Παρά την πλούσια καριέρα του στη μυθοπλασία, ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς, ο κατεξοχήν Ευρωπαίος auteur των '80s και '90s, δείχνει ανεξάντλητα δημιουργικός και επινοητικός στα ντοκιμαντέρ του. Μετά τα έξοχα Buena Vista Social Club και Pina, ο Βέντερς επιστρέφει με το απολαυστικό και συγκινητικό πορτρέτο του κορυφαίου Βραζιλιάνου φωτορεπόρτερ Σεμπαστιάο Σαλγκάδο στην ταινία Το αλάτι της Γης (Salt of the Earth), που συνυπογράφει με τον γιο του, καλλιτέχνη Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάδο. Όσο κι αν επιχείρησε να αποφύγει την αγιογραφία, δεν ήταν εύκολο για τον Βέντερς να μην εκφράσει τον θαυμασμό του για έναν ποιητή των εικόνων, «στον οποίο δεν βρήκε κανένα ψεγάδι», όπως λέει, συμπληρώνοντας: «Η αγάπη του για την ανθρώπινη κατάσταση ήταν αυθεντική, υπήρξε θαρραλέος και παρέμεινε σταθερός στις απόψεις του».
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, εκτός από τον Σαλγκάδο, ο Βέντερς μιλάει για την έννοια του ταξιδιού στη ζωή του, τη γενναιόδωρη ανάγκη του να καταγράψει την πορεία άλλων καλλιτεχνών από όλα τα πεδία της τέχνης, τη μετάβαση από το φιλμ στο ψηφιακό φορμάτ και την άποψή του για τις στροφές που έχει επιχειρήσει στο έργο του, με αφορμή το βραβείο συνολικής προσφοράς που του απονεμήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Θα έλεγα ότι για μένα η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο ηχητικής καταγραφής παρά ως φωτογραφικό μέσο. Με αυτήν «ακούω» έναν τόπο κι εξαφανίζομαι μέσα του. Μερικές φορές έχω κάνει το ίδιο και χωρίς κάμερα, πρέπει όμως να πω ότι αισθανόμουν σαν να έλειπε ένα κομμάτι μου.
Στην αρχή του φιλμ αναφέρετε πόσο έντονα επιθυμούσατε να κάνετε ένα μακρινό ταξίδι, σαν αυτό του Σαλγκάδο και του γιου του. Υποθέτω ότι σας αρέσει να ταξιδεύετε, να ανακαλύπτετε, να γίνεστε αυτόπτης μάρτυρας, να συμμετέχετε και να αναδημιουργείτε. Θα μπορούσατε να απολαύσετε μια επίσκεψη σε έναν τόπο όπου δεν έχετε ξαναβρεθεί, απλώς για να διασκεδάσετε, όπως στις διακοπές, και να αντισταθείτε στον πειρασμό να «αξιοποιήσετε» τις εμπειρίες σας επιτόπου ή αργότερα;
Φίλε μου, δεν είμαι φτιαγμένος για διακοπές! Κι αυτό που περιγράφεις μου ακούγεται πολύ σαν διακοπές. Σίγουρα χαίρομαι πολύ όταν φτάνω κάπου για πρώτη φορά και τότε η μεγαλύτερη ηδονή μου είναι να χάσω τον εαυτό μου, να περιπλανηθώ χωρίς σχέδιο, ακολουθώντας το ένστικτό μου. Μου αρέσει, όμως, να έχω και την κάμερά μου μαζί! Έτσι, η παρουσία μου στον τόπο αποκτά άλλη ένταση. Θα έλεγα ότι για μένα η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο ηχητικής καταγραφής παρά ως φωτογραφικό μέσο. Με αυτήν «ακούω» έναν τόπο κι εξαφανίζομαι μέσα του. Μερικές φορές έχω κάνει το ίδιο και χωρίς κάμερα, πρέπει όμως να πω ότι αισθανόμουν σαν να έλειπε ένα κομμάτι μου. Σαν να μου είχαν στερήσει μία από τις αισθήσεις μου.
Ανήκετε στη σκεπτική ομάδα των κινηματογραφιστών που θορυβούνται και διαμαρτύρονται για τη χαμένη ποιότητα του αληθινού φιλμ έναντι της ψηφιακής εκδοχής που «μιμείται» την ευαίσθητη, πλούσια εικόνα, όπως ισχυρίζονται οι κυνικοί;
Ως σκηνοθέτης, υπήρξα ο πρώτος που υιοθέτησα την ψηφιακή τεχνολογία. Το 1990 το Until the end of the world ήταν η πρώτη ταινία που βασίστηκε σε ψηφιακά μέσα (σε πρωτότυπο εξοπλισμό υψηλής ευκρίνειας) για να πετύχει την ονειρική ατμόσφαιρα των σκηνών που γυρίσαμε σε μια πρωτοποριακή μονταζιέρα στο Τόκιο. Το Buena Vista Social Club ήταν το πρώτο αποκλειστικά ψηφιακό ντοκιμαντέρ, τουλάχιστον στο μουσικό στερέωμα, που κατάφερε να τύχει διανομής στις αίθουσες, ενώ το Pina κατέχει επίσης μια πρωτιά στο πεδίο της ψηφιακής, τρισδιάστατης κινηματογράφησης. Συνεπώς, στο σινεμά βρίσκομαι ακριβώς στον αντίποδα εκείνων που παραπονιούνται για τη χαμένη παλιά, καλή επεξεργασία του φιλμ. Δεν ενδίδω γενικά σε κανενός είδους νοσταλγία. Μου αρέσει να διευρύνω το λεξιλόγιό μου και αυτό ακριβώς έκανα με την ψηφιακή τεχνολογία. Όμως, ως φωτογράφος, είμαι αμετακίνητος υπέρμαχος του φιλμ! Αδυνατώ να δουλέψω με ψηφιακές κάμερες. Τις δοκίμασα και πάντα κατέληγα να τις επιστρέφω. Όλες τους αποκαλύπτουν στιγμιαία το αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν το θέλω. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να περιμένω, συχνά εβδομάδες ολόκληρες, μέχρι να εμφανιστούν τα contacts. Επίσης, με τρομάζουν οι δυνατότητες του photoshop – στις φωτογραφίες μου όλα είναι όπως φαίνονται. Επιμένω φανατικά σε αυτή την πτυχή της «αλήθειας» στις φωτογραφίες. Ως κινηματογραφιστή, τα ψηφιακά εργαλεία εμπλουτίζουν τη γλώσσα μου. Ως φωτογράφο, αισθάνομαι ότι δεν με οδηγούν πουθενά.
Ακόμα και στις fictional ταινίες μου πάντα προσπαθούσα να αφήσω την αλήθεια να εισχωρήσει όσο γινόταν περισσότερο σε κάθε κάδρο.
Πώς προέκυψε η ιδέα και η αναγκαιότητα των ντοκιμαντέρ;
Όλα άρχισαν με το Lightning over water, το 1980, μια ταινία που ξεκινήσαμε να γυρίζουμε μαζί με τον Nicholas Ray, αλλά κατέληξε ντοκιμαντέρ σχεδόν, παρά τη θέληση του Nicholas. Η μυθοπλασία που είχαμε υπόψη μας δεν διέφερε σε τίποτα από την πραγματικότητα που είχαμε ενώπιόν μας – τον καρκίνο σε τελικό στάδιο του Ray. Συνεχίσαμε τα γυρίσματα, τα οποία μετατράπηκαν σε μια καταγραφή των τελευταίων εβδομάδων ζωής του Nick Ray. Είχα τεράστιους φόβους ή ενοχές, αλλά οι γιατροί μάς είπαν ότι η ταινία ήταν η καλύτερη θεραπεία και το να μην την ολοκληρώναμε θα ήταν σαν να τραβούσαμε το χαλί κάτω από τα πόδια του Nick. Αυτή ήταν η πρώτη, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα ταινία που έκανα. Από την άλλη, ορισμένα από τα προηγούμενα φιλμ μυθοπλασίας μου γυρίστηκαν χωρίς σενάριο και αποτελούσαν, κατά μία έννοια, «μασκαρεμένα ντοκιμαντέρ». Μετά από μια σειρά θεματικών και «ημερολογιακών» φιλμ, στράφηκα πιο συνειδητά προς τα ντοκιμαντέρ για να ξεφύγω από την παγίδα στην οποία μπορεί να εξελιχθούν οι ταινίες μυθοπλασίας. Αν γυρίσεις τέτοιου είδους ταινίες τη μία μετά την άλλη, πάντα με τεράστιο συνεργείο να σε υποστηρίζει και φορτηγά να κλείνουν το τετράγωνο, εύκολα χάνεις την αληθινή διάσταση των πραγμάτων. Το να στέκεσαι στους δρόμους με 2-3 ανθρώπους στην ομάδα σου, χωρίς να ξέρεις τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή, είναι η καλύτερη θεραπεία κατά των φουσκωμένων «εγώ». Σέβομαι βαθιά την «αλήθεια». Ακόμα και στις fictional ταινίες μου πάντα προσπαθούσα να αφήσω την αλήθεια να εισχωρήσει όσο γινόταν περισσότερο σε κάθε κάδρο.
Είναι για σας το ντοκιμαντέρ ένα είδος που κατά κάποιον τρόπο σάς ανακουφίζει από την πίεση μιας ταινίας μεγάλης κλίμακας ή μια εντελώς ξεχωριστή δημιουργική διαδικασία;
Ήμουν τυχερός που μπόρεσα να ξεκινήσω πολύ νωρίς (έκανα την πρώτη μου ταινία στα 24) και που μετά είχα τη δυνατότητα να εργαστώ με μια συνεχόμενη ροή, κάτι εντελώς αδιανόητο σήμερα για τους νέους κινηματογραφιστές. Επί 10 χρόνια γύριζα μια ταινία τον χρόνο. Ευτύχησα να έχω σημαντικούς συνεργάτες, σαν τον διευθυντή φωτογραφίας μου, τον Robby Müller, και τον μοντέρ μου, Peter Przygodda, με τους οποίους δούλεψα αρκετές δεκαετίες. Δύο πράγματα με κράτησαν σε ετοιμότητα: το ένα ήταν πως δεν λειτουργούσα καλά ως μισθωμένος σκηνοθέτης. Το κατάλαβα μετά την εμπειρία του Hammett... Σκέφτηκα, λοιπόν, πως για να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου έπρεπε να αναλάβω την παραγωγή, κάτι που έκτοτε έκανα. Αντιλαμβανόμενος τη φύση της χρηματοδότησης, κατάλαβα ότι θα ήταν προτιμότερο να κάνω μια ταινία με πενιχρότερα μέσα, αλλά με απεριόριστη καλλιτεχνική ελευθερία, από το να ασχολούμαι με ταινίες τεράστιων προϋπολογισμών, με στενά όμως περιθώρια ευελιξίας. Όσο περισσότερα χρήματα διαθέτεις, τόσο λιγότερα μπορείς να πεις με αυτά. Το άλλο κρίσιμο στοιχείο στη ζωή μου γυρνάει κι αυτό πίσω, στην εποχή του Hammett. Ο πραγματικός άντρας, ο Dashiell, σταμάτησε τη συγγραφή στο απόγειο της καριέρας του, χωρίς κανένας να γνωρίζει γιατί. Προς το τέλος της ζωής του, σε μια πολύ σπάνια συνέντευξη, απάντησε επιτέλους στο ερώτημα: κατάλαβε, λέει, ότι έγραφε απλώς και μόνο επειδή ήξερε πώς να το κάνει. Αισθάνθηκε, λοιπόν, ότι άρχιζε να μιμείται τον εαυτό του. Η ίδια η σκέψη τού ήταν τόσο δυσβάσταχτη, ώστε προτίμησε να μη γράφει καθόλου. Εντυπωσιάστηκα πάρα, μα πάρα πολύ! Από τότε, προσπαθώ να μην κάνω πράγματα μόνο επειδή ξέρω πώς να τα κάνω. Με την κινηματογραφία, αυτό είναι πιθανό να συμβεί. Πάντα υπάρχει τρόπος να επανεφεύρεις το αντικείμενό σου.
Φέτος, στην Berlinale τιμηθήκατε με ένα βραβείο για το σύνολο της προσφοράς σας. Έχοντας στον νου τις τελευταίες λέξεις του Σαλγκάδο στο «Salt of the Earth» για τον κύκλο της ζωής του, αισθάνεστε κι εσείς ότι κλείνει ένας κύκλος;
Ευτυχώς, ήξερα εδώ και λίγο καιρό ότι αυτό το βραβείο μού ερχόταν. Μας ενημερώνουν αρκετό καιρό νωρίτερα για να προετοιμάσουμε το υλικό που συνοδεύει τη βράβευση, στην ουσία για να αποκαταστήσουμε τις κόπιες όσων ταινιών θα προβάλλονταν στο φεστιβάλ. Είχα τον χρόνο να προβληματιστώ σχετικά με την εκδήλωση και να καταλήξω στην ιδανική λύση για το δίλημμα που εμπεριέχεται στην ιδέα του «lifetime»: έδειξα στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ και τη νέα μου ταινία, Every thing will be fine, έτσι ώστε να μη σκεφτεί κανείς ότι κόβω ταχύτητα ή ότι ρέπω προς την αναδρομή του έργου «της ζωής μου». Το Every thing will be fine άνοιξε για μένα μια πόρτα στο μέλλον, την ίδια στιγμή που η Berlinale τιμούσε το παρελθόν μου.
Κρίνοντας από τη νέα σας διεθνή παραγωγή με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φράνκο, μπορούμε να πούμε ότι διατηρείτε ακόμα έναν ανοιχτό διάλογο με την αμερικανική κουλτούρα; Σε ποιον βαθμό σάς γοητεύει και τι μπορεί να έχει αλλάξει από την εποχή του «Hammett», 30 χρόνια πριν, όταν για πρώτη φορά διερευνήσατε την –κάπως αποσπασματική και ανοργάνωτη– αμερικανική περιπέτεια του σινεμά;
Έζησα συνολικά 15 χρόνια στην Αμερική, οπότε μου δόθηκαν άφθονες ευκαιρίες να ξορκίσω το «αμερικανικό όνειρο» και να εξοικειωθώ με τον πραγματικό τόπο. Αγαπώ πάντα για τους ίδιους λόγους το δημοκρατικό πνεύμα της χώρας και εξακολουθούν να με τρομάζουν οι σκοτεινές της πλευρές, επίσης για τους ίδιους λόγους. Έχω μείνει στο Σαν Φρανσίσκο, στο Λος Άντζελες και στη Νέα Υόρκη – εξακολουθώ να νοσταλγώ και τις τρεις πόλεις κάθε φορά που συνειδητοποιώ ότι έχω καιρό να βρεθώ εκεί. Μου αρέσει ακόμα η αμερικανική μουσική και η αμερικανική Δύση. Μερικοί από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές του κόσμου εργάζονται ακόμα στην Αμερική. Δεν έχουν αλλάξει, λοιπόν, και πολλά, πέρα από το γεγονός ότι δεν έχω πλέον κόλλημα με την Αμερική. Είμαι ικανοποιημένος με το πού στέκομαι ως Ευρωπαίος σκηνοθέτης. Στην ψυχή μου είμαι ένας Γερμανός ρομαντικός. Το Every thing will be fine διαδραματίζεται στο Mόντρεαλ, μια βορειοαμερικάνικη μητρόπολη, με βαθιές όμως πολιτισμικές ρίζες στην Ευρώπη.
Το ντοκιμαντέρ «Το αλάτι της Γης» προβάλλεται από σήμερα στις αθηναϊκές αίθουσες.
σχόλια