ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
Έχουν περάσει δέκα και πλέον χρόνια από το Σπιρτόκουτο, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, εκείνο το πρώτο ξάφνιασμα ενός νέου τύπου κινηματογράφου. Σαν ένα γερό σκαμπίλι στη μέχρι τότε commeilfaut αναπαραγωγή της πραγματικότητας, ο Κύπριος σκηνοθέτης εισήγαγε μια νέα γλώσσα κι ένα σινεμά ακόμα πιο αποκαλυπτικό απ' ό,τι είχαμε δει μέχρι τότε. Ωμός και απίστευτα ρεαλιστικός λόγος και εικόνα, απόβλητοι μιας πόλης που ξερνάει τους αδύναμους και τους ωθεί σε κάθε τύπου παρεκκλίσεις – μια κατάσταση που πια έχει αρχίσει να επεκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.
Ακολούθησαν δύο ταινίες με την ίδια ένταση και ορμή. Φέτος, με την τέταρτη, το Μικρό Ψάρι, ίσως την πιο ώριμη και εξελιγμένη του τόσο προσωπικού του σύμπαντος, πέτυχε κάτι σημαντικό: να συμπεριληφθεί στο επίσημο Διαγωνιστικό του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, την περίφημη Berlinale, με τον διεθνή τίτλο Stratos, που είναι και το όνομα του κεντρικού ήρωα που υποδύεται ο Βαγγέλης Μουρίκης.
Όσοι την είδαν στην παγκόσμια πρεμιέρα της, Έλληνες και ξένοι, διχάστηκαν. Αποθεώθηκε και αγαπήθηκε από μέρος του κοινού, μισήθηκε και απορρίφθηκε από το άλλο μισό. Αλλά αυτό συμβαίνει πάντα με τις ταινίες του Οικονομίδη. Πρωτοσυνέβη στο Σπιρτόκουτο, με την καταιγιστική του γλώσσα, ξανασυνέβη με την Ψυχή στο στόμα, που ενόχλησε με τον βομβαρδισμός βωμολοχιών, τέλος συνέβη και με τον Μαχαιροβγάλτη, όπου υπάρχει πλήρης αποκαθήλωση της κοινωνικής υποκρισίας και η βία γίνεται η μόνη διέξοδος για επιβίωση και αυτοεπιβεβαίωση. Γιατί, για τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Οικονομίδη, ο σταθερός και μόνιμος στόχος είναι η όσο γίνεται πιστότερη αναπαράσταση της πραγματικότητας της ζωής «εκεί έξω». Ένας ρεαλισμός που φτάνει στα άκρα, που δεν κρατάει καμία κοινωνική σύμβαση, που χώνει όσο γίνεται βαθύτερα στη φωλιά του τέρατος τον καθρέφτη μπας και τρομάξει το ίδιο το τέρας ή μήπως δούμε οι υπόλοιποι το είδωλο, έστω και παραμορφωμένο.
Το Μικρό Ψάρι είναι αναμφισβήτητα η πιο ολοκληρωμένη του παραγωγή. Ένα «μεσογειακό φιλμ νουάρ», όπως το χαρακτήρισαν στο Βερολίνο, μια ατμοσφαιρική εγκληματική ταινία όπως λέει και ο ίδιος. Άψογη φωτογραφία, εξαιρετικά νυχτερινά και σκοτεινά πλάνα, σπουδαίες ερμηνείες, ιδανική επιλογή προσώπων και ερμηνευτών. Πριν από μερικούς μήνες έλεγε μέσα από τις σελίδες της LifO: «Στη νέα μου ταινία κάνω ένα περίεργο μυθιστορηματικό άνοιγμα. Παρόλο που έχει την επίφαση δραματικού γκανγκστερικού φιλμ, στην πραγματικότητα πάλι για την οικογένεια μιλάω. Ξεδιπλώνω ξανά αυτή την πινακοθήκη τεράτων, άλλων του υποκόσμου, άλλων της φυλακής, άλλων της πουτανιάς ή της γειτονιάς. Πιστεύω ότι είναι η εικόνα της λατινοαμερικανοποίησης της Ελλάδας».
Ο Στράτος είναι ένας πρώην ισοβίτης που έχει βγει από τη φυλακή, έχοντας αφήσει πίσω του τον κολλητό του φίλο και μεγαλομαφιόζο Λεωνίδα. Ζει πια ως ένας ανώνυμος και αδιάφορος εργάτης σε βιοτεχνία αρτοσκευασμάτων, ενώ παράλληλα εκτελεί συμβόλαια θανάτου ως hitman. Πρόκειται για μια μυστική του δράση, χάρη στην οποία συγκεντρώνει χρήματα με τα οποία θα στηθεί η απόδραση του φίλου του. Η επιχείρηση οργανώνεται από τον αδελφό του Λεωνίδα. Η φαινομενικά φιλήσυχη ζωή του Στράτου σε έναν ανώνυμο και άχρωμο συνοικισμό της σύγχρονης Αθήνας πλαισιώνεται από τον Μάκη (τον οποίο παίζει ένας μη-ηθοποιός, κολλητός φίλος του σκηνοθέτη) και την αδελφή του, γείτονες του με τους οποίους μοιράζεται την καθημερινότητά του. Συναντάει τον νονό της νύχτας Πετρόπουλο, ο οποίος τον πιέζει να δουλέψει για εκείνον.
Ένα τοπίο ζοφερό, μιας «άλλης», παράλληλης πραγματικότητας, όπου στην εξέλιξη της ταινίας ο κάθε ήρωας θα κατασπαράξει τον άλλον ή θα αποπειραθεί να το κάνει. Μια πινακοθήκη σμπαραλιασμένων και τσαλακωμένων ανθρώπων που βουλιάζουν μέσα στη μοναξιά και τους φόβους τους. Χωρίς ταυτότητα, ξεριζωμένοι στις παρυφές και στο περιθώριο της μεγάλης και αδιάφορης μητρόπολης, μιας θάλασσας όπου κολυμπάει ένα «μικρό ψάρι» με μεγάλη ψυχή ονόματι Στράτος. Ο Γιάννης Οικονομίδης εξηγεί: «Το θέμα της ταινίας είναι η διαδρομή ενός ανθρώπου από το ένα σημείο στο άλλο. Η αξιοπρέπεια, η σωτηρία της ψυχής υπό μία έννοια, ο τρόπος που το μικρό ψάρι που τσαλαβουτάει μπαίνει κάποια στιγμή σε μια κατάσταση ανάτασης και προσωπικής κάθαρσης. Μετά από μια μεγάλη ανατροπή που συμβαίνει στα μισά της ταινίας, ο ήρωας πιάνει πάτο κι έχει να διαλέξει μεταξύ δύο δρόμων: ή να μείνει στον πάτο ή να σηκωθεί. Αυτό είναι κάτι που βιώνουν όλοι οι αδύναμοι άνθρωποι, οι "μικροί" άνθρωποι, τα μικρά ψάρια. Πίεση από παντού».
Βέβαια, ο Στράτος δεν είναι ούτε μορφωμένος, ούτε ιδιαίτερα έξυπνος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Ο σκηνοθέτης συνεχίζει: «Είναι ένας αντιήρωας που τρώει συνεχώς φάπες. Τον ταπώνουν μέσα στο καζίνο, τον ταπώνει ο "Μπογιατζής", που του αναθέτει τις παραγγελίες για εξόντωση ανθρώπων, τον ταπώνει μέχρι και ο φίλος και γείτονάς του. Ένας άνθρωπος μοναχικός, δυσλειτουργικός, ντροπαλός, μπορούμε να πούμε και φοβισμένος. Θύμα του εαυτού του και συγχρόνως ένα κοινωνικό θύμα».
Ο άντρας που παρακολουθούμε στην ταινία είναι, πάνω απ' όλα, υποχωρητικός σε όλα όσα του συμβαίνουν, λες και όλες τις αποφάσεις που τον αφορούν τις παίρνουν άλλοι. Ολόκληρη η εξουσία του αρχίζει και τελειώνει με ένα όπλο στο χέρι. Με το που ολοκληρώνει την παραγγελιά, επιστρέφει στην «ανυπαρξία» του. Ο Οικονομίδης, που συνυπογράφει το σενάριο, συμπληρώνει: «Έχει ρωγμές ο Στράτος, είναι εύθραυστος. Είναι περιφερειακός, έρχεται τελευταίος και καταϊδρωμένος, δεν τον ρωτάει κανείς τη γνώμη του. Γιατί έτσι τον θέλαμε, ανθρώπινο».
Παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι αρνείται να συνεργαστεί με τον νονό του καζίνου τον κάνει και λίγο «ηρωικό». Ίσως, πάλι, αυτή του η επιλογή να είναι από αίσθημα αυτοσυντήρησης, γιατί ο στόχος του, από τον οποίο δεν θέλει να παρεκκλίνει, είναι να βγάλει από τη φυλακή τον Λεωνίδα. «Έχει σύστημα αξιών ο Στράτος. Αλλά όλο αυτό είναι ένα σύνθετο χαρμάνι το οποίο έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Αυτό το γκρίζο, που δεν είναι ούτε άσπρο ούτε μαύρο. Ο Στράτος βρίσκεται στις αποχρώσεις του γκρίζου» ολοκληρώνει τη σκιαγράφηση του ήρωα του ο δημιουργός του.
Αλλά γιατί επιμένει να επανέρχεται στη φρικτή πλευρά των ανθρώπων, γιατί συνεχώς διεισδύει σε έναν τόσο σκληρό μικρόκοσμο; Μου απαντάει: «Είναι ο κόσμος που μπορεί να ξεπεράσει τα όρια. Πώς ο Σαίξπηρ και η δραματουργία του ασχολείται με βασιλιάδες και στρατηγούς, ανθρώπους της δύναμης και της εξουσίας; Ένας κόσμος βουτηγμένος σε μια κατάσταση που έχει να κάνει με το χρήμα, τη λαγνεία, την ισχύ. Που επιβιώνει με όρους ακραίους και που εμένα μου δίνει υλικό να δουλέψω και να ξεδιπλώσω ανθρώπινα πάθη και συμπεριφορές. Δηλαδή, την ανθρώπινη κατάσταση». Αποκαλύπτοντας το κακό; «Διερευνώντας το. Θέλω να δω τα όριά του, μέχρι πού μπορεί να πάει. Όχι μόνο το σωματικό κακό αλλά και το κακό του μυαλού, που κάποια στιγμή μπαίνει σε μονοπάτια διαστροφής. Αυτού του είδους η δραματουργία πάντα με γοήτευε».
Σε όλα του τα έργα ο Οικονομίδης εισβάλλει σε καταστάσεις ενός μικροαστικού λούμπεν. Συχνά, στις εσχατιές της μεγάλης, αχανούς πόλης όπου οι άνθρωποι, ξεριζωμένοι από τον τόπο καταγωγής τους, τσαλαβουτάνε και υπάρχουν σαν μικρές μονάδες στο ανώνυμο πλήθος. Κυκλοφορούν σαν την άδικη κατάρα στις μεγάλες λεωφόρους της ζωής, αποτελούν μέρος ενός άτυπου περιθωρίου. Επανέρχεται συνεχώς το συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, ένα πλαίσιο και μία ταυτότητα που δεν είναι απαραίτητα και η πιο αποδεκτή, η πλέον κυρίαρχη. Αναρωτιέσαι αν είναι και κάπως ανεδαφική στην υπερβολή της. Εξηγεί: «Είναι ένας κοινωνικός χώρος που τον αναγνωρίζω. Μου είναι πιο ελκυστικό να μιλήσω γι' αυτό. Έχει οσμές που τις πιάνω». Πόσο καλά, όμως, ξέρει το είδος των ανθρώπων που αναπαριστά; «Τους έχω δει, τους έχω πάρει χαμπάρι. Όλα αυτά είναι μπροστά μας, αρκεί να μην είμαστε υποκριτές. Νομίζω ότι σε λίγο μέσα στη Βουλή θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται όπως στο Σπιρτόκουτο. Πάντως, είμαι ένας άνθρωπος που περπατάει την πόλη και τη ζωή. Ακούω τους άλλους να μιλάνε. Και στην τελική απόδοση των σκηνών αποτυπώνεται η δική μου αίσθηση όσον αφορά την αναπαράσταση της πραγματικότητας, αν και οι ταινίες μου δεν είναι σινεμά-ντοκουμέντο σαν του Κεν Λόουτς. Δεν υπάρχουν σκηνές που να είναι ανεδαφικές και που να μη δικαιολογούνται από το σενάριο – όπως όταν βλέπεις τους Κακόφημους Δρόμους του Σκορσέζε ή τα Καλά Παιδιά. Αυτό που βλέπεις διαισθάνεσαι ότι κάπου υπάρχει, ότι κάποια στιγμή έχει συμβεί κάπου. Άσε που πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει το σινεμά. Πόσες φορές δεν έχω πει "ας είχα τώρα μια κάμερα να καταγράψω μια σκηνή στον δρόμο"». Οπότε, υπάρχουν σκηνές που έχει αναπαραστήσει πιστά, όπως καταγράφηκαν στο θυμικό του; Σιωπά για αρκετή ώρα. Συλλογίζεται. Εν τέλει, μου απαντάει: «Λίγο πολύ, όλες οι σκηνές είναι φτιαγμένες από εμπειρίες. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό τις έχω ψυχανεμιστεί από καταστάσεις στις οποίες έχω βρεθεί μάρτυρας, αλλά δανείζομαι και από την παράδοση του σινεμά. Συνειδητά δεν θέλω να κάνω μια σκηνή ακριβώς όπως την είδα, δεν θέλω να ανταγωνιστώ την πραγματικότητα, να την αποδώσω πιστά θέλω».
Είναι πανθομολογούμενο από τους ηθοποιούς του, ερασιτέχνες και επαγγελματίες, ότι στις πρόβες τούς εξοντώνει. Άλλωστε, πολλοί διάλογοι του Οικονομίδη είναι προϊόν συλλογικής συνεργασίας και ζύμωσης κατά τη διάρκεια των προβών. Ξανά και ξανά, λέγονται, ακούγονται και εξαντλούνται όλες οι πιθανές εκδοχές μιας σκηνής μέχρι να πειστεί τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι που συμμετέχουν ότι έχει αποδοθεί στο μάξιμουμ και με ρεαλιστική ακρίβεια ο λόγος. Στα γυρίσματα του Μικρού Ψαριού ανατράπηκε το σενάριο αλλάζοντας τελείως μια συγκεκριμένη σκηνή λίγο πριν γυριστεί, και ενώ είχαν προηγηθεί ώρες συζητήσεων και είχαν καταλήξει σ' αυτήν. Αλλά έτσι γίνεται με τον κινηματογράφο, όπου το μεράκι κυριαρχεί και η ιστορία περνάει από πλείστες όσες επεξεργασίες πριν φτάσει στο μοντάζ.
Στο Μικρό Ψάρι επανέρχεται συνεχώς το θέμα της προδοσίας. Ο ένας προδίδει τον άλλον. Σαν να λέμε, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, και το μικρό το μικρότερο – ένα θέμα πανανθρώπινο. Μου λέει: «Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπάρχει από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Μπορεί να κρύβει δίψα για εξουσία, λεφτά, δύναμη. Οι λόγοι που μπορεί να προδώσει κανείς είναι δεκάδες. Και τι είναι, τελικά, η προδοσία; Η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους, πώς τη φέρνει ο ένας στον άλλον. Ένα όπλο είναι η προδοσία, μια σφαίρα. Πόλεμος με άλλα μέσα. Αυτός είναι ο άνθρωπος και εκεί έρχεται η τέχνη, για να τα διερευνήσει όλα αυτά. Για να τα φωτίσει. Για να στοχαστούμε, να γίνουμε καλύτεροι». Και γιατί δεν γινόμαστε καλύτεροι; «Κάποιοι γίνονται και κάποιοι δεν γίνονται. Κι αυτό πάλι είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων. Είναι το αιώνιο διακύβευμα. Και σε αυτά τα θέματα υπάρχει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, ακόμα κι αν είναι μαύρο». Δεν υπάρχει απόδραση απ' όλη αυτήν τη μαυρίλα; «Υπάρχει ατομική απόδραση. Κάποιοι τα καταφέρνουν. Οι κοινωνίες, απ' ό,τι αποδεικνύεται, όχι. Η "απόδραση" είναι μάλλον ατομική υπόθεση».
Ο Στράτος καταλήγει σε επιλογές κάθαρσης, μέσα από το σοβαρό θέμα της αυτοδικίας. Πιστεύει ο Οικονομίδης σε μια προδιαγεγραμμένη κατάληξη, κοντολογίς σε αυτό που λέμε μοιραίο; «Δεν νομίζω. Αυτό προκύπτει από τη ζωή. Η ζωή σού βάζει αναχώματα και εμπόδια κι αυτό σε πάει παρακάτω. Δεν νομίζω ότι ο Στράτος ήταν γεννημένος γι' αυτό, αλλά ότι η ζωή τού το έδειξε. Απλώς, άρπαξε την ευκαιρία ώστε να εξιλεωθεί.
Η ταινία επέστρεψε από το Βερολίνο χωρίς βραβεία. Πολλοί είχαν καλλιεργήσει υπέρμετρες προσδοκίες ότι θα επέστρεφε με κάποια Άρκτο, τη μέγιστη διάκριση του Φεστιβάλ – όχι ο ίδιος ο Γιάννης Οικονομίδης. Αν κάτι ήλπιζε και περίμενε ίσως εκείνος, ήταν να βραβευτεί ο πρωταγωνιστής του Βαγγέλης Μουρίκης, αυτός ο σπουδαίος κινηματογραφικός ηθοποιός, με το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του. Δυστυχώς, ούτε αυτό συνέβη. Αλλά τα κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουν τους δικούς τους όρους και κανόνες. Συχνά δεν βραβεύονται οι καλύτεροι αλλά οι τάσεις μιας εποχής, είτε οι κινηματογραφικές, είτε οι κοινωνικές. Φαίνεται ότι ενώ το Μικρό Ψάρι πήρε αρκετές εγκωμιαστικές κριτικές, δεν πληρούσε τα στάνταρ βράβευσης της φετινής σεζόν. Ο Οικονομίδης λέει για τη βερολινέζικη εμπειρία του: «Καταρχάς, και μόνο που συμπεριληφθήκαμε στο Διαγωνιστικό, ήταν σημαντικότατο. Ζήσαμε το φεστιβάλ στο φουλ και το καταχαρήκαμε. Από κει και πέρα, εγώ νιώθω ότι η ταινία επέστρεψε νικήτρια, με δάφνες.. Γεμάτες προβολές, καταχειροκροτήθηκε, πήραμε εξαιρετικές κριτικές. Ο κόσμος σταματούσε τον Βαγγέλη στον δρόμο να τον συγχαρεί. Γι' αυτό, αν πίστευα σε κάποιο βραβείο, ήταν για εκείνον».
Αλλά όπως ο Βαγγέλης Μουρίκης επέστρεψε στην Αθήνα με την αποδοχή και την επιβράβευση του φεστιβαλικού κοινού, έτσι και ο Γιάννης Οικονομίδης επέστρεψε με μια επιστολή του διευθυντή της Berlinale κ. Dieter Kosslick. Μου τη δείχνει και τη διαβάζω. Ούτε λίγο ούτε πολύ, διατείνεται ότι η ταινία Stratos ήταν το highlight του φεστιβάλ και η μόνη που τάραξε φέτος τα νερά. Μια αποστομωτική απάντηση σε όλους εκείνους που εξακολουθούν να μένουν στο σκληρό langage του Οικονομίδη, δηλαδή στα επαναλαμβανόμενα «γαλλικά» των χαρακτήρων του. «Μα, δεν έχουν βαρεθεί; Και τα λένε αυτά τη χρονιά του Λύκου της Γουόλ Στριτ και του Dallas Byers Club! Ήμαρτον δηλαδή!».
1. Στράτος (Βαγγέλης Μουρίκης), «Το μικρό ψάρι»
Ένας hitman που εκτελεί συμβόλαια θανάτου, ενώ ζει μια φαινομενικά ήσυχη ζωή ως εργάτης σε βιοτεχνία αρτοποιίας. Νέος, μπήκε στη φυλακή έχοντας σκοτώσει δύο αντεραστές του επάνω σε μια εφηβική έξαρση πάθους για τα μάτια μιας γυναίκας. Εκεί ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών Λεωνίδας τον έσωσε σε μια συμπλοκή και έκτοτε θεωρεί ότι του χρωστάει τη ζωή. Έτσι, έχει βάλει σκοπό του να βγάλει τον Λεωνίδα με κάθε κόστος. Αινιγματικός και μοναχικός, περνάει την καθημερινότητά του με τον γείτονά του Μάκη και την αδελφή του τελευταίου, Βίκυ.
2.Μάκης (Πέτρος Ζερβός), «Ένας αξιοπρεπής θείος»
Γείτονας και μοναδικός φίλος του Στράτου. Άνεργος και χασομέρης, ζει με την αδελφή του, τη μικρή του ανιψιά και τον κατάκοιτο πατέρα του. Χρωστάει στον τοκογλύφο Πετρόπουλο. Ισχυρός χαρακτήρας και παμπόνηρος λαϊκός τύπος, που όλα του φταίνε. Συναντιέται με τον Στράτο τις καθημερινές στην πλατεία της γειτονιάς για να συζητήσει τα προβλήματα του. Η φιλία τους, όμως, θα δοκιμαστεί.
3.Βίκυ (Βίκυ Παπαδοπούλου), «Η ωραία της ημέρας»
Γειτόνισσα και φίλη του Στράτου. Αδελφή του Μάκη. Χωρισμένη, έχει μια επτάχρονη κόρη, την Κατερίνα. Χρωστάει, μαζί με τον αδελφό της, χρήματα στον τοκογλύφο Πετρόπουλο. Τα δύο αδέλφια δεν διακρίνονται για τις αγαθές τους προθέσεις. Όμως ο Στράτος τους αγαπάει. Είναι οι μόνοι του φίλοι.
4.Γιώργος (Γιάννης Τσορτέκης), «Το καλό παιδί»
Μικρός αδελφός του Λεωνίδα, διάδοχος της συμμορίας και της οικογενειακής επιχείρησης. Διατηρεί μάντρα αυτοκινήτων, ενώ καταστρώνει και συντονίζει την απόδραση του αδελφού του. Προστάτης της Μαρίας, της γυναίκας του ισοβίτη.
5.Μαρία (Πόπη Τσαπανίδου), «Η γυναίκα του γκάνγκστερ»
Η γυναίκα του Λεωνίδα και κουνιάδα του Γιώργου. Πρωτοστατεί στην επιχείρηση απόδρασης του άντρα της. Αποφασιστική και παράτολμη. Προσωπικότητα της νύχτας, αδιαμφισβήτητη «βασίλισσα της κόκας».
6.Αντώνης Πετρόπουλος (Γιώργος Γιαννόπουλος), «Ο βασιλιάς της πιάτσας»
Αρχιμαφιόζος, τοκογλύφος, ιδιοκτήτης μαγαζιών και καζίνου. Έχει χρήμα και δύναμη, φημίζεται για τη σκληρότητά του όταν του χρωστάνε λεφτά. Οικογενειάρχης και νοικοκυραίος κατά τα άλλα, είναι παντρεμένος με την Τζένη (Σόνια θεοδωρίδου), με την οποία έχει έναν γιο που τον κάνει περήφανο καθώς ακολουθεί τα χνάρια του. Γνωρίζει τον Στράτο από μικρό παιδί, καθώς μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά. Νομίζει ότι έχει παροπλιστεί, ότι είναι ένας κακομοίρης και θέλει να τον εντάξει στην ομάδα των πρωτοπαλίκαρών του. Δεν γνωρίζει τη δράση του ως εκτελεστή συμβολαίων θανάτου.
σχόλια