Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ζαν Μορό θα ερχόταν στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1965. Θα ήταν όμως η πρώτη που θα ερχόταν για το γύρισμα μιας ταινίας, τον Ναύτη του Γιβραλτάρ του Άγγλου σκηνοθέτη Τόνι Ρίτσαρντσον, με σενάριο δανεισμένο από τη νουβέλα τής Μαργκερίτ Ντυράς με τον ίδιο τίτλο.
Όπως είχε γράψει και η εφημερίδα Ελευθερία, στο φύλλο της 22ας Οκτωβρίου 1965:
«Ο Όρσον Ουέλλες και η Ζαν Μορώ αναμένονται στην Αθήνα. Είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας Ο Ναύτης του Γιβραλτάρ του Τόνι Ρίτσαρντσον, που σκηνές της θα γυριστούν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Υπολογίζεται ότι το γύρισμα αυτών των σκηνών θα διαρκέσει 20 μέρες. Την Ζαν Μορώ και τον Όρσον Ουέλλες θα συνοδεύουν οι ξένοι ηθοποιοί Ίαν Μπάνεν, Φάουστο Τότσι, και Μάσσιμο Σερκιέλι. Θα έρθει επίσης και ο διευθυντής φωτογραφίας του συνεργείου Ραούλ Κουτάρ. Στην ταινία θα παίξει και ο νέος έλλην ηθοποιός Θ. Ρουμπάνης.
Η Ζαν Μορώ έχει ξαναέλθει πριν από τρία χρόνια στην Ελλάδα, με την συνοδεία του διευθυντού του μεγάλου παρισινού οίκου ραπτικής Πιέρ Καρντέν. Είχε τότε πραγματοποιήσει μεγάλη κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά, όπου η παρουσία της μαζί με τον Πιέρ Καρντέν είχε απασχολήσει τις στήλες του διεθνούς Τύπου. Ο Όρσον Ουέλλες έρχεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά».
Τα γυρίσματα της ταινίας τού Τόνι Ρίτσαρντσον ήταν περιπετειώδη, αφού κάποια στιγμή η Ζαν Μορό αρρώστησε, ενώ χαρακτηρίστηκαν και από τις διάφορες ερωτικές ιστορίες που συνέβησαν ή εξελίχθηκαν κατά τη διάρκειά τους.
Αυτά τα «σκάνδαλα» δεν περνούσαν ούτε τότε απαρατήρητα από τον Τύπο και για να φτάσει, μάλιστα, να τα σχολιάσει ακόμη και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στην κριτική του για την ταινία (5 Απριλίου 1967), και πάλι στην Ελευθερία, φανταστείτε τι έκταση είχαν πάρει:
«Ο Τύπος μάς τάραξε στις πληροφορίες, εδώ και μερικούς μήνες, για όλες τις ιδιωτικές ερωτικές περιπλοκές που συνέβησαν κατά το γύρισμα του Ναύτη του Γιβραλτάρ. Ο Άγγλος Τόνι Ρίτσαρντσον ήλθε στη Μεσόγειο για το γύρισμα της ταινίας, στην οποία έπαιξε και η σύζυγός του Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Όμως ο Ρίτσαρντσον χώρισε με τη Βανέσα εξαιτίας της πρωταγωνίστριας Ζαν Μορό, με την οποία άλλωστε έπλεξε τρυφερό ειδύλλιο κι ένας κομπάρσος-ναύτης του Γιβραλτάρ, ο Θόδωρος Ρουμπάνης».
Και συνεχίζει σε σχέση με την ταινία ο Μπακογιαννόπουλος:
«Οι αντιστοιχίες των ερωτικών αυτών παιχνιδιών με το θέμα και τα επεισόδια της ταινίας είναι κάτι παραπάνω από συμπτωματικές. Ο Ρίτσαρντσον διαλέγοντας το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς αισθανόταν σίγουρα να προσελκύεται από τρία στοιχεία γοητευτικά και μαζί διαλυτικά. Πρώτον, το κάλεσμα του νότου, του φωτός και της θάλασσας, που τρώει τα σκληρά πλαίσια μιας ζωής τυπικής και βγάζει αμετάκλητα στη επιφάνεια τις πιο βαθιές και απωθημένες επιθυμίες. Δεύτερον, τον έρωτα μέσα από το άγνωστο πρόσωπο μιας γυναίκας με αστάθμητες κινήσεις, που το μυστήριό της τρέφεται και φουσκώνει μαζί με τα τρία λευκά πανιά στον πελαγίσιο άνεμο. Και τρίτον την αναζήτηση, θελκτική, εκνευριστική και εξαντλητική, το πανάρχαιο αυτό παιχνίδι του ανθρώπου, του εξερευνητή, του θαλασσοπόρου, που άλλοτε κρύφτηκε κάτω από το πρόσχημα του κέρδους, κι άλλοτε ντύθηκε το αίνιγμα ενός προσώπου.(...)
Το κεντρικό λοιπόν πρόβλημα, τόσο για την πλούσια Αμερικανίδα, όσο και για τον Άγγλο, που απαρνήθηκε ξαφνικά την τυπική ζωή, για την ατέρμονη περιπέτεια είναι καθαρά υπαρξιακό, και σχετίζεται με το κυνήγι μιας αδέσμευτης, ακηλίδωτης από συμβιβασμούς ευτυχίας.(...)».
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο της Ντυράς, που έχει κυκλοφορήσει από τον Εξάντα, το 1986, αλλά έχω δει την ταινία πριν χρόνια και, απ' όσο μπορώ να ανακαλέσω, βλέπεται μόνο σαν μια απλή ερωτική περιπέτεια, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Μένουν φυσικά τα θαυμάσια ελληνικά πλάνα, βεβαίως η μουσική του Antoine Duhamel (με το τραγούδι του C. Bassiak) και οπωσδήποτε η παρουσία της Ζαν Μορό, που τότε βρισκόταν στη χρυσή εποχή της και ήταν χάρμα ιδέσθαι.