ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ film-maker Gregory J. Markopoulos (1928-1992), ελληνικής καταγωγής (από την Αρκαδία), ίσως δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Είναι γνωστές, εννοούμε, ορισμένες πολύ βασικές πληροφορίες για το έργο του, τις οποίες πάντως αξίζει να επαναλάβουμε.
Κατ’ αρχάς πως θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του underground film, μαζί με τους Jonas Mekas, Stan Brakhage, Kenneth Anger, Shirley Clarke, Hollis Frampton, Andy Warhol κ.ά. και πως οι ταινίες του –μερικές εκ των οποίων απολύτως καθοριστικές για τον χώρο, σαν τις Twice a Man (1963) και Illiac Passion (1967)–, αποτελούν εξέχοντα δείγματα ενός ανεξάρτητου κινηματογράφου, εικαστικού, ποιητικού, αφαιρετικού και πειραματικού συνάμα, που, στην περίπτωση τού Markopoulos, αντικατοπτρίζει, βασικά, την λατρεία του για την ελληνική αρχαιότητα και περαιτέρω για το αντρικό γυμνό.
Ο Markopoulos ήταν στενά συνδεμένος με την Ελλάδα (η μητρική του γλώσσα ήταν η ελληνική), καθώς δεν είχε απλώς επισκεφθεί την χώρα, αλλά έζησε και δημιούργησε εδώ για αρκετά χρόνια, στις δεκαετίες του ’50 (όταν είχε έλθει για πρώτη φορά, με στόχο να γυρίσει μία «ελληνική» ταινία) και του ’80 (όταν η παρουσία του συνδέθηκε με την δημιουργία του Τεμένους, ενός χώρου ιδανικού κατ’ εκείνον για την προβολή του έργου του, που έστησε από το τίποτα, μαζί με τον σύντροφό του Robert Beavers, στην Λυσσαρέα Αρκαδίας).
Μάλιστα, οι δραστηριότητές του καλύπτονταν πάντα, στο μέτρο του δυνατού, και από τον κυρίαρχο Τύπο και όχι μόνον από τον... underground, τον ειδικό κ.λπ., καθώς και οι εφημερίδες έγραφαν για τα πρότζεκτ του, που εξελίσσονταν στη χώρα μας στα χρόνια του ’50 και του ’80, μα και τα περιοδικά, από τα τέλη του ’60 ήδη, έκαναν αναφορές στην περίπτωσή του, ως έναν, κατ’ αρχάς, εκ των πρωτοπόρων του underground film.
Μάλιστα, οι δραστηριότητές του καλύπτονταν πάντα, στο μέτρο του δυνατού, και από τον κυρίαρχο Τύπο και όχι μόνον από τον... underground, τον ειδικό κ.λπ., καθώς και οι εφημερίδες έγραφαν για τα πρότζεκτ του, που εξελίσσονταν στη χώρα μας στα χρόνια του ’50 και του ’80, μα και τα περιοδικά, από τα τέλη του ’60 ήδη, έκαναν αναφορές στην περίπτωσή του, ως έναν, κατ’ αρχάς, εκ των πρωτοπόρων του underground film.
Στον Σύγχρονο Κινηματογράφο (τεύχος 2, Οκτώβριος 1969) ο Άκης Καλομοιράκης γράφει για την «έκρηξη του νέου αμερικανικού κινηματογράφου» με αναφορά και στον... Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος, ενώ στο ίδιο τεύχος παρουσιάζεται μία πινακοθήκη κινηματογραφιστών του underground, μεταφρασμένη από το κλασικό βιβλίο τού Sheldon Renan “An Introduction to the American Underground Film” [E.P. Dutton & Co., Inc., New York 1967]. Ανάμεσα στα «πορτρέτα» των film-makers που είχαν επιλεγεί για να μεταφραστούν στην γλώσσα μας και μια συντομευμένη εκδοχή τού κειμένου του Renan για τον Gregory J. Markopoulos. Αξίζει να την μεταφέρουμε, επειδή είναι συμπυκνωμένη και ουσιαστική, όπως ακριβώς είναι διατυπωμένη στον Σύγχρονο Κινηματογράφο:
«Ο Μαρκόπουλος έχει σαν κεντρικό θέμα των ταινιών του τον “έρωτα μεταξύ των αντρών”, ξεκινώντας από την ελληνική μυθολογία και λογοτεχνία. Η φωτογραφία του σχετίζεται από έναν απίστευτο πλούτο στη σύνθεση και το χρώμα. Στο μοντάζ μπλέκει με αξιοσημείωτη επιτυχία πλάνα παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος, με αποτέλεσμα ένα άπλωμα του συναισθήματος. Παρ’ όλο που ίσως να έχει στο μυαλό του μια σειρά γεγονότων, η αποσπασματική τους παρουσίαση φαίνεται περισσότερο σαν εξερεύνηση ενός συναισθήματος και λιγότερο αφήγηση μιας ιστορίας. Στις δύο καλύτερες ταινίες του Ιλιακό Πάθος και Δύο Φορές Άνθρωπος χρησιμοποίησε ξεσπάσματα αντιστικτικών εικόνων, που διαρκούν ένα καρέ η κάθε μία, ακολουθώντας αβίαστα η μια την άλλη, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι εικόνες αυτές είναι για τις ταινίες του ότι το λάιτ μοτίβ για την μουσική.
Ο Μαρκόπουλος είναι γιός Έλληνα, γεννημένος στο Οχάιο, κι έμαθε ελληνικά πριν από τα αγγλικά. Οκτώ χρονών γύρισε την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς σε φιλμ των 8 χιλιοστών. Η πρώτη του ταινία Ψυχή (1947-48) ήταν η πρώτη μιας τριλογίας με θέμα τον έρωτα ανθρώπων του ιδίου φύλου. Το δεύτερο μέρος ήταν ο Λυσίας, εμπνευσμένος από ένα διάλογο του Πλάτωνα για τη φιλία. Το τρίτο μέρος ήταν ο Χαρμίδης, βασισμένος σε ένα διάλογο του Πλάτωνα για την εγκράτεια. Από τα υπόλοιπα φιλμ του θαυμάστηκαν πολύ το Σουαίν κι ο Γαλαξίας.
Το 1954 πήγε στην Ελλάδα να γυρίσει τη Γαλήνη του Βενέζη κι αφού εξασφάλισε χρηματοδότες έβαλε μπρος το 1958. Αναγκάστηκε όμως να αφήσει την ταινία ανολοκλήρωτη και επί τρία χρόνια, μετά, προσπαθούσε να αποκτήσει το αμοντάριστο φιλμ, δίχως να το καταφέρει».
Για τον Gregory J. Markopoulos γράφει και ο Ροδόλφος Μορώνης στο πολύ καλό περιοδικό Δημιουργίες (τεύχος #9, Δεκέμβριος 1970). Το κείμενό του έχει τίτλο «Αντεργκράουντ / Τι είναι και τι ζητά ο πρωτοποριακός κινηματογράφος» και σ’ αυτό διαβάζουμε, ανάμεσα σε πολλά άλλα:
«Στο Λος Άντζελες, όπου ξεκίνησε την καριέρα της η Μάγια Ντέρεν, τρεις άλλοι φιλμουργοί ανοίγουν δικούς τους δρόμους. Πρώτος και καλύτερος ανάμεσά τους ο δικός μας Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος.(...) Με πλατιά μόρφωση, καθηγητής για ένα διάστημα στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ο Μαρκόπουλος πρέπει να θεωρείται ο πιο γνήσια κινηματογραφικός από τους φιλμουργούς. Στον κινηματογράφο βρέθηκε ενσυνειδήτως και όχι οδηγημένος από άλλη τέχνη (την γλυπτική ή την ζωγραφική ας πούμε), όπως πολλοί άλλοι φιλμουργοί. Ήξερε τι ήθελε και πώς θα το πετύχαινε».
Παρακάτω ο Ρ. Μορώνης παραθέτει μερικά λόγια του ελληνοαμερικανού film-maker (από το 1960) σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν (ο Markopoulos), την φιλμογράφηση, τα οποία έχει νόημα να μεταφερθούν. Διαβάζουμε:
«Προτείνω μια νέα αφηγηματική φόρμα, που θα είναι συγχώνευση της κλασικής τέχνης του μοντάζ, σ’ ένα πιο αφηρημένο σύστημα. Αυτό το σύστημα προϋποθέτει τη χρήση σύντομων κινηματογραφικών φράσεων, που προκαλούν εικόνες-σκέψεις. Κάθε κινηματογραφική φράση αποτελείται από ορισμένα επιλεγμένα καρέ, ανάλογα με τις αρμονικές ενότητες, που υπάρχουν στην μουσική σύνθεση. Οι κινηματογραφικές φράσεις θεμελιώνουν μιαν απώτερη σχέση, που τις συνδέει μεταξύ τους. Στην κλασική τεχνική τού μοντάζ υπάρχει μια διαρκής αναφορά στο συνεχιζόμενο πλάνο. Σύμφωνα με το δικό μου αφηρημένο σύστημα, αυτό που επαναλαμβάνεται είναι ένα σύνολο διαφορετικών καρέ, που συνιστούν ένα πλέγμα».
Ας σημειώσουμε, εδώ, πως αποφεύγουμε γενικώς να χρησιμοποιούμε τον όρο «σκηνοθέτης», για τον Gregory J. Markopoulos, προτιμώντας τον όρο “film-maker” (φιλμουργός), επειδή, κατά πρώτον, οι ταινίες του τοποθετούνται έξω από την λογική τού αφηγηματικού κινηματογράφου (δεν έχουν σχέση με την τυπικώς εννοούμενη διεύθυνση και σκηνοθεσία δηλαδή) και, κατά δεύτερον, επειδή η λέξη “film” υποδηλώνει και την υλικότητα τού μέσου – κάτι που λαμβανόταν πολύ σοβαρά υπ’ όψη (ήταν κυρίαρχο) στο χώρο του underground.
Λίγο αργότερα, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Κούρος (Απρίλης 1971), ο Λεωνίδας Χρηστάκης δημοσιεύει (σε μετάφραση του Γιώργου Μαρή) τη φιλμική ροή τριάντα τεσσάρων πλάνων τού Gregory J. Markopoulos από την ταινία του Twice A Man, με την Ολυμπία Δουκάκη, την Βιολέτα Ροδίτη και τον Albert Torgessen μεταξύ άλλων.
Είναι η περίοδος (καλοκαίρι 1971) όπου ο Gregory J. Markopoulos έρχεται για ακόμη μία φορά στην Ελλάδα για να παραβρεθεί σε εκδήλωση που διοργάνωνε προς τιμήν του το νέοκοπο τότε Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου, των Θανάση Ρεντζή και Δημήτρη Σπέντζου, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, σ’ ένα άλλο περιοδικό τού Λεωνίδα Χρηστάκη, το Ιδεοδρόμιο (τεύχος #71, Οκτώβριος 1981), δημοσιεύεται ένα μεταφρασμένο απόσπασμα τού Ημερολογίου του Gregory J. Markopoulos, από τις μέρες του στην Ελλάδα, στην δεκαετία του ’50, που αφορούσαν στην περιπέτειά του με την ταινία «Γαλήνη» – με το ίδιο κείμενο να καταγράφεται και στο βιβλίο «Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος / Προνώπιον Τέμενος και άλλα κείμενα» [Μικρή Συλλογή “Δελφίνι”, 1993], με τον Λ. Χρηστάκη να σημειώνει πως επρόκειτο για χειρόγραφο, που του είχε δώσει ο Θανάσης Ρεντζής το 1974 «προφανώς με τη συναίνεση του Markopoulos» (όπως σημειώνεται).
Στην πράξη, το απολύτου ελληνικού ενδιαφέροντος κείμενο, που είχε δημοσιευτεί στο Ιδεοδρόμιο και αργότερα στο τομίδιο των εκδόσεων Δελφίνι, ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο τού Gregory J. Markopoulos “Quest for Serenity / Journal of a Film-Maker” [Film Makers’ Cinematheque / Monograph Series #-1, New York 1965].
Για ποιον ακριβώς λόγο είχε έρθει ο Markopoulos στην Ελλάδα του 1954, για να μπλέξει με τα κινηματογραφικά, είναι ένα θέμα προς διερεύνηση.
Τον έλκυε, στην χώρα, προφανώς η καταγωγή του, η λατρεία βεβαίως που είχε για την κλασική αρχαιότητα, πιθανώς και η ανάγκη του για περιπέτεια (όταν είχε πρωτοέλθει στην Ελλάδα ήταν 26 ετών), όμως μάλλον δεν είχε αντιληφθεί πως ερχόταν σε μια χώρα κινηματογραφικά πρωτόγονη, στην οποία θα μπορούσε να πέσει, εύκολα, θύμα ασυνεννοησίας, αδιαφορίας ή και εκμετάλλευσης ακόμη. Αυτά δεν τα γνώριζε. Τα έμαθε, όμως, στην διαδρομή, και κάπως έτσι θάφτηκε και η μοναδική προσπάθειά του να κάνει μια ταινία, μέσα στο πλαίσιο της πιο «αποδεκτής» παραγωγής, για τον «πολύ κόσμο», όχι πειραματική, αλλά σίγουρα με την αισθητική του, η οποία όμως θα του κόστιζε και σε χρήμα και κυρίως σε ψυχικές αντοχές.
Ο Markopoulos ξεκινάει με πλοίο από την Αμερική (SS Nea Hellas) και στις 23 Δεκεμβρίου 1954 «πατάει» Ελλάδα.
Η πρώτη εντύπωσή του από την χώρα έχει να κάνει με την... φτώχεια της. Επισκέπτεται, όμως, πολύ γρήγορα την Ακρόπολη και γράφει: «Την παραμονή των Χριστουγέννων ανέβηκα στην Ακρόπολη. Αλλά χρειάστηκε να αρχίσει ο ήλιος να βασιλεύει για να αποκτήσει κάποιο νόημα για μένα».
Τον Φλεβάρη του ’55 ο Markopoulos συναντά τον Ηλία Βενέζη (1904-1973) –δεν ξέρουμε τι είχε προηγηθεί– τον «συγγραφέα της Γαλήνης και της Αιολικής Γης», όπως γράφει, ενώ στις 13 Φλεβάρη του ’55 προβάλλεται στον κινηματογράφο Άστυ η ταινία του Psyche (κάτι που, προφανώς, συνέβη για πρώτη φορά – να προβληθεί μια ταινία του στην Ελλάδα).
Φαίνεται πως η επαφή τού Markopoulos με τον Βενέζη ήταν ουσιαστική, καθότι μαθαίνουμε (πάντα από την ελληνική έκδοση τού Ημερολογίου του) πως στις 12 Μαρτίου του ’55 διαβάζει το σενάριό του στον συγγραφέα. Θα είχαν προχωρήσει, δηλαδή, οι συζητήσεις μεταξύ τους, για την κινηματογράφηση της «Γαλήνης», με τον Markopoulos να ετοιμάζει πάραυτα ένα αρχικό σενάριο.
Με τι ακριβώς καταπιανόταν, όμως, η «Γαλήνη» (το μυθιστόρημα);
Με μιαν ιστορία προσφύγων από την Μικρά Ασία, που έρχονταν να εγκατασταθούν, το 1923, στην άγονη Ανάβυσσο. Ανάμεσά τους οι οικογένειες του γιατρού Δημήτρη Βένη και του αγρότη Φώτη Γλάρου. Οι περιπέτειες των ανθρώπων αυτών, οδυνηρές πολλές φορές, με τα όνειρά τους αποκαθηλωμένα, μα και με την πίστη, ταυτόχρονα, πως μπορεί να δημιουργηθεί κάτι καλύτερο για τη ζωή τους, σ’ αυτόν τον νέο τόπο, τον τόσο αφιλόξενο, από πάσης πλευράς, είναι στο κέντρο της αφήγησης.
Ο Gregory J. Markopoulos βρίσκεται πάντα στην Αθήνα και την άνοιξη του ’55, λίγο μετά το Πάσχα, επισκέπτεται τον Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989) και σχεδόν αμέσως μετά τον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο (1895-1992), με τον οποίον συζητά για κάποιες σύγχρονες, «εκπληκτικές» όπως τις χαρακτηρίζει, θρακικές τελετουργίες, κατάλοιπα της αρχαίας διονυσιακής λατρείας.
Οι γνωριμίες συνεχίζονται με γοργό ρυθμό. Ο Markopoulos συναντά τον παραγωγό Αντώνη Ζερβό (της κινηματογραφικής εταιρείας Ανζερβός) και επίσης την Μελίνα Μερκούρη, που την έχει κατά νου για τον ρόλο τής Ειρήνης Βένη (κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος). Η Μ. Μερκούρη διαβάζει το σενάριο και του λέει πως... «αν επρόκειτο να το παίξω θα ’θελα περισσότερο διάλογο... έκανες την Ειρήνη αντιπαθητική».
Μα ούτε και ο Α. Ζερβός πείθεται από την ιδέα της μεταφοράς της «Γαλήνης» και ζητά από τον Markopoulos να σκεφτεί μήπως μετέτρεπε σε ταινία την ιστορία της Κυρα-Φροσύνης!
Τον Ιούνη του ’55 ο Η. Βενέζης, έχοντας αντιληφθεί το προς τα πού οδεύουν τα πράγματα, προειδοποιεί τον Ελληνοαμερικανό: «Καλά θα κάνεις να γυρίσεις στην Αμερική, χωρίς να κάνεις τίποτε, παρά να μπλέξεις μ’ αυτούς».
Ο Markopoulos αρχίζει να αμφιβάλλει και ο ίδιος, διερωτώμενος αν πρέπει να ασχοληθεί τελικά με την «Γαλήνη» ή να προχωρήσει κάτι άλλο που είχε στον νου του και που σχετιζόταν με τον «Προμηθέα» του Νίκου Καζαντζάκη – αν και σε κάθε περίπτωση η χρηματοδότηση των σχεδίων του είναι κάτι πολύ βασικό, και γι’ αυτό επιχειρεί να προσεγγίσει έναν από τους πιο πλούσιους Έλληνες εκείνης της εποχής, τον Πρόδρομο Μποδοσάκη. Υπάρχει μια πρώτη επαφή με το περιβάλλον Μποδοσάκη, χωρίς πάντως να προχωρήσει κάτι, ενώ και οι ήξεις-αφήξεις τού παραγωγού Αντώνη Ζερβού, δυσκολεύουν περισσότερο τα πράγματα.
Ο Α. Ζερβός προτείνει για τους βασικούς ρόλους τής ταινίας την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, αλλά ο Markopoulos αρνείται. Ο γιος τού Α. Ζερβού, ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζερβός, συμφωνεί με τον Markopoulos. Συμφωνεί με την άποψη πως οι βασικοί ηθοποιοί θα πρέπει να είναι άγνωστοι, γιατί έτσι η ταινία θα αποκτούσε πιο εμφανή λαϊκά-ρεαλιστικά χαρακτηριστικά.
Ο χρόνος κυλάει. Έχει μπει εν τω μεταξύ ο Μάρτης (του 1956), ένα πρώτο συμβόλαιο φαίνεται πως είναι στα σκαριά ανάμεσα στην Ανζερβός και τον Markopoulos, ο οποίος, όμως, συνεχίζει να αναρωτιέται για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί, τελικά, η «Γαλήνη».
Κάπου εδώ τελειώνει το κομμάτι του Ημερολογίου, από τις δημοσιεύσεις στα ελληνικά τού Λεωνίδα Χρηστάκη, αλλά καλό είναι να συνεχίσουμε την ιστορία από το βιβλίο, τώρα, του ιδίου του Markopoulos, που προαναφέραμε (του “Quest for Serenity / Journal of a Film-Maker” από το 1965).
Μετά την υπογραφή τού συμβολαίου με τον Γιώργο Ζερβό (για λογαριασμό της Ανζερβός) και τον Ηλία Βενέζη, ο Markopoulos ξεκινά για την Αμερική, για την εξεύρεση χρηματοδότησης.
Δύσκολα τα πράγματα, αλλά, παρά ταύτα ο Markopoulos επιστρέφει στην Ελλάδα, πάλι με πλοίο, με το SS Olympia αυτή φορά, «πιάνοντας» Πειραιά στις 6 Σεπτεμβρίου 1956, εκεί όπου τον περιμένουν δύο άνθρωποι τής Ανζερβός.
Η κατάσταση προς στιγμήν περιπλέκεται, καθώς η εταιρεία προτείνει στον Markopoulos να γυρίσει μία άλλη ταινία, που να αναφέρεται στην ζωή των ψαράδων της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη! Μάλιστα, μέσω Πατρών, γίνεται και μια επίσκεψη στο Μεσολόγγι, αλλά και αυτό το πρότζεκτ δεν προχωράει.
Ο Η. Βενέζης, πάντα δίπλα στον Markopoulos, του μεταφέρει τις δικές του αγωνίες («πώς μπορείς να δημιουργήσεις κάτι, με τέτοια ανεκπαίδευτα άτομα;») και του κλείνει ένα ραντεβού με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή! Ο Markopoulos συναντά τον Κ. Καραμανλή για 15 λεπτά...
Τίποτα δεν προχωράει σωστά και ο Markopoulos τηλεφωνεί στον Η. Βενέζη, λέγοντάς του πως το «πρότζεκτ Γαλήνη» είναι πλέον «νεκρό».
Στο τέλος του ’56 ο Markopoulos έχει επιστρέψει στην Αμερική, εκεί όπου κάποια στιγμή, στις αρχές του ’57, συναντά τον Μυτιληνιό James Paris (Δημήτρης Παρασχάκης) (1921-1982), ο οποίος δούλευε στον τομέα της διαφήμισης για την Skouras Theaters Corporation (ο Spyros Skouras ήταν τότε πρόεδρος τής 20th Century Fox) και που κάποια στιγμή ενδιαφέρεται για να μπει παραγωγός στην «Γαλήνη», προσφέροντας 12.000 δολάρια. Έτσι δημιουργείται, μαζί με άλλους, η Serenity Productions, ενώ την ίδιαν εποχή όλη η οικογένεια τού James Paris ετοιμάζεται να έρθει στην Ελλάδα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο καιρός περνάει. Πέρασε ένας χρόνος... και τον Μάρτιο του ’58, ο Markopoulos αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα, αυτή τη φορά με αεροπλάνο.
Επισκέπτονται την Βατούσα, το χωριό του James Paris, και το Σίγρι. Το χωριό είναι φτωχό. Στην ταινία ο Paris δεν θέλει να δείξει τέτοιου τύπου σκηνικά (εικόνες φτώχειας), προτιμά τα πιο ειδυλλιακά... και φεύγουν.
Από τους πρώτους ανθρώπους που συναντά, σ’ αυτό το τρίτο ταξίδι του στην χώρα μας, είναι ο Θάνος Μούρραης- Βελλούδιος, ο οποίος έχει ήδη γνωριστεί με τον Jean Genet, που τότε ζούσε στην Ελλάδα, οπότε και οι τρεις τους βγαίνουν μαζί για καφέ, στου Zonars! (σ.σ. απίστευτη τριάδα – και τι δεν θα έδινα για μια κοινή φωτογραφία τους!).
Ο James Paris, που έχει επιστρέψει κι αυτός στην Ελλάδα, συναντιέται με τον Markopoulos και αποφασίζουν να επισκεφθούν την Λέσβο (ιδιαίτερη πατρίδα τού Paris), προκειμένου να εντοπίσουν περιοχές για το γύρισμα. Επιβιβάζονται στο SS Semiramis, με κατεύθυνση την Μυτιλήνη.
Επισκέπτονται την Βατούσα, το χωριό του James Paris, και το Σίγρι. Το χωριό είναι φτωχό. Στην ταινία ο Paris δεν θέλει να δείξει τέτοιου τύπου σκηνικά (εικόνες φτώχειας), προτιμά τα πιο ειδυλλιακά... και φεύγουν.
Η επιστροφή στην Αθήνα είναι με το αεροπλάνο, αλλά ο Markopoulos είναι πολύ στρεσαρισμένος και θέλει να επιστρέψει στην Αμερική. Παρά ταύτα αποφασίζει να παραμείνει στη χώρα και να πολεμήσει για την «Γαλήνη».
Μεσολαβεί ένα ταξίδι στη Ρώμη, για κάποιες επαφές, για τεχνικά θέματα και ξανά επιστροφή στην Ελλάδα, για την αναζήτηση των χώρων. Προτείνεται η Αρτάκη, λίγο έξω από την Χαλκίδα, όπως και η Ανάβυσσος (ο τόπος του μυθιστορήματος), για την κάθοδο των προσφύγων.
Τα γυρίσματα αρχίζουν να γίνονται μ’ ένα γοργό ρυθμό, ενώ στις αρχές Απριλίου τού 1958 διαβάζουμε στην εφημερίδα Ελευθερία:
«Ένα από τα γνωστότερα ελληνικά μυθιστορήματα, η Γαλήνη του κ. Ηλία Βενέζη, μεταφέρεται εις τον κινηματογράφον. Τούτο ανεκοίνωσεν εις τους δημοσιογράφους ο συγγραφεύς της Γαλήνης, κατά την διάρκειαν δεξιώσεως δοθείσης εις το Ατενέ Παλλάς. Η Γαλήνη θα γυριστεί εις έγχρωμον σινεμασκόπ, με πρωταγωνίστρια την αμερικανίδα ηθοποιό Νόρμα Βάλντι, σκηνοθέτην τον κ. Μαρκόπουλον, παραγωγόν τον κ. Τζ. Αγκούστους και διευθυντήν παραγωγής τον κ. Παρασχάκην (σ.σ. James Paris). Το φιλμ υπολογίζεται να είναι έτοιμον τον Σεπτέμβριον, θα προβληθή δε ταυτοχρόνως εις 1200 κινηματογράφους της Αμερικής, οι οποίοι το έχουν ήδη προαγοράσει. Ως εδήλωσεν ο κ. Βενέζης, είναι απολύτως ικανοποιημένος από την μετατροπήν του μυθιστορήματός του εις σενάριον».
Σε δημοσίευμα της 5ης Απριλίου 1958, στην εφημερίδα Εμπρός, διαβάζουμε πως το φιλμ θα γυριστεί κατά τα 2/3 του στην Μυτιλήνη και πως τα «εσωτερικά» θα γυρίζονταν στην Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Για δε τους πρωταγωνιστές η εφημερίδα αναφέρει την Norma Valdi, στο ρόλο της Ειρήνης Βένη, την νεαρή Vivian Verrilli στο ρόλο της Άννας Βένη και ακόμη τον Μάνο Κατράκη, στο ρόλο του γιατρού Δημήτρη Βένη (σ.σ. ο Κατράκης, τελικά, δεν συμμετείχε στην ταινία).
Οι έλληνες ηθοποιοί έχουν ήδη συγκεντρωθεί – ανάμεσά τους η Κούλα Αγαγιώτου (θεία Μαρία), ο Θάνος Βελλούδιος (μπάρμα-Στάθης), ο Νικηφόρος Νανέρης (Άγγελος), η Αθηνά Μιχαηλίδου (θεία Σοφία), η Λίλη Γιαννικάκη (Ζαμπέτα) κ.ά.
Ακολουθούν γυρίσματα στην Καλλιθέα, μα και στην Λέσβο (Παναγιούδα, Βατούσα), το φιλμ προχωράει, αλλά το όλον πρότζεκτ είναι υπό κατάρρευση, καθότι λείπουν χρήματα.
Νέοι ηθοποιοί προστίθενται, όπως ο Κώστας Μπαλαδήμας στο ρόλο του γιατρού Δημήτρη Βένη και ο Βύρων Πάλλης στο ρόλο του μηχανικού. Οι ηθοποιοί όμως μένουν απλήρωτοι...
Αρχές Αυγούστου του ’58 ο Markopoulos το σκάει, για να επισκεφθεί την Λυσσαρέα Αρκαδίας (το χωριό του πατέρα του), ενώ ο James Paris έχει φύγει για την Αμερική. Επιστροφή και νέα γυρίσματα στην Ανάβυσσο με τον Γιώργο Φούντα (στο ρόλο του Φώτη Γλάρου) και τηλεφώνημα από τον James Paris, για ένα ταξίδι που πρέπει να γίνει στη Ρώμη, προκειμένου να ελεγχθεί, τεχνικά, η ταινία.
Αρχές Οκτωβρίου του 1958 γίνονται τα τελευταία γυρίσματα στην Ραφήνα, με τους Norma Valdi, Τάκη Κάβουρα (Χαρίτος) και Vivian Verrilli, με τον Ηλία Βενέζη να προσκαλεί τον Markopoulos στην πρεμιέρα της θεατρικής εκδοχής της «Γαλήνης», που θα ανέβαινε στις 10 Οκτωβρίου, στο Θέατρον Κυβέλης (Πλατεία Συντάγματος), από τον θιάσο Αλίκης, σε διασκευή του Νέστορα Μάτσα, με τους Αλίκη, Μιράντα, Άννα Μπράτσου, Κούλα Αγαγιώτου (που έπαιζε και στην ταινία), Δήμο Σταρένιο, Αρτέμη Μάτσα κ.ά. Η σκηνοθεσία ήταν του Γκρεγκ Τάλας (ενός άλλου Ελληνοαμερικανού) και η μουσική του Νίκυ Γιάκοβλεφ.
Και πάλι τεχνικός έλεγχος στη Ρώμη, ενώ στο τέλος του μηνός το φιλμ φαίνεται πως έχει ολοκληρωθεί και από την πλευρά του editing.
Ο Markopoulos επιστρέφει στην Αμερική. Συναντιέται με μέλη της Serenity Productions. Ο James Paris φαίνεται πως είχε λάβει 67.000 δολάρια. Λέει στους παραγωγούς πως ο Markopoulos είχε καταστρέψει σκηνές, λόγω λάθος φωτισμού, και πως είχε αναγκασθεί να γυρίσει ο ίδιος συμπληρωματικές. Ο Markopoulos ισχυρίζεται πως δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ φώτα στην ταινία. Στην υπόθεση ανακατεύεται δικηγόρος... Συμβαίνουν διάφορα... Κυλάει κι άλλος χρόνος...
Είμαστε πια στον Ιανουάριο του ’60. Ο Markopoulos ασχολείται με την αφήγηση στην ταινία. Αποφασίζει πως η αφήγηση πρέπει να είναι ανεξάρτητη της δράσης, έχοντας την δική της αυτονομία στην ταινία. Μπαίνουν οι τίτλοι αρχής...
Ο James Paris εν τω μεταξύ επιστρέφει στην Ελλάδα, με 30.000 δολάρια, για να τα «ρίξει» σε μια νέα ταινία, την «Αντιγόνη» (σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα).
Ο Markopoulos σκέφτεται να εγκαταλείψει κάθε ενασχόληση πλέον με την «Γαλήνη», λόγω ποικίλων καθυστερήσεων. Του τηλεφωνεί ο James Paris, του λέει πως θέλει να τον δει, πως είναι ευχαριστημένος από τους παραγωγούς της ταινίας και πως είχε καταλήξει σε μια συμφωνία μαζί τους. Ο Markopoulos αρνείται να συναντηθούν.
Μια προεπισκόπηση της ταινίας γίνεται στο Charles Theatre (στην Βαλτιμόρη), ενώ στις 25 Ιουνίου 1961 η ταινία προβάλλεται στο Σπολέτο, στην Ιταλία, στο Festival dei Due Mondi, που διοργάνωνε ο Gian Carlo Menotti, μαζί με άλλες ταινίες της Film-Makers’ Cooperative, υπό την επίβλεψη του Jonas Mekas, μα και σε μια κανονική προβολή (όχι δοκιμαστική) ξανά στο Charles Theatre.
Έκτοτε η ταινία θεωρείται χαμένη, τουλάχιστον ως director’s cut.
Για την «Γαλήνη» είχε μιλήσει ο Gregory J. Markopoulos στον Νίνο Φένεκ Μικελίδη, στο τέλος του καλοκαιριού του 1981, σε μια μεγάλη συνέντευξη που περιλάμβανε πολλά. Η συνέντευξη υπάρχει στην έκδοση του 34ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης “Gregory Markopoulos” (Αθήνα, 1993). Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, που εδώ μας ενδιαφέρει, διαβάζουμε...
– Γυρίσατε μια ταινία στην Ελλάδα, το 1954 ή 55 (σ.σ. το 1958)...
Ναι.
– Μια ταινία με βάση το βιβλίο τού Βενέζη «Γαλήνη». Τι έγινε ακριβώς;
Αυτό που συνέβη είναι ότι υπήρχε κάποιος Έλληνας, που είχε πολιτογραφηθεί Αμερικανός (σ.σ. James Paris) και τελευταία είχε δουλέψει στις αμερικανικές δυνάμεις, και απλά δεν επέτρεψε να γίνει οτιδήποτε σωστά.
– Ήταν παραγωγός;
Όχι, δεν ήταν παραγωγός, αλλά όπως πολλοί έλληνες παραγωγοί ήταν ένας επίδοξος παραγωγός. Να σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Μια μέρα ήθελα μια ομάδα από 40 πρόσφυγες κι αναγκάστηκα να ψάξω μόνος μου, για να βρω μερικούς, και τελικά νομίζω ότι βρήκα 5 ή 6. Ήταν μια ανυπόφορη κατάσταση, που προσπαθούσα να την ξεπεράσω, αλλά τελικά οδήγησε σε καταστροφή. Κι ύστερα απ’ αυτό αποφάσισα να μην ξανασυνεργαστώ ποτέ με κανέναν παραγωγό ή οποιονδήποτε άλλο.
– Τι έγινε με την ταινία αυτή;
Δεν έχω ιδέα και δεν με νοιάζει.
– Δεν ήσασταν ευχαριστημένος με αυτά που γυρίσατε;
Ήταν απλώς μια καταστροφή. Η καταστροφή είναι καταστροφή. Δεν προσπαθώ να βρω δικαιολογίες. Για παράδειγμα, υπάρχει η καταστροφή της ταινίας τού Αϊζενστάιν με το Κε Βίβα Μέξικο, και όλες οι γελοίες δικαιολογίες που ακούμε σήμερα, για την καταστροφή αυτή – μια καταστροφή είναι καταστροφή. Απλά δεν του επέτρεψαν να κάνει αυτό που ήθελε. Γι’ αυτό το λόγο, γιατί να το συζητάμε; Ας μου επιτραπεί να προσθέσω πως είδα πρόσφατα την κυρία Βενέζη και μου πρόσφερε όποιο βιβλίο τού Βενέζη θα ήθελα (για να γίνει ταινία), ο Ρόμπερτ εδώ είναι μάρτυράς μου (σ.σ. Robert Beavers), και της απάντησα, με όση ευγένεια μπορούσα, όχι. Γιατί ποτέ δεν θα έκανα ξανά τέτοιο πράγμα. Ξέρω τι θέλω να κάνω.
– Έφτιαξαν τελευταία μια τηλεοπτική σειρά με βάση το βιβλίο (σ.σ. η «Γαλήνη» σε σκηνοθεσία Κώστα Λυχναρά,, που είχε ξεκινήσει να προβάλλεται το 1976 στην ΕΡΤ)...
Ναι, το ξέρω... Ύστερα από τα καταστροφικά αποτελέσματα που επέφερε η τηλεόραση στον ελληνικό πληθυσμό, και που τώρα διεισδύει και σε μικρά χωριά, όπως η Λυσσαρέα, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να απορεί για το τι θα γίνει μετά...
Η «Γαλήνη» είχε ετοιμαστεί από τον Markopoulos σε δύο versions, μία 70λεπτη και μία 90λεπτη. Όμως η μία και μοναδική version που κυκλοφορεί στις μέρες μας και που δεν σχετίζεται με τον Markopoulos, όσον αφορά στην επεξεργασία της, είναι περίπου 65λεπτη, με τίτλους, μουσική και αφήγηση, που τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα και χωρίς την έγκρισή του. Πέρα από το γεγονός πως η version αυτή έχει νοηματικά και άλλου είδους κενά.
Στην ταινία, για παράδειγμα, πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η Κούλα Αγαγιώτου, όμως, στην διασωσμένη version, δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο της. Και άλλους ηθοποιούς, απ’ αυτούς, που εμφανίζονταν στο φιλμ, δεν βλέπουμε, όπως τον Νικηφόρο Νανέρη (που ίσως να αντικαταστάθηκε) ή τον Θάνο Βελλούδιο.
Να προσθέσουμε, επίσης, πως η ταινία διαθέτει τέσσερα μοτίβα αφήγησης. Το ένα είναι όσα γράφονται στις σελίδες ενός βιβλίου, που «κόβουν» ανά τακτά διαστήματα την ροή, το δεύτερο είναι ο αφηγητής (στην ελληνική εκδοχή τής ταινίας ο ηθοποιός Μάκης Ρευματάς), το τρίτο είναι η εικόνα-δράση αυτή καθ’ αυτή και το τέταρτο, γιατί ως τέταρτο θα πρέπει να το εκλάβουμε, είναι η μουσική της (συνθέσεις του Richard Strauss βασικά), που δεν έχει ουδεμία σχέση με την original μουσική της, συντεθειμένη από τον Peter Hartman. Σ’ αυτά τα τέσσερα μοτίβα ο συγχρονισμός δεν είναι ο καλύτερος δυνατός. Δηλαδή είναι εντελώς ατυχής.
Τα προβλήματα συντονισμού, όμως, της version είναι ευρύτερα. Βλέπουμε ηθοποιούς, για παράδειγμα, να μην ανοίγουν το στόμα τους και ν’ ακούγονται διάλογοι και άλλοτε να ανοίγουν το στόμα τους και αντί για διαλόγους να ακούγεται ο αφηγητής. Είναι προφανές πως πρόκειται για μια προχειροφτιαγμένη edit (από άγνωστο επιμελητή), η οποία δεν υπάρχει περίπτωση να ανταποκρίνεται στο όραμα τού σκηνοθέτη της ούτε κατά το ελάχιστον.
Παρά ταύτα, και από αυτήν ακόμη την πρόχειρη και κουτσουρεμένη εκδοχή, κάποιες από τις αρετές τής ταινίας φαίνονται. Τα χρώματα είναι καταπληκτικά (μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν, εξάλλου, οι έγχρωμες ταινίες, στην Ελλάδα, πριν το ’60). Επίσης οι λήψεις σε διαφορετικές ώρες της ημέρας δίνουν σπάνιας ομορφιάς χρώματα και περαιτέρω πλάνα. Υπάρχουν έξοχες λήψεις στις Αλυκές της Αναβύσσου, στο Σούνιο κ.ά.
Τα πρόσωπα, επίσης, απεικονίζονται με μια φυσική ομορφιά, που δεν την βλέπεις συχνά σε άλλες ελληνικές ταινίες της εποχής. Είναι σίγουρο πως ο Markopoulos είχε ψάξει το ελληνικό φως, όπως και τους ηθοποιούς του, έχοντας κάνει πολύ καλή δουλειά και σ’ αυτούς τους τομείς.
Βεβαίως κανείς δεν ξέρει πώς θα ήταν η «Γαλήνη», αν ο Markopoulos είχε τον πλήρη έλεγχο της ταινίας του. Και κανείς, επίσης, δεν μπορεί να προδικάσει ποια θα ήταν η αποδοχή της, μέσα στα χρόνια, αν η ταινία προβαλλόταν κανονικά στις αίθουσες, είχε διασωθεί κ.λπ.
Το σίγουρο είναι πως επρόκειτο για μια καλλιτεχνική ταινία, έξω από κλίμα της κοινής ελληνικής παραγωγής, σκηνοθετημένη από μιαν ιστορική πλέον μορφή του παγκόσμιου πρωτοποριακού-πειραματικού κινηματογράφου, για την οποίαν (ταινία) επίσης δεν ξέρουμε πώς θα είχε επηρεάσει ενδεχομένως τόσο τον ίδιο τον Gregory J. Markopoulos, όσο και τον ελληνικό κινηματογράφο «τού δημιουργού» γενικότερα, αν όλα είχαν εξελιχθεί ομαλά στον καιρό τους.
Απορίες, που κάνουν τον μύθο γύρω από την κινηματογραφική «Γαλήνη» ισχυρότερο...
Γαλήνη, Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, 1958