ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ασυγκίνητος στο μεγάλο ταλέντο; (όχι εγώ). Μια βαθιά υπόκλιση στον νικητή του Χρυσού Φοίνικα για τους Κλέφτες Καταστημάτων Χιροκάζου Κορεέντα, ο οποίος επέστρεψε εντός διαγωνιστικού στις Κάννες μετά από την πιο μέτρια ταινία του, το Broker, με ένα σπουδαίο έργο, ένα από τα μεστότερα που έχουν γίνει για το bullying, σε αριστουργηματική χρήση της μεθόδου Ρασομόν για την ανάπτυξη διαφορετικής οπτικής αφήγησης, αλλά και την αναζήτηση της δυσπρόσιτης αλήθειας.
Το Monster, αφιερωμένο στον μεγάλο Ριγιούτσι Σακαμότο που υπέγραψε τη μουσική υπόκρουση και έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, ξεκινά με μια πολυκατοικία που φλέγεται και μια single μητέρα που ανησυχεί για τον προέφηβο γιό της. Όταν ο Μινάτο κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, εκείνη ζητά τα ρέστα από τους καθηγητές στο σχολείο, και ειδικά από έναν που φέρεται πως τον έχει χτυπήσει.
Η συγγνώμη του είναι ρομποτική, εντελώς προκάτ, και η διευθύντρια (η κορυφαία Γιούκο Τανάκα), που έχει μόλις χάσει τον εγγονό της σε ένα τραγικό δυστύχημα, με ευθύνη του φυλακισμένου πλέον συζύγου της, ψελλίζει τυπικά λόγια που ακούγονται σαν απαγγελία ενόχου.
Ο μικρός, που έχει χάσει τον πατέρα του, συνεχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα, και σταδιακά περνάμε στην ίδια χρονική περίοδο, που δεν κρατά περισσότερο από μερικές ημέρες ή λίγες εβδομάδες, από τη ματιά του δασκάλου, του νεαρού κυρίου Χόρι, και του μικρού, ο οποίος γίνεται φίλος ενός συμμαθητή του, του Έρι, περίγελου λόγω της fluid ανεμελιάς του από τα επιθετικά αγόρια της τάξης, με την σιωπηλή στήριξη των κοριτσιών.
Το Τέρας που φωνάζει ο Μινάτο με απόγνωση και λαχτάρα για υπερβατική κατανόηση είναι ένα πολυπρισμικό πρόβλημα που ο Κορεέντα αποκαλύπτει με το αλά Ρασομόν ξεφλούδισμα των αφηγηματικών εκδοχών, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε οποιοδήποτε voice-over ή να δομήσει και να βαφτίσει κεφάλαια με τα ονόματα των ηρώων, αβίαστα, ρευστά, όπως στις καλύτερες στιγμές της υπέροχης φιλμογραφίας του.
Τράβηξε μέχρι τραυματισμού το αυτί του Μινάτο ο Χόρι και τον αποκάλεσε γουρουνόμυαλο, ή κάπως αλλιώς το εξέλαβε ο ταραγμένος μαθητής; Πώς βρέθηκε το ένα του σνίκερ στο σπίτι του συμμαθητή του; Ποιος φοβερίζει ποιον στην τάξη;
Ο δάσκαλος που κατηγορείται ευθέως και κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του, έχει διαφορετική άποψη, αλλά δεν είμαστε σίγουροι μέχρι το τέλος αν οι εσφαλμένες εντυπώσεις που δημιουργούνται από τις εμπάθειες, τις προκαταλήψεις, τις φήμες, ακόμη και την υπερβολική αγάπη της μάνας στο απροστάτευτο, «μαυρισμένο» παιδί της, αξίζουν περισσότερο από τη διαύγεια της ψυχικής παρατήρησης, που διαφεύγει από όλους.
Το Τέρας που φωνάζει ο Μινάτο με απόγνωση και λαχτάρα για υπερβατική κατανόηση είναι ένα πολυπρισμικό πρόβλημα που ο Κορεέντα αποκαλύπτει με το αλά Ρασομόν ξεφλούδισμα των αφηγηματικών εκδοχών, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε οποιοδήποτε voice-over ή να δομήσει και να βαφτίσει κεφάλαια με τα ονόματα των ηρώων, αβίαστα, ρευστά, όπως στις καλύτερες στιγμές της υπέροχης φιλμογραφίας του.
Το δράμα των επιμέρους πρωταγωνιστών, και κυρίως των δυο φίλων, «συνέρχεται» σε μια ενιαία έκκληση για προσοχή και ενδιαφέρον – με τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο υποψιασμένο πλέγμα των ενηλίκων και τον σταδιακό αντίκτυπο στους μικρούς αποδέκτες.
Ο εκφοβισμός, όπως τον αντιλαμβάνεται δημιουργικά ο Ιάπωνας σκηνοθέτης, δεν είναι μια μονοδιάστατη απειλή, αλλά ένα ήρεμο, πονηρό θρίλερ με ξεσπάσματα και βουβή αγωνία – όπως η σκηνή που η μητέρα επισκέπτεται για πολλοστή φορά το σχολείο για το παιδί της, που ως και από το αυτοκίνητό τους εν κινήσει έχει πηδήξει έξω, και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της βλέποντας μια ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα, χωρίς περαιτέρω έμφαση και αχρείαστους σκηνοθετικούς σηματοδότες.
Και το πρωταρχικό θέμα του bullying βοηθά να ξεφυτρώσουν η ομοφοβία και η δικτατορία της ομοιομορφίας, η ντροπή της διαφορετικής φιλίας και ο φόβος της αχαρτογράφητης επιθυμίας.
Ο Κορεέντα μεταχειρίζεται, και μάλιστα σε σενάριο που δεν έχει υπογράψει ο ίδιος για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, το Monster ως μασκαρεμένη περιπέτεια, ενδεχομένως γιατί θέλει να το φέρει στα μέτρα μιας μεγαλοποιημένης πραγματικότητας από την παιδική φαντασία – κάτι που δεν είναι ακριβώς στο στιλ του, αλλά το οικειοποιείται, με τον εγγενή ανθρωπισμό, τη δύναμη του στόρι του και την απαράμιλλη, σχεδόν αόρατη τεχνική του.