Τον περσινό Μάιο, όταν ο Βασίλης Κεκάτος κέρδισε τον πρώτο Χρυσό Φοίνικα Ταινίας Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ των Καννών με το «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς», είχε δίπλα του τον στενό συνεργάτη και παιδικό του φίλο Γιώργο Βαλσαμή, ο οποίος υπέγραψε τη φωτογραφία στην ταινία.
Φέτος, στο ειδικό τριήμερο Φεστιβάλ Καννών που οργανώθηκε πριν από λίγες ημέρες, η ταινία που πήρε το αντίστοιχο βραβείο ήταν το «I am afraid to forget your face» του Σαμέχ Αλαά, μια συμπαραγωγή Αιγύπτου, Γαλλίας, Κατάρ και Βελγίου, με την υπογραφή του Γιώργου Βαλσαμή στη διεύθυνση φωτογραφίας και πάλι.
Ο Γιώργος γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '90 στην Κεφαλονιά, όπου και μεγάλωσε. Ήρθε στην Αθήνα για σπουδές στα χρηματοοικονομικά το 2009 και κάποια χρόνια αργότερα βρέθηκε στην Ισλανδία μέσω του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Εκεί ήταν που αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή κι έτσι ξεκίνησε να τραβάει φωτογραφίες.
«Ήταν, ουσιαστικά, η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία. Θυμάμαι, είχα τρελαθεί με τα τοπία και ήθελα με κάποιον τρόπο να τα αποτυπώσω. Δεν ήξερα μέχρι τότε τι ήταν η διεύθυνση φωτογραφίας – παρότι έβλεπα ταινίες, δεν με είχε απασχολήσει. Έβλεπα ταινίες του Αγγελόπουλου εκείνη την περίοδο και πρόσεξα το όνομα του Γιώργου Αρβανίτη. Ενθουσιάστηκα και σκέφτηκα πόσο όμορφο πρέπει να είναι αυτή η δουλειά» λέει.
Ο Γιώργος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που ούτε ευνοούσε αλλά ούτε και απέτρεπε τη σινεφιλία, αν και ευρύτερα είχε σχέση με το σινεμά. Ο αδερφός του παππού του είχε το θερινό σινεμά Broadway, στην Αγίου Μελετίου, στην Κυψέλη, και θυμάται ότι, μικρός, πήγαινε πάντα εκεί όταν ερχόταν στην Αθήνα.
Πιστεύω ότι ο διευθυντής φωτογραφίας δεν πρέπει να δίνει τη δική του οπτική πάνω στο έργο αλλά να εμπλουτίζει την οπτική του σκηνοθέτη με τρόπο μη παρεμβατικό.
«Σίγουρα, στην αρχή, οι ταινίες του Αγγελόπουλου που παρακολουθούσα όσο εμένα στην Ισλανδία ενίσχυσαν την απόφασή μου να στραφώ προς τον κινηματογράφο. Λίγο αργότερα ήταν το "Άλογο του Τορίνο" του Bela Tar και ακόμα πιο μετά ο David Lynch. Τότε κατάλαβα ότι το σινεμά είναι ένα όνειρο» λέει ο Γιώργος, ο οποίος, όταν έμενε στην Ισλανδία, μίλαγε συχνά μέσω Skype με τον φίλο του τον Βασίλη (Κεκάτο) και του έστελνε τις φωτογραφίες που τραβούσε.
«Θυμάμαι ότι του άρεσαν πολύ. Μου είχε πει, μάλιστα, ότι του θύμιζαν κινηματογραφικά πλάνα. Μια μέρα, εκεί που μιλάγαμε, μου είπε: "Γιατί δεν γίνεσαι διευθυντής φωτογραφίας, να κάνουμε μαζί τις ταινίες μου;". Έτσι κι έγινε τελικά. Μόλις γύρισα στην Ελλάδα αποφάσισα να ασχοληθώ με τη διεύθυνση φωτογραφίας και ξεκίνησα να σπουδάζω στη Σχολή Σταυράκου, ενώ παράλληλα άρχισα να δουλεύω ως βοηθός κάμερας σε διαφημιστικά. Δεν με ενδιέφερε ποτέ κάποιο άλλο πόστο στον κινηματογράφο, ήθελα μόνο να μπορώ να δημιουργώ εικόνες με κάποιον τρόπο» λέει.
Με τον Βασίλη ήταν, και είναι, αδελφικοί φίλοι. «Μεγαλώσαμε μαζί, ήμασταν συμμαθητές από το Γυμνάσιο. Ήμασταν φίλοι πολύ πριν υπάρξει καν η σκέψη να ασχοληθούμε με το σινεμά. Μπορεί ο ένας να καταλάβει τι σκέφτεται ο άλλος χωρίς καν να μιλήσουμε. Έχουμε κοινή αισθητική και κοινές αναφορές στο σινεμά. Τις περισσότερες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου τις έχω δει μαζί με τον Βασίλη».
Φέτος, ο Γιώργος Βαλσαμής βραβεύτηκε για δεύτερη χρονιά (στη σειρά) για την ταινία του Σαμέχ Αλαά, ενώ συμμετείχε και με μία ακόμα ταινία, το «The last ferry from Grass Island», του Linhan Zhang από το Χονγκ Κονγκ, στο τμήμα Cinéfondation.
«Είναι μοναδικό το συναίσθημα όταν βλέπεις ταινίες στις οποίες συμμετέχεις να κερδίζουν βραβεία στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου. Με γεμίζει χαρά, συγκίνηση και αυτοπεποίθηση ότι ίσως καταφέρω να κάνω κι άλλες ταινίες σε άλλα μέρη του πλανήτη, κάτι που ήταν και είναι πάντα το όνειρό μου» λέει ο ίδιος.
Για τον Γιώργο η διεύθυνση φωτογραφίας είναι η οπτικοποίηση του οράματος του εκάστοτε σκηνοθέτη. «Να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι την ατμόσφαιρα της ταινίας, τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών και να τα αποτυπώνεις με τη βοήθεια του φωτός και του κάδρου. Αυτό είναι το πιο καλλιτεχνικό κομμάτι της διεύθυνσης φωτογραφίας. Το τεχνικό κομμάτι περιλαμβάνει τόσο πολλά, που δεν μπορούσα καν να φανταστώ όταν ξεκινούσα».
Τον Σαμέχ Αλαά, από την άλλη, τον γνώρισε πριν από 3-4 χρόνια στην Πολωνία, μέσω του Βασίλη. «Γίναμε αμέσως φίλοι. Λέγαμε συνέχεια να κάνουμε μια ταινία μαζί, καθώς μοιραζόμαστε την ίδια οπτική πάνω στο σινεμά και έχουμε τις ίδιες αναφορές. Ύστερα από αρκετές αναβολές τα καταφέραμε, τον περασμένο Φεβρουάριο στο Κάιρο. Ήταν μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου. Ο Σαμέχ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και σκηνοθέτης με το δικό του όραμα και αγνή αγάπη για τον κινηματογράφο» λέει ο Γιώργος, εξηγώντας ότι η ταινία ανήκει στο είδος του road-trip.
«Όπως λέει και ο Σαμέχ, είναι το ταξίδι που κάνει ο Adam για να συναντήσει για τελευταία φορά τον άνθρωπο που αγαπάει, ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο που βρίσκει στον δρόμο του. Είναι μια ταινία για την αγάπη σε μια χώρα που έχει οριοθετήσει αυστηρά τις σχέσεις μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών».
Ο Γιώργος αυτό το διάστημα δεν βρίσκεται στην Αθήνα αλλά στην Ταϊβάν. Πιο συγκεκριμένα, από τον Σεπτέμβρη μένει στην Ταϊπέι και εργάζεται πάνω σε μια μεγάλου μήκους ταινία. «Βρισκόμαστε στο στάδιο της προ-παραγωγής και ξεκινάμε γυρίσματα σύντομα. Ο τίτλος της ταινίας είναι "American Girl", σκηνοθέτις είναι η Fiona Feng Roan και παραγωγός ο Clifford Miu. Γνώρισα τη Fiona και τον Clifford το Αύγουστο του 2019 στο Χονγκ Κονγκ, στα γυρίσματα του "The last ferry from Grass Island" του Linhan Zhang, στο οποίο συμμετείχαν και οι δύο ως παραγωγοί.
— Πώς είναι η εμπειρία τού να εργάζεσαι πάνω σε μια κινηματογραφική παραγωγή εν μέσω πανδημίας;
Να πω την αλήθεια, εδώ στην Ταϊβάν δεν έχει μεγάλη διαφορά με πριν. Προ ολίγων ημερών έφτασαν τις 200 μέρες χωρίς ούτε ένα κρούσμα, οπότε, στο κομμάτι της παραγωγής και των γυρισμάτων όλα κυλούν όπως πριν. Το μετά δεν ξέρω πώς θα είναι, και εννοώ τη φεστιβαλική πορεία και την κινηματογραφική διανομή.
— Με ποιον τρόπο έχει πληγεί η παγκόσμια κινηματογραφική παραγωγή λόγω της πανδημίας;
Οι επιπτώσεις στο σινεμά είναι τρομακτικές και πιστεύω ότι, όταν καταφέρουμε να βγούμε από αυτό, πολλά πράγματα θα έχουν αλλάξει. Το πιο λυπηρό για μένα είναι οι κλειστές κινηματογραφικές αίθουσες. Έχει χαθεί το βασικό κίνητρο για να κανείς ταινίες, καθώς δεν μπορούν να υπάρξουν πλέον μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, την κινηματογραφική αίθουσα.
— Ποιο είναι πιο σημαντικό: να αρέσουν οι ταινίες στους κριτικούς κινηματογράφου και να βραβεύονται ή να αρέσουν στο κοινό;
Κατά την προσωπική μου άποψη, και τα δύο είναι σημαντικά, για διαφορετικούς λόγους. Να αρέσουν στο κοινό είναι το πιο σημαντικό για μένα. Είναι ο λόγος που κάνουμε σινεμά, για να βλέπει ο κόσμος τις ταινίες. Το να βραβεύονται οι ταινίες, από την άλλη, σου δίνει τη δυνατότητα να κανείς κι άλλες, που με τη σειρά τους μπορεί να αρέσουν στο κοινό. Μια ισορροπία μεταξύ των δύο είναι το ιδανικό.
— Υπάρχουν κάποιοι διευθυντές φωτογραφίας ή σκηνοθέτες που έχουν καθορίσει την αισθητική σου;
Από διευθυντές φωτογραφίας, θα έλεγα τον Robby Muller, για τη χρήση του χρώματος και την αποτύπωση της Αμερικής με τη δική του μοναδική ματιά – το «Paris, Texas» είναι η αγαπημένη μου ταινία. Τον Γιώργο Αρβανίτη, καθώς ήταν η πρώτη μου επαφή με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η δουλειά του με έκανε να γνωρίσω έναν νέο κόσμο που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Τον Robbie Ryan, για την κίνηση της κάμερας στο χέρι και γιατί κάθε ταινία που κάνει είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Από σκηνοθέτες μου αρέσουν ο Carlos Reygadas, για τους κόσμους που δημιουργεί, ο David Lynch, για το ονειρικό του σινεμά, και ο Paul Thomas Anderson, γιατί η καρδιά μου χτυπάει δυνατά κάθε φορά που βλέπω ταινία του.
— Πιστεύεις ότι ένας διευθυντής φωτογραφίας πρέπει να εργάζεται πάνω στο όραμα του σκηνοθέτη ή να δίνει τη δική του οπτική πάνω στο έργο;
Όλα ξεκινάνε με το όραμα του σκηνοθέτη, αυτό είναι η βάση για οτιδήποτε θα ακολουθήσει. Αν έχεις να προτείνεις πράγματα, είναι πάντα ευπρόσδεκτα, τουλάχιστον αυτό έχω συναντήσει εγώ. Κάποια γίνονται δεκτά και κάποια όχι, αυτή είναι η δημιουργική διαδικασία κι αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του διευθυντή φωτογραφίας κατά την προσωπική μου άποψη. Πιστεύω ότι ο διευθυντής φωτογραφίας δεν πρέπει να δίνει τη δική του οπτική πάνω στο έργο αλλά να εμπλουτίζει την οπτική του σκηνοθέτη με τρόπο μη παρεμβατικό. Μπορείς να έχεις την προσωπική σου αισθητική όσον αφορά τη φωτογραφία, αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι να την αλλάζεις κάθε φορά.
— Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που έχεις αντιμετωπίσει όσον αφορά τη δουλειά σου;
Πιστεύω ότι είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους και δεν έχω αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες στη δουλειά μου. Είχα πάντα ανθρώπους που με στήριζαν, από τα πιο μικρά πράγματα μέχρι τα πιο σημαντικά, και εμπιστεύτηκαν έναν άνθρωπο να κάνει μια ταινία, ενώ δεν είχε κάνει ποτέ ξανά.
— Πες μου μια ταινία που παρακολούθησες τελευταία και σε έχει αγγίξει.
Το «Rebels of the neon god» του Tsai Ming Liang. Eίδα την ταινία και μετά περπάτησα στην περιοχή όπου γυρίστηκε, εδώ, στην Ταϊπέι.