Ανάμεσα στις πολλές εξαιρετικές ταινίες –παλιές και σύγχρονες– που μπορεί, αντί ελάχιστου αντιτίμου, να παρακολουθήσει κανείς αυτές τις μέρες, και μέχρι την ερχόμενη Δευτέρα, στην πλατφόρμα streaming του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, βρίσκεται και αυτό το πολλαπλώς αποκαλυπτικό ταξίδι στα άδυτα του alt-right κινήματος που ενίσχυσε (και ενισχύθηκε από) τον Τραμπ, εισβάλοντας θεαματικά και εμπρηστικά στον δημόσιο διάλογο.
Καταρχάς στις ΗΠΑ, αλλά και παντού, όπως γίνεται όλο και περισσότερο φανερό κάθε μέρα που περνάει, καθώς διαπιστώνουμε μουδιασμένοι να έχει αποενοχοποιηθεί πλήρως σχεδόν ακόμα και η πιο ακραία ρατσιστική / φασιστική ρητορική σε κανάλια, πλατφόρμες και social media.
Το «White Noise» είναι συναρπαστικό –και ανησυχητικό– επειδή για μιάμιση ώρα δεν συναναστρεφόμαστε «περιθωριακές» προσωπικότητες αλλά «χαρισματικά» άτομα που κρύβουν τη βαριά παθολογία τους πίσω από μια επίφαση λαμπερής κανονικότητας.
Tα γυρίσματα κράτησαν σ’ όλη τη διάρκεια της θητείας Τραμπ που συνέπεσε με την εξέλιξη και τις διάφορες μεταλλάξεις του alt-right φαινόμενου, το οποίο ανέδειξε τους τρεις κεντρικούς πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ σε σούπερ σταρ του «κινήματος».
Η ταινία είναι παραγωγή του 2020 (πρόκειται μάλιστα για την πρώτη κινηματογραφική παραγωγή του έγκριτου περιοδικού The Atlantic) αλλά τα γυρίσματα κράτησαν σ’ όλη τη διάρκεια της θητείας Τραμπ που συνέπεσε με την εξέλιξη και τις διάφορες μεταλλάξεις του alt-right φαινομένου, το οποίο ανέδειξε τους τρεις κεντρικούς πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ σε σούπερ σταρ του «κινήματος».
Ο ένας είναι ο Ρίτσαρντ Σπένσερ, ανερμάτιστο πλουσιόπαιδο με φαντασιώσεις Φύρερ και εμφάνιση νεοναζί δανδή, τον οποίον βλέπουμε αρχικά να απευθύνει πανηγυρικό λόγο ενώπιον οπαδών του στην Ουάσιγκτον, αμέσως μετά από την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια του οποίου επιτίθεται στα «καθεστωτικά» media χρησιμοποιώντας τον όρο του Χίτλερ για τον «ψεύτικο Τύπο» (lügenpresse), για να καταλήξει αναφωνώντας «Χάιλ Τραμπ!» σε ένα στιγμιότυπο που είχε γίνει viral εκείνες τις μέρες.
Ο σκηνοθέτης του «White Noise», Ντάνιελ Λαμπρόζο, βρισκόταν εκεί με το συνεργείο του, καταγράφοντας λίγο αργότερα τον Σπένσερ σε ιδιωτική στιγμή να λέει στην κάμερα τον καημό του: «Έχω ζήσει μέσα σ’ αυτό το πολυπολιτισμικό χάλι όλη μου τη ζωή, και προσπαθώ να διαφύγω».
Μερικούς μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2017, θα τον εγκαλούσαν ως ηθικό υπεύθυνο του θανάτου της νεαρής Χέδερ Χάγιερ, η οποία χτυπήθηκε από αυτοκίνητο οπαδού του, ο οποίος έπεσε επίτηδες πάνω στον κόσμο που διαδήλωνε κατά της εκδήλωσης που είχε διοργανώσει ο Σπένσερ με τίτλο-αίτημα την ένωση της δεξιάς («Unite the Right»).
Ο άλλος είναι ο MάικΤσέρνοβιτς, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως αντιδραστικού προβοκάτορα, ως γκουρού του αντιφεμινισμού, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε θεωρητικό της συνωμοσιολογίας και σε προαγωγό ψευδών ειδήσεων (ήταν εκείνος που είχε διασπείρει την είδηση ότι η Χίλαρι Κλίντον πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον) ενώ τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί το κοινό που απέκτησε ενθαρρύνοντας την alt-right παράνοια για να πουλήσει τη γραμμή αντρικών καλλυντικών και lifestyle αξεσουάρ που έχει δημιουργήσει.
Αυτή όμως που σου παγώνει το αίμα, και συγχρόνως αναρωτιέσαι μήπως έχει κάποια ελπίδα να ξεφύγει από το brand που η ίδια επιμελώς έχτισε από πολύ μικρή ηλικία, είναι η επιφανής Καναδή YouTuber, δημοσιογράφος και σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ, Λόρεν Σάουθερν, μια μικρή Γκουίνεθ Πάλτροου της ακροδεξιάς. Ίσως επειδή είναι η πιο «εξανθρωπισμένη» από τους τρεις στην ταινία, παρά τα τερατώδη πράγματα που υποστηρίζει.
Μαζί της ταξιδεύουμε μέχρι τις Βρυξέλλες, όπου φιλοξενείται σε φόρουμ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, το Παρίσι (το οποίο χαρακτηρίζει «άθλιο») και τη Μόσχα, η οποία, όπως λέει, είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου νιώθει νορμάλ ανάμεσα στα στελέχη της νεολαίας Πούτιν. Την ακολουθούμε και σε μια εκδήλωση με συντονιστή τον συνιδρυτή του ομίλου Vice Media, Γκάβιν Μακίνες, ο οποίος έχει αναδειχθεί σε χίπστερ γκουρού του alt-right κινήματος. «Είμαι ένας δυτικός σωβινιστής», προσφωνεί ο ίδιος τον εαυτό του, «και αρνούμαι να απολογηθώ για τη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου». Λίγο αργότερα, καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα και από το ύφος της Σάουθερν, καθώς του μιλά στο τηλέφωνο, ότι της την είχε πέσει πολύ άγαρμπα την ώρα του event.
Αυτό που συνδέει πάντως και τις τρεις αυτές φιγούρες, πέρα από το μαζικό μάρκετινγκ μιας αντίληψης λευκού εθνικισμού, φιλτραρισμένης μέσω της influencer αισθητικής, είναι οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ιδέες τους και στη ζωή τους.
Ο Σπένσερ, ο οποίος έχει αποσυρθεί εσχάτως σε μια απίστευτη έπαυλη στη Μαντόνα, όπου ζει με τη μητέρα του, εξομολογείται ότι το όνειρό του ήταν πάντα να γίνει θεατρικός σκηνοθέτης, η νυν σύζυγος του Τσέρνοβιτς, ο οποίος κάποια στιγμή δηλώνει ότι «φυλετική ποικιλότητα ισούται με γενοκτονία των λευκών», είναι ιρανικής καταγωγής, ενώ καταλαβαίνουμε επίσης, παρότι η ίδια δεν θέλει να το συζητήσει, ότι ο σύντροφος και πατέρας του μωρού της Σάουθερν δεν είναι λευκός…
Λεπτομέρειες, ίσως. Ή απλά, στην Αμερική, το χρήμα και η φήμη και ο τρόπος που πουλάς τον εαυτό σου είναι πάνω απ’ όλα.
Το 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίζεται online μέχρι τις 14/3.