ΚΑΠΟΤΕ ΖΕΥΓΑΡΙ ΣΤΗ ΖΩΗ, και γονείς της 24χρονης Χάνα, μοιραίοι εραστές Αλφρέντ ντε Μισέ και Γεωργία Σάνδη στο «Les Enfants du Siecle» της Ντιάν Κιρίς από το 1999, ο Μπενουά Μαζιμέλ και η Ζιλιέτ Μπινός ξανασμίγουν στο ασταμάτητης γαστριμαργίας και λεπτεπίλεπτου έρωτα «Pot Au Feu», την επιστροφή του κατόχου Χρυσού Λέοντα για το «Αγόρι με την Άμαξα», πολιτογραφημένου Γάλλου πλέον, Βιετναμέζου Τραν Αν Χουνγκ στο σινεμά, με ένα έργο που βασίζεται σε μυθιστόρημα του 1924, με τίτλο, «Η Ζωή και το Πάθος του γκουρμέ Ντοντέν-Μπουφάν», του Εντουάρ Ρουφ – ο κεντρικός χαρακτήρας βασίζεται στη ζωή του Ζαν Μπριγιά Σαβαρέν.
Ο Μπουφάν ζει ως απόλυτος γνώστης και χαλαρός τυχοδιώκτης της γεύσης, άνετα κι ωραία, στο σπίτι του στην εξοχή, όπου δεξιώνεται τους ευκατάστατους κολλητούς του, οι οποίοι τον αποκαλούν Ναπολέοντα της γαστρονομίας και θαυμάζουν τη μαγείρισσά του Εζενί (Μπινός), που εκτελεί μοναδικά και δημιουργικά τις συνταγές του. Με τη συνωμότη της καθημερινής του ενασχόλησης για το επόμενο ευφάνταστο πιάτο τον ενώνει το πάθος για την αισθαντική τελειότητα και ένας ευγενικός έρωτας, που μοιάζει περισσότερο με ομοψυχία αγάπης λανθάνοντος ερωτισμού.
Αν και αγαπά όλες τις εποχές, εκείνος της λέει πως είναι καιρός να επισημοποιήσουν έναν δεσμό 20 ετών γιατί διανύουν το φθινόπωρο της ζωής τους. Εκείνη διαφωνεί: προτιμά το καλοκαίρι, να νιώθει τον ήλιο και τη ζέστη πάνω της, ίσως γιατί διαισθάνεται το τέλος – το βλέπουμε κι εμείς καθώς συχνά λιγοψυχά, το βλέπει και ο Ντοντέν της, αλλά δεν διαγιγνώσκεται με τίποτε συγκεκριμένο.
Σαν τη φιλοσοφία του slow food, το αργό σινεμά του Τραν ανταμείβει και ανοίγει την όρεξη για κάτι αξιομνημόνευτο, ντελικάτο και gourmand, σαν εμπειρία που δεν αγοράζεται σε μισελενάτα στέκια.
Ο Τραν δεν φείδεται ενδελεχούς περιγραφής όποτε σκύβει ευλαβικά ο φακός πάνω στα σκεύη και τους παλιούς φούρνους, στην προετοιμασία του φαγητού. Η αρχική σεκάνς διαρκεί μισή ώρα, καθώς παρακολουθούμε μια πανδαισία πιάτων να ξεκινούν από την άφιξη των πρώτων υλών, το άγγιγμα και το χάδι πριν το κόψιμο των υλικών και την παρασκευή, τα ωρολογιακά στάδια και τα αρτίστικα φινιρίσματα, το αργό μαγείρεμα, το προσεκτικό σερβίρισμα και την κρουστή απόλαυση, με τα πλάνα να αχνίζουν, τους ουρανίσκους να τέρπονται εμφανώς, τον Μπουφάν να χαίρεται για τη χαρά της παρέας, και την Εζενί να χαμογελά ταπεινά από τα συγχαρητήρια.
Ο αναγκαίος, παρατεταμένος πρόλογος δένει αρμονικά με την τελική σκηνή, καθώς αποκαλύπτεται η λέξη-κλειδί για τη σχέση του ζευγαριού. Οι δυο τους έχουν ένα τρυφερό δέσιμο, που συγκρατείται αιτιολογημένα, προστατευμένο από τη διάρκεια της ταινίας και τη διασταύρωση του φαγητού με τις κουβέντες τους.
Ανάμεσα στα ατελείωτα δείπνα και τα σύντομα γεύματα (κι αυτά με σπουδή, στη λεπτομέρεια και την εκτέλεση, ακόμη κι αν πρόκειται για βραστό αυγό στο πρωινό) μεσολαβεί μια πρόσκληση από τον πρίγκηπα της Ευρασίας. Ο Μπουφάν την αποδέχεται, η σύλληψη του δείπνου είναι παραφορτωμένη και η βραδιά βασανιστική: οι αποχρώσεις πήγαν περίπατο σε μια πολύωρη επίδειξη ικανοτήτων χωρίς ανάσα, και η ανταπόδοση παρουσιάζει μια πρόκληση για τον ανήσυχο σεφ.
Σκέφτεται να απαντήσει με pot au feu στο επίκεντρο του σπαρτιάτικου, με τα δεδομένα της μπελ επόκ, μενού του. Η γαλλική κρεατόσουπα, που έχει θρέψει γενιές, έχει σώσει κόσμο από την πείνα, εκπροσωπεί την παράδοση και είναι συνυφασμένη με το εθνικό οικογενειακό τραπέζι ανεξαρτήτως κάστας ή τάξης, προβληματίζει την Εζενί. «Επικίνδυνη επιλογή, ή τολμηρή», διστάζει να επιλέξει τη σωστή λέξη, αν και ο σύντροφός της τη διευκολύνει, απαντώντας το δεύτερο, με αφορμή ένα πιάτο μάλλον χοντροκομμένο, άδοξο και κοινό, που προφανώς υπονοεί το πώς, κι όχι τα ταπεινά υλικά που το αποτελούν.
Ο τρόπος που τον συμπληρώνει σβήνει κάθε ίχνος ανταγωνιστικότητας, σοβαρό παράπτωμα για έναν δεινό εφευρέτη γευστικής μαγείας αλλά και φαφλατά με φουσκωμένο εγώ, και μεγαλόσχημο ποιητή-φανφάρα όποτε παρασυρόταν από τις κρίσεις και συγκρίσεις που συχνότατα επιχειρούσε. Σταδιακά, ο χαρακτήρας της Εζενί αποδεικνύεται εφάμιλλα, αν και αθόρυβα καλλιτεχνικός με τον σεβάσμιο άνδρα πλάι της, και η κομψά λικνιζόμενη κάμερα του σκηνοθέτη του «Αρώματος της Πράσινης Παπάγιας» τον σερβίρει αντάξια.
Το «Pot au Feu», που διαγωνίζεται για τον Χρυσό Φοίνικα, θα μπορούσε πρόχειρα να καταχωρηθεί στο ποσοτικά αυξανόμενο είδος του κινηματογραφικού food porn, που αναπτύσσεται σε εστιατορικές μεταφορές δολοφονικών ή αυτοκαταστροφικών αποκλίσεων, για την επιτυχία και την επιβίωση, με κάθε κόστος. Αυτό όμως διαφέρει, και ξεχωρίζει θετικά. Σαν τη φιλοσοφία του slow food, το αργό σινεμά του Τραν ανταμείβει, και ανοίγει την όρεξη για κάτι αξιομνημόνευτο, ντελικάτο και gourmand, σαν εμπειρία που δεν αγοράζεται σε μισελενάτα στέκια.