βετεράνος σκηνοθέτης Πίτερ Μέντακ επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος και θυμάται στο ντοκιμαντέρ The Ghost of Peter Sellers τα όσα τραγελαφικά έζησε κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας που ολοκληρώθηκε επεισοδιακά.
Ουκ ολίγες φορές έχουν δημιουργηθεί ντοκιμαντέρ που αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο μια πρωτίστως προσωπική και στη συνέχεια ομαδική προσπάθεια να ξεπεραστούν όρια, θεωρητικά πέραν των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, με σκοπό τη σύλληψη και την κατασκευή ενός κινηματογραφικού αριστουργήματος.
Έχουμε δει ντοκιμαντέρ σαν το Hearts of Darkness της Έλεανορ Κόπολα, που είδε τον σύζυγό της να καταρρέει οικονομικά και σωματικά μέχρι να ολοκληρώσει το Αποκάλυψη Τώρα!, ή την Κόλαση του Ανρί Ζορζ Κλουζό που πετούσε στα έκπληκτα μάτια μας μια αδιανόητα ερωτική Ρόμι Σνάιντερ στο σπάνιας ομορφιάς υλικό που ξέμεινε από το έργο που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ποτέ ο Γάλλος σκηνοθέτης.
Το ότι ο Πίτερ Σέλερς ήταν ένας δύσκολος συνεργάτης, ήταν γνωστό στους παραγωγούς, όμως το ταλέντο του να μπαίνει ουσιαστικά μέσα σε σουρεαλιστικούς χαρακτήρες, σαν τον Κλουζό του Ροζ Πάνθηρα, τον έκανε ακαταμάχητο.
Η πρόκληση λοιπόν για κάτι ξεχωριστό που μπορεί να οδηγήσει τον δημιουργό στην τρέλα και που πολλές φορές τον ταυτίζει με τους ήρωές του, σαν το Φιτζκαράλντο του Βέρνερ Χέρτζογκ, μπορεί κάλλιστα να καταγραφεί και να μελετηθεί. Σπάνια όμως έχουμε δει περιπτώσεις σαν την ιστορία των γυρισμάτων μιας πειρατικής κωμωδίας στην Κύπρο, από έναν ήδη αναγνωρισμένο σκηνοθέτη και με πρωταγωνιστή έναν από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής του, όπου συνέβησαν αναρίθμητες καταστροφές, όχι γιατί γυρίζονταν ένα σπουδαίο φιλμ, αλλά γιατί ήταν από την αρχή μια πολύ κακή ιδέα που κανείς δεν είχε το θάρρος να την σταματήσει.
Ο ουγγρικής καταγωγής Μέντακ είχε ήδη στο ενεργητικό του το σατιρικό Ruling Class (1972) που του επέτρεπε να έχει έναν λόγο παραπάνω στη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία και να μπορεί να επιλέγει τις επόμενες δουλειές. Προσεγγίστηκε από τον Πίτερ Σέλερς για μια διασκευή του μυθιστορήματος Ghost in the Noonday Sun που έμοιαζε με πειρατική κωμωδία, χωρίς όμως να έχει μετατραπεί ακριβώς σε κινηματογραφικό σενάριο.
Το όνομα του Σέλερς όμως, αλλά και του εξίσου απολαυστικού κωμικού Σπάικ Μίλιγκαν –που θα εμπλέκονταν και στη δημιουργική διαδικασία– οδήγησε στο γρήγορο «ναι» με τους συντελεστές να φεύγουν για το λιμάνι της Κυρήνειας όπου θα γίνονταν το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων.
Άλλωστε βρισκόμασταν στις αρχές των '70s, όπου πολύ πιο τρελές ιδέες έπαιρναν το ΟΚ από κινηματογραφικά στούντιο και αλήθεια είναι πως η παραγωγή αυτή έμοιαζε χαμηλού ρίσκου. Όταν το συνεργείο έφτασε στην Κυρήνεια πρωτοείδε και το πειρατικό πλοίο που θα αποτελούσε το βασικό «σπίτι» των γυρισμάτων, ριγμένο όμως πάνω σε βράχους, εκεί που το έστειλε ο μεθυσμένος Έλληνας καπετάνιος του. Κακό σημάδι, αλλά κανείς δεν πτοήθηκε.
Το ότι ο Πίτερ Σέλερς ήταν ένας δύσκολος συνεργάτης ήταν γνωστό στους παραγωγούς, όμως το ταλέντο του να μπαίνει ουσιαστικά μέσα σε σουρεαλιστικούς χαρακτήρες, σαν τον Κλουζό του Ροζ Πάνθηρα, τον έκανε ακαταμάχητο. Έφερνε χρήματα, μοίραζε ασταμάτητο γέλιο και, τουλάχιστον ακόμη, τα τερτίπια του έμεναν ως ιστορίες που τελείωναν με το «τέλος καλό, όλα καλά» αφού καμιά παραγωγή δεν είχε καταστραφεί με υπαιτιότητά του. Μέχρι που έφτασε στην Κύπρο.
Το τρέιλερ του «The Ghost of Peter Sellers»
Ο Σέλερς, μόλις αντιλήφθηκε πως ουσιαστικά δεν υπήρχε σενάριο και ότι ο Μέντακ αδυνατούσε να βγάλει χιουμοριστικό υλικό, έχασε κάθε ενδιαφέρον για την ταινία. Εξαφανίζονταν για ώρες, με αποτέλεσμα από νωρίς η παραγωγή να πηγαίνει πίσω χρονικά, γεγονός που άγχωνε τον Μέντακ και χειροτέρευε ακόμη περισσότερο το υλικό του. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν όταν ο Σέλερς προσποιήθηκε πως έπαθε καρδιακή προσβολή, οδηγήθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο και ενώ όλοι νόμιζαν πως παρέμενε εκεί, ο Μέντακ είδε τυχαία φωτογραφίες του, δυο μέρες μετά, σε εστιατόριο του Λονδίνου.
Εκεί κάπου άρχισαν να αντιλαμβάνονται όλοι πως οδηγούνταν σε αδιέξοδο, με τον Σέλερς να εκλιπαρεί τον φίλο του Σπάικ Μίλιγκαν να γράψει ένα καλύτερο σενάριο για να ξαναρχίσουν, και τον Μέντακ να βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να δέχεται όλες τις προσβολές του πρωταγωνιστή του (που τον θεωρούσε ανίκανο να διαχειριστεί μια τέτοια παραγωγή) αλλά παράλληλα να μην παραιτείται καθώς είχε ανάγκη τα χρήματα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πειστούν όλοι πως για το κοινό καλό πρέπει να συνεχίσουν κάτι που επέφερε κύμα σπαρταριστών περιστατικών. Ο Σέλερς ζήτησε, σε ένδειξη καλής θέλησης, από τον Μέντακ να του γυρίσει ένα διαφημιστικό για τσιγάρα που είχε συμφωνήσει να κάνει σε ένα ρεπό του από τα γυρίσματα, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ λέγοντας πως είναι αντικαπνιστής (!), ενώ στο τέλος είχε το κουράγιο να πλακωθεί με τον συμπρωταγωνιστή του Τόνι Φρανσιόζα.
Όταν η Columbia πήρε το τελικό υλικό από την καταπονημένη ομάδα της, διαπίστωσε πως η διανομή μιας ταινίας κάκιστης και άρρυθμης μόνο κακό θα της έκανε. Έτσι έβαλε τις μπομπίνες στην αποθήκη και το Ghost in the Noonday Sun κυκλοφόρησε μόνο το 1985 σε VHS, όταν πλέον είχε αποκτήσει ένα cult στάτους. 30 χρόνια μετά, ξαναβγήκε σε DVD και ο Πίτερ Μέντακ, μετά από δεκάδες ταινίες και σειρές, βρήκε την ευκαιρία να θυμηθεί την πιο θλιβερή στιγμή της καριέρας του.
Στο φετινό Ghost of Peter Sellers επέστρεψε στην Κύπρο και ξαναθυμήθηκε τους φρικτούς μήνες που πέρασε προσπαθώντας να συνεννοηθεί με τον Σέλερς αλλά και να δικαιολογηθεί για το ότι δεν πήρε την απόφαση να διακόψει τα γυρίσματα πριν παρεκτραπεί η κατάσταση. «Θέλω να σκοτώσω κάποιον για όσα έγιναν, αλλά δυστυχώς είναι όλοι νεκροί» λέει κάποια στιγμή με χιούμορ, ξορκίζοντας τους δαίμονές του με ένα επώδυνο, ίσως και σαδιστικό τρόπο. 35 χρόνια μετά, η απολογία του μοιάζει συγκινητική, δεν παύει όμως να είναι και ισχυρό τεκμήριο μιας μικρής φιλμικής καταστροφής.
σχόλια