Ως συμπλήρωμα των συνεντεύξεων και του μονολόγου του στο βραδινό του talk show, ο Στίβεν Κολμπέρ συνηθίζει να υποβάλλει ένα χιουμοριστικό ερωτηματολόγιο σε καλεσμένους που πιστεύει πως έχουν κάτι παραπάνω να πουν από την «πώληση» της τελευταίας δραστηριότητάς τους.
Μέσα από ερωτήσεις για το αγαπημένο τους τραγούδι ή σάντουιτς, τη χειρότερη μυρωδιά ή το ζώο που φοβούνται περισσότερο, διλήμματα ανάμεσα σε μήλο και πορτοκάλι, θέση σε διάδρομο ή παράθυρο, πέντε λέξεις που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά τους ή την αγαπημένη τους ταινία δράσης αναδύεται ίσως μια πλευρά πιο καθαρή από τον προετοιμασμένο λόγο τους. Όπως λέει και στην εισαγωγή του ο παρουσιαστής μεταξύ αστείου και, εκ του αποτελέσματος, σοβαρού, «ο κόσμος σάς γνωρίζει, αλλά μετά από αυτό θα μάθει πραγματικά ποιοι είστε».
Αυτό το stand-up αποκύημα θα μπορούσε να μας διαφωτίσει περισσότερο για την ψυχή της Αικατερίνης Παρ, έκτης και τελευταίας συζύγου (και τρίτης με το ίδιο όνομα, μετά τη συνονόματη της Αραγονίας και τη Χάουαρντ) του ανεκδιήγητα μισογύνη, παράφορα παρανοϊκού και τεράστιας φήμης, αν και όχι θετικής υπόληψης Ερρίκου του 8ου, από το δράμα εποχής του πάλαι ποτέ βοηθού του Τοντ Χέινς, συνεργάτη του Βάλτερ Σάλες και εκπρόσωπου ενός πιο πειραματικού σινεμά Βραζιλιάνου Καρίμ Αϊνούζ, το «Firebrand», που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών.
Ο Τζουντ, που έχει τον Σαίξπηρ αλλά και τον διάβολο μέσα του, φορούσε ένα άρωμα ειδική παραγγελία για τον ρόλο, συνδυασμό από αίμα, ιδρώτα και περιττώματα, όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ αλλά και ο ίδιος σε συνεντεύξεις, για να προκαλέσει αποστροφή στους συναδέλφους του.
Ο τίτλος, που υποδηλώνει άνθρωπο πολύ παθιασμένο και αντικαθιστά τον πρωτότυπο του μυθιστορήματος στο οποίο βασίζεται, Queen’s Gambit, για ευνόητους λόγους αναφέρεται στην πρώτη Αγγλίδα που εξέδωσε το δικό της βιβλίο στη Μεγάλη Βρετανία, ρίσκαρε τη ζωή της για να βοηθήσει αντιπάλους του Στέμματος και στάθηκε στο πλευρό ενός άνδρα που την αγάπησε και τη μίσησε, όπως και όλες τις προηγούμενες συντρόφους του.
Η «Κιτ» του Έρικ είναι μια στωική και ψύχραιμη σύζυγος έτσι όπως τη διαχειρίζεται η Αλίσια Βικάντερ (παρά την άψογη αγγλική προφορά της, αναδύεται μια σκανδιναβικότητα στις κρίσιμες στιγμές), μια αγωνίστρια στη θεωρία που ωστόσο πίστευε πως η επανάσταση δεν φέρνει την επιθυμητή αλλαγή όσο η υπομονή και η πειθώ – όπλα που δεν χρησίμευσαν στο βιογραφικό της περισσότερο απ' ό,τι οι περιστάσεις.
Ο χαρακτήρας της παραμένει πυκνός, σχεδόν μυστηριώδης, και στο ατμοσφαιρικό δράμα πολιτικού παρασκηνίου και βασιλικού κουτσομπολιού σε μεσαιωνικό φόντο αρκετά περιγράφονται από τη ζωή της, αλλά πολύ λίγα διαφαίνονται από τις προθέσεις και την ερμηνεία της βραβευμένης με Όσκαρ Σουηδής.
Αντίθετα, ο Ερρίκος του Τζουντ Λο είναι μια αφύσικη δύναμη, η σωματοποιημένη ενσάρκωση του ηγεμόνα στη νέα εποχή – ο Τσαρλς Λότον είχε κερδίσει Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου το 1933 για μια αναγκαστικά πιο λόγια προσέγγιση. Ο Τζουντ, που έχει τον Σαίξπηρ αλλά και τον διάβολο μέσα του, φορούσε ένα άρωμα ειδική παραγγελία για τον ρόλο, συνδυασμό από αίμα, ιδρώτα και περιττώματα, όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ αλλά και ο ίδιος σε συνεντεύξεις, για να προκαλέσει αποστροφή στους συναδέλφους του.
Χαριτωμένο, αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν αλήθεια, το πύον από τις χρόνιες πληγές του ποτίζει την οθόνη και η κτηνώδης επιβολή της εξουσίας του ρυθμίζεται μοναδικά από την ικανότητά του να προβάλλει τις σκέψεις του με την ίδια διαύγεια που εκφέρει τις ιταμές προσβολές και τις φευγαλέες εξομολογήσεις αγάπης και αδυναμίας στην όμορφη regent του.
Ο σκοπός της ταινίας ήταν να αναδείξει την Αικατερίνη Παρ ως σημαντική πηγή έμπνευσης και επίδρασης στην αγαπημένη θετή κόρη που μεγάλωσε ελλείψει τρυφερού πατέρα, την Ελισάβετ Α', γνωστή και ως Παρθένο Βασίλισσα, που μεγαλούργησε αφού πρώτα ραδιούργησε για να επικρατήσει των αντιπάλων της – τέχνη που έμαθε από τη ζωή και τον πατέρα της. Η πρόθεση στο «Firebrand» μένει μετέωρη, εν μέρει και εξαιτίας της πολύ αιθέριας για να είναι παραδειγματική μητριάς.