε μια συναισθηματική ώθηση από την αρχή και είναι ένας χαρακτήρας τελείως απών από το θεατρικό. Εγώ τον εφηύρα.
Στις πρώτε πέντε γραφές του σεναρίου η σκηνή της δασκάλας που ανακαλύπτεται απαγχονισμένη στην τάξη δεν υπήρχε. Προστέθηκε μερικές μέρες μετά το πέμπτο draft. Κι αυτό γιατί συνειδητοποίησα πως δεν συνέβαιναν και πολλά στην ταινία και, ούτως ή άλλως, όλα τα γεγονότα στην υπόθεση τα μαθαίναμε από την αφήγηση. Πάνω απ’ όλα, αν ο θεατής ήθελε να νιώσει κάτι στο φινάλε, όπως το βίωσαν τα παιδιά, έπρεπε να μοιραστεί μαζί τους το σοκ που αισθάνθηκαν με τη δική τους ματιά. Όταν κάνεις μια ταινία για κάποιον που αυτοκτόνησε, το κέντρο βάρους είναι οι ζωντανοί που ενέχονται και, στην περίπτωσή μας, η ενοχή που κουβαλάει το παιδί και ο τρόπος χειρισμού της τάξης συνολικότερα. Ο νεκρός δεν με νοιάζει καθόλου. Σέβομαι την απόφαση ενός ανθρώπου που αφαιρεί τη ζωή του, αλλά εδώ σημασία έχει η αντίδραση του Λαζάρ, ο οποίος έχει χάσει τη γυναίκα του κι ενώνεται μέσω του θανάτου με τους μαθητές του στην τάξη. Διότι η τάξη, το «σπίτι» της δασκάλας η οποία έφυγε βίαια, μολύνθηκε από την πράξη της.
Όταν έκανα την έρευνα για την ταινία, κάθισα στα τελευταία θρανία μιας τάξης και θυμήθηκα πόσο μου άρεσε η εποχή που ήμουν κι εγώ μαθητής. Εξεπλάγην, γιατί συνειδητοποίησα πόσο δυνατό, θεμελιώδες και πλούσιο είναι το συναίσθημα του να μαθαίνεις κάτι καινούργιο κάθε μέρα της ζωής σου επί τόσα χρόνια. Δεν ισχύει δηλαδή μόνο από την πλευρά του καθηγητή αλλά και από την πλευρά των παιδιών. Θέλησα να μιλήσω γι’ αυτή την εμπειρία, καθώς το θεατρικό την έθιξε επιφανειακά. Γυρίζοντας το φιλμ, το κύριο ζητούμενό μου ήταν πώς θα καδράρω τον λόγο μέσα στην τάξη, τη λεκτική ανταλλαγή, τη διδασκαλία, τον διάλογο.
Με τον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Μοχάμεντ Φελάγκ, ας πούμε πως συναντηθήκαμε στα μισά της διαδρομής. Είναι άνθρωπος του θεάτρου, του λόγου και του θεάματος και έμαθε τα γαλλικά του στην Αλγερία. Με τη φετφά στο κεφάλι του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, όπως πολλοί ακόμη καλλιτέχνες. Αγαπάει τη γλώσσα, γράφει κωμικούς μονολόγους και μυθιστορήματα. Καθώς αναζητούσα κάποιον που να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα, βρήκα, νομίζω, τον σωστό στο πρόσωπο του Φελάγκ, καθώς επίσης και τον πιο ταιριαστό, όσον αφορά την προσωπικότητά του, μια και ο Λαζάρ είναι ένα περίπου μη ρεαλιστικό πρόσωπο. Εμφανίζεται από το πουθενά και το ίδιο μαγικά εξαφανίζεται. Ήθελα να του φερθώ σαν να ήταν ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας: όταν πραγματικά εμπνέεται, μιλάει λυρικά, στοιχείο που διατήρησα από το θεατρικό. Στην τάξη, ο Μπασίρ Λαζάρ ζωντανεύει και, σαν ψάρι έξω από τη γυάλα, ενθουσιάζεται με κάτι που δεν έχει ακριβώς ξανακάνει.
Προκειμένου να προστατευτούν τα παιδιά από παιδόφιλους εκπαιδευτές, το ζήτημα της φυσικής επαφής μεταξύ δασκάλων και παιδιών έχει πάει πολύ πιο μακριά από τη σωστή απαγόρευση της σφαλιάρας και της βέργας. Λυπάμαι που ακούγομαι απαισιόδοξος, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο παιδεραστής θα βρει πάντα τον τρόπο να πλησιάσει ένα παιδί. Το λέω ως ανέκδοτο, αλλά είναι αληθινό και λυπηρό: όταν αφήνω το παιδί μου στο σχολείο και κάθομαι να παρατηρήσω τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά στο προαύλιο και με τι ασχολούνται, δεν μπορώ να σταθώ κοντά στα κάγκελα πάνω από πέντε λεπτά, γιατί θα έρθει η αστυνομία που θα με έχει περάσει για ανώμαλο και θα με συλλάβει. Με αυτό τον κανονισμό, τρόπον τινά, δίνουμε στα παιδιά τα εφόδια να μηνύσουν έναν ενήλικο όποτε θέλουν, για οποιαδήποτε αφορμή. Όταν φοιτούσα εγώ στο δημοτικό, το 1984, και ισχυριζόμουν πως ο δάσκαλός μου με χτύπησε, με χλεύαζαν.
Έγραψα το πρώτο draft στην Ίο. Ο καλός καιρός είναι ένας καλός λόγος! Επίσης, είναι ήσυχα εκεί, πριν από την τρέλα των φεστιβάλ. Πηγαίνω πολλά χρόνια στο νησί.
Η πορεία στα Όσκαρ είναι τελείως σουρεαλιστική. Τον Σεπτέμβριο η χώρα σου υποβάλλει το φιλμ, σου κάνουν κάποιες συνεντεύξεις εκεί, όλα ξεχνιούνται. Μετά, κάποιο περιοδικό γράφει για σένα, το «Hollywood Reporter» σου δίνει ευνοϊκή κριτική και κανονίζονται προβολές για τον Δεκέμβριο. Αρχίζεις να αναρωτιέσαι για μια πιθανότητα που δεν έχεις σκεφτεί ποτέ στη ζωή σου. Μετά ανακοινώνονται οι υποψηφιότητες, πρώτα η εννιάδα, που είναι μαρτυρική, και κατόπιν η τελική πεντάδα. Θυμάσαι αυτό που λένε, πως κανείς δεν θυμάται τον τέταρτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και αγωνιάς, και το χειρότερο έρχεται όταν συνειδητοποιείς πως μάλλον θέλεις να κερδίσεις το Όσκαρ. Και μισείς τον εαυτό σου που θέλεις να το κερδίσεις! Και μετά από τις 42 ακριβώς συνεντεύξεις που έδωσα, είμαι εξαντλημένος και θέλω να πάω για ύπνο, έχοντας ζήσει ένα όνειρο που όμως ξέρω πως δεν ονειρεύτηκα ποτέ...
Όταν ο Ασγκάρ Φαραντί πήρε το Όσκαρ για τον Χωρισμό, σηκώθηκα όρθιος και χειροκρότησα θερμά, διότι, όντως, αυτός το άξιζε. Κάθισα στην καρέκλα μου και μια βαθιά θλίψη με κυρίευσε για μισή ώρα. Ευτυχώς, δίπλα μου καθόταν η φίλη μου και μου είπε: «Snap out of it!».
σχόλια