Δεν ήταν καλή εβδομάδα αυτή που πέρασε για τον Πέδρο Αλμοδόβαρ. Πρώτα βρέθηκε εμπλεκόμενος στην υπόθεση των Panama Papers, μετά χρειάστηκε να ακυρώσει όλες τις συνεντεύξεις Τύπου και τις προωθητικές ενέργειες για τη νέα του ταινία με τον τίτλο Julieta, λίγο πριν την ευρωπαϊκή προβολή της και την ίδια εβδομάδα ενημερώνεται για τον θάνατο της Τσους Λαμπρεάβε. Η Λαμπρεάβε που πέθανε τη Δευτέρα στα 85 της ήταν από τις πιο αναγνωρίσιμες ηθοποιούς των ταινιών του Αλμοδόβαρ, κάτι σαν «σήμα κατατεθέν» της κινηματογραφικής του διαδρομής.
Η Λαμπρεάβε έκανε τα πρώτα βήματα της στην υποκριτική στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αλλά έγινε ευρέως γνωστή το 1983, όταν ο Αλμοδόβαρ την επέλεξε για τη μαύρη κωμωδία του «Αμαρτωλές Καλόγριες». Πολύ συχνά έπαιζε ρόλους γυναικών σε αρκετά μεγαλύτερη από την πραγματική ηλικία. Η Λαμπρεάβε όταν ξεκίνησε να δουλεύει με τον Αλμοδόβαρ ήταν γύρω στα 50 και ήταν μία πραγματική αποκάλυψη, αφού μπορούσε να «κλέβει» τις σκηνές με την παρουσία, την υποκριτική της δεινότητα και τη μαεστρία να γίνεται ο χαρακτήρας που κάθε φορά της εμπιστευόταν. Για παράδειγμα, κανείς δεν θα ξεχάσει τον ρόλο της στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», όπου τάχα της είναι αδύνατον να κακολογήσει κάποιον επειδή είναι… Μάρτυρας του Ιεχωβά.
«Μπορώ να πω την αλήθεια, μόνο την αλήθεια και τίποτα άλλο εκτός από την αλήθεια», είναι μία από τις ατάκες της σε αυτή την ταινία και ο Αλμοδόβαρ που λατρεύει αυτό τον χαρακτήρα, τον αναπροσαρμόζει στο «Μίλα της» το 2002 και στις «Ραγισμένες Αγκαλιές» το 2009. Σταδιακά, η Λαμπρεάβε γίνεται μέλος της «γυναικείας συμμορίας», των «Κοριτσιών του Αλμοδόβαρ», ενός κλαμπ ισπανόφωνων γυναικών ηθοποιών που αποτελούν τον θηλυκό «στρατό» του σκηνοθέτη σε μία σειρά από μεγάλες ταινίες, μαζί με τη Ρόσι Ντε Πάλμα, τη Κάρμεν Μάουρα, τη Σεσίλια Ροθ και την Πενέλοπε Κρουζ.
Γι’ αυτές, ο σκηνοθέτης πάντα κρατά έναν ρόλο στις ταινίες του, κάτι σαν επί μέρους υπογραφή του έργου του. «Όταν την ακούω, ακούω τη μητέρα μου», είχε πει χαρακτηριστικά γι’ αυτήν ο Frederic Strauss στο βιβλίο του “AlmodóvaronAlmodóvar”, μία σύνθεση διαλόγων του με τον σκηνοθέτη. «Απ’ όλες τις ηθοποιούς με τις οποίες έχω συνεργαστεί, νομίζω ότι αυτή είναι η αγαπημένη μου», έχει πει χαρακτηριστικά.
Ήταν τέτοια η συνεισφορά της στις κωμικές σκηνές - ώριμη κι αυθόρμητη μαζί – που ο Αλμοδόβαρ συνήθιζε να την παρομοιάζει με τον μεγάλο κωμικό του βωβού κινηματογράφου, Μπάστερ Κίτον. Μπορούσε να κυριαρχεί στο σετ ανεξάρτητα από τις σκηνοθετικές οδηγίες, τις ατάκες του ρόλου της, τις καταστάσεις που έπρεπε να αποδώσει. Και δεν ήταν μόνο το αστείο εκφραστικό πρόσωπο της, που γινόταν ακόμη πιο αστείο από τα πατομπούκαλα χοντρά γυαλιά της. Ήταν ότι είχε το ταλέντο να στιλιζάρει η ίδια τους ρόλους της, να τους υπογράφει με ένα κάτι που μόνο οι γνήσιοι κωμικοί ηθοποιοί διαθέτουν.
«Η εκφραστικότητα της οφειλόταν ακριβώς στο ότι δεν έκανε καμία προσπάθεια για να υποδυθεί τον ρόλο της. Ακριβώς όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους Ιάπωνες ηθοποιούς, που το ανέκφραστο πρόσωπο τους μπορεί να βγάλει τεράστια υποκριτική δύναμη, η Τσους ανήκε σ’ αυτή την παραδοσιακή σχολή κωμικών που μπορούσε να εκφράσει τα υψηλότερα νοήματα με το μίνιμουμ της προσπάθειας της», λέει χαρακτηριστικά ο Αλμοδόβαρ στο βιβλίο του Στράους.
Ο ίδιος θυμάται ότι στην ταινία Volver, η Πενέλοπε Κρουζ, η Λόλα Ντουένιας και η Γιοχάνα Κόμπο αναγκάστηκαν να γυρίζουν μία σκηνή με τη Λαμπρεάβε – που υποδυόταν μία μεγάλη σε ηλικία θεία – περί τις 10 φορές. Ο λόγος ήταν ότι η Λαμπρεάβε με τις γκριμάτσες και τις μούτες της, τις έκανε να ξεσπάνε σε γέλια, πράγματα που έκανε ακόμη πιο δύσκολο το γύρισμα.
Το 1996, ο Αλμοδόβαρ που δεν είχε δουλέψει ξανά με τη Λαμπρεάβε από το φιλμ «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», την «συνάντησε» ξανά στην ταινία του «Το μυστικό μου λουλούδι». Εκεί η ηθοποιός έδωσε την πιο συγκινητική, δυνατή, μεγαλειώδη ερμηνεία της.
Ακριβώς, όπως στο «Μια ζωή ταλαιπωρία» και στο “Volver”, ο χαρακτήρας δίχως όνομα που υποδύεται η ηθοποιός, έχει μία κενή εκφραστικότητα που αποσπά από τις σκηνές, τις μεγάλες στιγμές τους και τις κάνει δικές της. Όπως η ίδια συνήθιζε να λέει «σαν αγελάδα, χωρίς κουδουνάκι», μονίμως αποπροσανατολισμένη έβρισκε μόνη τον δρόμο της στις ταινίες του σκηνοθέτη. Η απώλεια της τώρα, ενώνει τον σκηνοθέτη και τους φανατικούς των ταινιών του σε μία κοινή θλίψη.