Ποιος να το έλεγε στον ξανθό πιτσιρικά που συμμετείχε στο Mickey Mouse Club και εκτελούσε χρέη νεαρού Κέβιν Σόρμπο στο βραχύβιο «Young Hercules», ότι θα έφτανε μερικά χρόνια μετά να θεωρείται ένας από τους πιο υπολογίσιμους χολιγουντιανούς πρωταγωνιστές της γενιάς του;
Ο Ράιαν Γκόσλινγκ κλείνει τα 40 μεθαύριο και έχει ήδη δύο οσκαρικές υποψηφιότητες, έχει χτίσει δεσμούς εμπιστοσύνης με μερικούς από τους πιο πολυσυζητημένους σκηνοθέτες της εποχής, ακροβατεί επιτυχώς μεταξύ εμπορικότητας και φεστιβαλισμού, έχει και σταθερή παρουσία στα ελληνικά ραδιοφωνικά charts μέσω της παράλληλης καριέρας του ως βαρύτονου, αλαφροϊσκιωτου crooner στο συγκρότημα Dead Man's Bones.
Με αφορμή τα γενέθλια του, ακολουθεί μια λίστα με δέκα χαρακτηριστικές στιγμές από την καριέρα του.
The Believer
(2001)
του Χένρι Μπιν
Εκλεκτικές συγγένειες με το American History X (1998) σε μια ταινία με ήρωα εβραϊκής καταγωγής που γίνεται νέο-ναζί. Πάνω σε αυτή τη δραματικά ενδιαφέρουσα αντίφαση ο Χένρι Μπιν στήνει μια σκληρή ταινία, αδικαιολόγητα υπερ-επεξηγηματική σε σημεία, κινούμενη μεταξύ της απαραίτητης ενόχλησης και της αχρείαστης πρόκλησης. Οριακή και η ερμηνεία του Ράιαν Γκόσλινγκ, που εδώ δίνει για πρώτη φορά σημάδια ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει με την περίπτωσή του και πρέπει να τον προσέξουμε.
The Notebook
(2004)
του Νικ Κασαβέτης
Φιλμικό ιερό δισκοπότηρο για τους φαν του δακρύβρεχτου ρομάντζου, τουλάχιστον αυτούς της γενιάς μου, με έναν έρωτα που καλείται να ανθίσει παρά τις ταξικές διαφορές. Του χρειαζόταν λίγη σερκική –εκ του Ντάγκλας Σερκ– επιμέλεια για να ανέβει ποιοτική κλίμακα, είναι όμως η ιστορία του δυναμίτης, είναι και το χειμαρρώδες συναίσθημα που ξεχειλίζει όταν αναλαμβάνουν δράση οι Τζίνα Ρόουλαντς και Τζέιμς Γκάρνερ, οπότε θες, δεν θες, στο τέλος κλαις, κι ας ντρέπεσαι να το εξομολογηθείς. Το αστείο trivia είναι ότι ο Νικ Κασαβέτης επέλεξε τον Ράιαν Γκόσλινγκ για πρωταγωνιστή, επειδή ήθελε κάποιον που να μη δείχνει ωραίος στον φακό.
Half Nelson
(2006)
του Ράιαν Φλεκ
Η ταινία που καθιέρωσε τον Γκόσλινγκ ως ένα από τα ανερχόμενα υποκριτικά ταλέντα και του χάρισε την πρώτη του, άξια κερδισμένη οσκαρική υποψηφιότητα, παρακολουθεί τη φιλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν καθηγητή γυμνασίου εθισμένο στο κρακ και μια μαθήτρια που ανακαλύπτει το μυστικό του. Πρόκειται για ένα χαμηλόφωνο δράμα υψηλής περιεκτικότητας σε τρυφερότητα και λιγότερο διδακτικό από όσο θα περίμενες, το οποίο μιλά για το κουσούρι, την έγνοια για τον άλλο, αλλά και την ανάγκη του άλλου. Ανακαλύψτε το.
The Ides of March
(2011)
του Τζορτζ Κλούνεϊ
Το προτέρημα της ταινίας του Τζορτζ Κλούνεϊ είναι ο τόνος της. Η πολιτική διαμορφώνεται ως επί το πλείστον στο παρασκήνιο, συνεπώς μια ταινία, που κοιτάζει πίσω από τις κουρτίνες, δεν θα μπορούσε να «παίζει» στη διαπασών. Τα πάντα κινούνται σε χαμηλά ντεσιμπέλ, σύσσωμο το ερμηνευτικό επιτελείο συγκρατεί την (σε κάποιες περιπτώσεις) υπερχειλίζουσα ορμητικότητά του, ώστε να εξυπηρετήσει το όραμα του σκηνοθέτη του και τη διακριτική παρουσία του πρωταγωνιστή του, που δεν είναι ο άλλος από τον Γκόσλινγκ. Τη δική του μεταμόρφωση σε «πολιτικό ον» παρακολουθούμε στο φιλμ.
Crazy, Stupid, Love
(2011)
των Γκλεν Φικάρα και Τζον Ρέκουα
Ρομαντική κομεντί με ήρωα έναν σαραντάρη που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν η γυναίκα του ζητά διαζύγιο. Ο Στιβ Καρέλ αναλαμβάνει την κωμωδία, οι Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμα Στόουν το ρομάντζο, συστήνοντας ένα κινηματογραφικό ζευγάρι στα πρότυπα παλιότερων χολιγουντιανών εποχών – τους έχουμε δει μαζί άλλες δύο φορές ήδη και λογικά θα τους δούμε περισσότερες στο μέλλον. Aπο τα τελευταία αξιοπρεπή δείγματα σε ένα κινηματογραφικό είδος, το οποίο τα στούντιο φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει.
Drive
(2011)
του Νικολας Γουίντινγκ Ρεφν
Ο προβοκάτορας Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν κάνει άνοιγμα σε ένα ευρύτερο κοινό, αφηγούμενος την ιστορία ενός λακωνικού οδηγού που, εντελώς μελβιλικά, προσδιορίζεται μόνο από αυτή του την ιδιότητα και από τον κώδικά του. Οι neon φωτισμοί και το synth ηχοτόπιο δίνουν στο φιλμ την αίσθηση ενός σκοτεινού παραμυθιού, βγαλμένου από ένα υγρό, κάποτε και διεστραμμένο κινηματογραφικό όνειρο των '80s, με τον Ράιαν Γκόσλινγκ να αναπαράγει επιτυχώς την ανεπιτήδευτη, μαγνητική ψυχραιμία του Στιβ ΜακΚουίν.
The Nice Guys
(2016)
του Σέιν Μπλακ
Οι στακάτοι διάλογοι του Σέιν Μπλακ, η ταχύτητα της εκφοράς τους και η συσσώρευση των ευφυολογημάτων απαιτεί χημεία και σπιρτόζους ερμηνευτές. Οι Ράσελ Κρόου και Ράιαν Γκόσλινγκ βρίσκουν αυτήν τη χημεία, αλληλοσυμπληρώνονται κι έτσι διασφαλίζουν τις ψυχαγωγικές αρετές αυτής της αβαρούς κωμωδίας νεονουάρ αποχρώσεων, αντικαθιστώντας επαρκώς το ζευγάρι των Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και Βαλ Κίλμερ που έπραξε το αντίστοιχο κάποια χρόνια πριν στο ελαφρώς ανώτερο Kiss Kiss Bang Bang (2005). Ό,τι πρέπει για Κυριακή βράδυ.
La La Land
(2016)
του Ντέμιαν Σαζέλ
Φόρος τιμής στο κινηματογραφικό μιούζικαλ, που δανείζεται την εισβολή του τεχνητού στο καθημερινό από το One from the Heart (1980) του Κόπολα, προχωρά στα χορευτικά ντουέτα του Αστέρ με τη Ρότζερς, κάνει μια στάση στου Βινσέντε Μινέλι, τσιμπάει και κάτι στου Μπομπ Φόσι, όπου πρωτοστατεί το μοντάζ, παρτάρει με την οπτικοακουστική πανδαισία του Μπαζ Λούρμαν και διανυκτερεύει στο «Χερβούργο» του Ζακ Ντεμί. Έχει σεκάνς που θες να σηκωθείς να χειροκροτήσεις, έχει μελωδίες του Τζάστιν Χέργουιτζ που δικαιολογημένα σιγοσφυρίζεις μέχρι σήμερα, το χάνει κάπως στο δραματουργικά αδικαιολόγητο φινάλε, όπου προσπαθεί να βγάλει καταραμένο ρομάντζο με το στανιό.
Blade Runner 2049
(2017)
του Ντενίς Βιλνέβ
Στο εκ των πραγμάτων δύσκολο έργο ενός σίκουελ στο Blade Runner (1982), ο Ντενίς Βιλνέβ δεν τα πήγε διόλου άσχημα, ειδικά στο εικαστικό σκέλος, με τον Ρότζερ Ντίκινς να παίζει με το φως και το σκοτάδι μέσα στον κόσμο που έπλασε ο Ρίντλεϊ Σκοτ. Όσο περνά η ώρα μοιάζει περισσότερο με remake, ο Γκόσλινγκ νιώθει άνετα στα παπούτσια του πρωταγωνιστή, η εμφάνιση του Χάρισον Φορντ, όμως, είναι αυτή που πυροδοτεί το δράμα, με εκείνο το «sometimes to love someone, you got to be a stranger» να (υπο)δηλώνει τον συναισθηματικό πυρήνα του έργου και το ολόγραμμα του Σινάτρα να σιγοντάρει αρμοστά.
First Man
(2018)
του Ντέμιαν Σαζέλ
Ο Σαζέλ κάνει εδώ την ακριβώς αντίθετη ταινία από το La La Land, ένα χαμηλότονο, διόλου φαντεζί διαστημικό δράμα, λεπτομερές ως προς το διαδικαστικό του σκέλος, που σε σημεία επιχειρεί να κάνει δραματικό το αντιδραματικό. Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται και ότι απουσιάζει το δράμα, μα εκείνο είναι πάντα εκεί και το αντιλαμβάνεσαι πλήρως στο φινάλε του ταξιδιού του Νιλ Άρμστρονγκ στο φεγγάρι, όπου ξεκαθαρίζεται και το πραγματικό θέμα της ταινίας. Ίσως η μονοσήμαντη ερμηνευτική ρότα που υπέδειξε ο Σαζέλ και εκτέλεσε ο Γκόσλινγκ από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή να μειώνουν τον αντίκτυπο αυτού του φινάλε, αλλά τα έγχορδα του Χέργουιτζ στο σάουντρακ κρατούν γερά την οπισθοφυλακή.