Την εβδομάδα που πέρασε έκανε πρεμιέρα στις ΗΠΑ η Wonder Woman παίρνοντας ως επί το πλείστον πολύ θετικές κριτικές και κάνοντας ένα εντυπωσιακό άνοιγμα στα ταμεία που προετοιμάζει μια λαμπρή πορεία σε όλο τον κόσμο. Η επιτυχία της ταινίας φαίνεται να σπάει ένα ταμπού του εμπορικού αμερικανικού σινεμά, καθώς ο κόσμος των υπερηρώων είχε ως τώρα πρωταγωνιστές κυρίως άνδρες, ενώ όσες απόπειρες είχαν γίνει στο παρελθόν για να σηκώσει μια γυναίκα το βάρος ενός τέτοιου ρόλου, είχαν αποτύχει οικτρά. Οι περισσότερες βέβαια ήταν πάνω απ' όλα κακές ταινίες, όμως η ρετσινιά είχε μείνει και ακόμη και την τελευταία δεκαετία που τα κόμικς έχουν κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στον κινηματογράφο, τα στούντιο δυσκολεύονταν να πάρουν την απόφαση για επενδύσεις σε ταινίες με κόστος πάνω από 100 εκ. όπου πρωταγωνιστεί μια γυναίκα.
Ανατρέχοντας κάποιος στην ιστορία των υπερηρωίδων ξεκινά από τη μικρή οθόνη, που υπήρξε πάντοτε πολύ φιλόξενη στο συγκεκριμένο υποείδος. Η Λίντσεϊ Γουάγκνερ ως Bionic Woman και η Λίντα Κάρτερ ως Wonder Woman έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του '70 πρότυπα για πολλές γυναίκες, συνδυάζοντας ομορφιά, ευφυΐα και δυναμισμό, κλείνοντας το μάτι προς τα κινηματογραφικά στούντιο που άρχισαν να πρωτοσκέφτονται αντίστοιχες ιδέες. Η πρώτη απόπειρα έγινε χάρη στην αποτυχία (κριτική και εμπορική) του τρίτου Superman το 1983 που έφερε τους παραγωγούς του σε σκέψεις για ανανεωτικές ιδέες. Ξεφυλλίζοντας τα τεύχη της DC, έπεσαν πάνω στην Κάρα Ζολ-Ελ, την ξαδέλφη του Superman, και έχοντας ως βάση τον χαρακτήρα της έβαλαν μπρος το σχέδιο Supergirl. Ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λέστερ δεν ήθελε όμως να το ακούσει ούτε γι' αστείο, ο γάλλος Ζανό Ζουάρκ ανέλαβε έχοντας ως προτέρημα πως είχε ξανασυνεργαστεί με τον Κρίστοφερ Ριβ στο Somewhere in Time, όμως ο τελευταίος αρνήθηκε να κάνει έστω και ένα μικρό πέρασμα από την ταινία, έχοντας αντιληφθεί πως το όλο σχέδιο φτιαχνόταν στο πόδι. Η Έλεν Σλέιτερ ανέλαβε το ρόλο, έχοντας ισχυρά στηρίγματα (Πίτερ Ο' Τουλ, Φέι Νταναγουέι), αλλά το κάκιστο σενάριο και οι ελλείψεις στην παραγωγή οδήγησαν σε ένα αποτέλεσμα που δεν έπιασε ούτε τα μισά έσοδα του (αποτυχημένου) Superman 3. Το πάθημα του Supergirl έκανε τα αφεντικά των στούντιο να συμφωνήσουν πως μια ταινία με πρωταγωνίστρια γυναίκα υπερηρωίδα είναι μια πολύ κακή ιδέα και έβαλαν οποιοδήποτε σχετικό σχέδιο στο κάτω μέρος των συρταριών τους.
Το 1992, την εποχή που η Μισέλ Φάιφερ υποδύονταν εξαιρετικά την Catwoman στο δεύτερο Μπάτμαν του Τιμ Μπέρτον, ένας νεαρός σεναριογράφος, ο άσημος τότε Τζος Γουίντον, έβλεπε το σκοτεινό σενάριο του για το οποίο ενδιαφέρθηκε η Fox, να μετατρέπεται σε μια φθηνή σάτιρα. Το Buffy the Vampire Slayer απογοήτευσε τους πάντες, αλλά πείσμωσε τον ίδιο που δεν παράτησε αυτή την εναλλακτική περίπτωση υπερηρωίδας και βρήκε καταφύγιο στην τηλεόραση, δημιουργώντας, με τον τρόπο που ήθελε πλέον, το 1997 και για 7 έτη μια από τις δημοφιλέστερες σειρές της εποχής. Άλλωστε δεν είχε λόγο να εξακολουθεί να απευθύνεται σε στούντιο για παρόμοιες ιδέες, καθώς εκείνη την εποχή οι γυναίκες που έρχονταν από τον κόσμο των κόμικς πρωταγωνιστούσαν μόνο σε ταινίες που φλέρταραν με το camp. Πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις άλλωστε το Tank Girl (1995), όπου σε ένα δυστοπικό μέλλον μια γυναίκα (η Λόρι Πέτι στο ρόλο) πολεμά κακές πολυεθνικές μέσα από ένα τανκ ή το μνημειώδες, για τους λάθος λόγους, Barb Wire (1996) όπου η Πάμελα Άντερσον πρωταγωνιστεί σε μια παραλλαγή του Καζαμπλάνκα που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του δεύτερου αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, το 2017(!) – προλαβαίνει ακόμη ο Τραμπ. Για εμπορική επιτυχία φυσικά ούτε λόγος, το είδος εξακολουθεί να θεωρείται αυστηρά ανδρικό και οι παραπάνω απόπειρες αντιμετωπίζονται ως κινηματογραφικά αξιοπερίεργα.
Με την αυγή του νέου αιώνα, το Χόλιγουντ ανοίγει τη μεγάλη αγκαλιά του στους υπερήρωες, ξεκινώντας με τα 2 πετυχημένα X-Men, το εξαιρετικό Hulk του Ανγκ Λι, που όμως χωρίς τη φασαρία της δράσης δεν απέδωσε τα προσδοκόμενα έσοδα, ενώ ήδη είχε δοθεί το πράσινο φως για μια νέα τριλογία του Μπάτμαν, καθοδηγούμενη από τον Κρίστοφερ Νόλαν, με μεγάλο μπάτζετ και γερό καστ να την στηρίζει. Λίγο πριν το πρώτο φιλμ, μια παλιά γνώριμη, η Catwoman, ελπίζει να ανοίξει το δρόμο για τις γυναίκες στο είδος όμως το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Η ταινία συχνάζει ως σήμερα σε όποια λίστα περιλαμβάνει τη λέξη «χειρότερη» (διασκευή κόμικ, ταινία με υπερήρωες, ταινία γενικώς), με τη Χάλι Μπέρι να παίζει μια καρικατούρα, σε μια εντελώς λανθασμένη προσέγγιση του χαρακτήρα και πολύ διαφορετική από αυτήν που είδαμε στο φιλμ του Μπέρτον, χωρίς στοιχειώδεις σκηνοθετικές οδηγίες μια που η ταινία γυρίστηκε από τον Γάλλο τεχνικό ειδικών εφέ, Πιτόφ που μάλλον μόνο ο ίδιος φάνηκε να το διασκέδασε. 100 εκατομμύρια μπάτζετ, έφεραν πίσω γύρω στα 40 και άλλη μια αποτυχία καταγράφηκε.
Χειρότερο όμως ήταν αυτό που έγινε την επόμενη χρονιά. Η Τζένιφερ Γκάρνερ είχε συστηθεί στο κοινό ως Elektra, στο Daredevil του 2003 με πρωταγωνιστή τον Μπεν Άφλεκ. Η ταινία ήταν μέτρια και ξεχνιόταν αμέσως όμως η συμπαθητική πορεία της στα ταμεία έφερε το spin-off με πρωταγωνίστρια πλέον μόνη την Γκάρνερ. Το Elektra (2005) ήταν εξίσου μέτριο, αλλά χώθηκε στην περίοδο του Ιανουαρίου, που συνήθως τα στούντιο βάζουν τα φιλμ στα οποία δεν πολυπιστεύουν, και προφανώς η εισπρακτική του πορεία ήταν κατώτερη του αναμενομένου. Αυτό ήταν ίσως πιο τρανταχτό επιχείρημα σε όσους δεν ήθελαν να ακούν για ταινίες με γυναίκες υπερήρωες, ότι δηλαδή βάζοντας πλάι δυο φιλμ όχι ιδιαίτερης αξίας (Daredevil και Elektra), το πρώτο έβγαλε κέρδη και το δεύτερο όχι, και ο λόγος γι' αυτό ήταν καθαρά η έλλειψη του ανδρικού προτύπου ήρωα.
Από εκεί και μετά, ειδικότερα μετά το Dark Knight (2008), ζούμε στην εποχή των υπερηρώων, με τους ήρωες της Marvel και της DC να έχουν μετατρέψει το Comic Con από γιορτή των κόμικς στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό event της χρονιάς. Τα extended σύμπαντα των δύο εταιρειών-κολοσσών έχουν φυσικά χώρο για γυναίκες, αλλά μόνο ως μέλη ενός συνόλου ηρώων. Η Σκάρλετ Γιοχάνσον έγινε Black Widow και η Ελίζαμπεθ Όλσεν Scarlet Witch, όμως η Marvel δεν έχει ανακοινώσει επίσημα πως προτίθεται να ξεκινήσει ταινίες ειδικά γι' αυτές, ενώ και η Τζένιφερ Λόρενς ως Μιστίκ στους νέους X-Men δε περιμένει κάτι παρόμοιο. Γυναίκες ηθοποιοί δηλαδή πρώτης γραμμής, που πρωταγωνιστούν σε ακριβά φιλμ, δε θεωρούνταν ακόμη safe bet για να σηκώσουν πάνω τους μια ταινία μεγάλου προϋπολογισμού. Αυτό συνέβη τελικά από την DC και τη Warner που ίσως και λόγω των αρνητικών κριτικών που παίρνουν τα τελευταία χρόνια οι ταινίες τους, προχώρησε σε κάτι ριζοσπαστικό, μια ξεχωριστή ταινία Wonder Woman, σκηνοθετημένη από μια γυναίκα, την Πάτι Τζένκινς που λίγα χρόνια νωρίτερα έφυγε από την προετοιμασία του δεύτερου Θορ, αφήνοντας να εννοηθεί πως υπήρχε πρόβλημα με το φύλο της.
Το αποτέλεσμα δικαίωσε τελικά αυτό το ρίσκο. Η Γκαλ Γκαντότ, που είχε πρωτοεμφανιστεί ως Wonder Woman στο περσινό Batman vs Superman, μοιάζει να είναι γεννημένη για το ρόλο ενώ η Τζένκινς έδειξε σε πολλά σημεία, χωρίς να υπερβάλλει, πως οι καιροί έχουν αλλάξει. Σε μια σκηνή φόρο τιμής στο κλασικό Superman του 1978, η Γκαντότ σώζει το αγόρι με τον ίδιο τρόπο που ο Ριβ σώζει το κορίτσι, ενώ η ηρωίδα τοποθετείται μέσα σε πολεμικό πεδίο όπου μια στρατιά από άνδρες επιτίθονται μόνο όταν αυτή κάνει την πρώτη κίνηση. Έχουν πλέον πρόβλημα πολλοί με τέτοιες «καινοτομίες»; Την απάντηση έδωσαν τα 100 εκ. περίπου που έβγαλε η ταινία σε ένα τριήμερο, στο μεγαλύτερο άνοιγμα που έκανε ποτέ ταινία σκηνοθετημένη από γυναίκα. Και η αναμενόμενη επιτυχία είναι πιθανό να ανοίξει έναν νέο δρόμο. Ήδη είναι σίγουρο ένα ενδεχόμενο σίκουελ, ενώ η DC έχει πλέον στο δυναμικό της τον Γουίντον που ετοιμάζει το Batgirl για να συνεισφέρει και αυτός στην αλλαγή. Ελπίζοντας πως οι αντίστοιχες κινήσεις της Marvel ή όποιας άλλης εταιρείας, θα είναι εξίσου προσεκτικές, φαίνεται πως ανατέλλει η εποχή που το φύλο ενός κεντρικού ήρωα δεν θα αποτελεί αντισταθμιστικό παράγοντα στην επιτυχία μιας ταινίας, εφόσον αυτή έχει γίνει σωστά. Άλλωστε η μάχη για το καλό, το ιδανικό για το οποίο συνήθως πολεμούν οι υπερήρωες, δεν είναι προνόμιο ή υποχρέωση ενός μόνο φύλου.