ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ NETFLIX (που συνχρηματοδότησε και τις «Παράλληλες Μητέρες» του Αλμοδόβαρ), το «Power of the Dog» βασίζεται σε ένα ξεχασμένο μυθιστόρημα του 1967, του παραγνωρισμένου Τόμας Σάβατζ.
Παραλλάσσοντας το μοτίβο της σχέσης της γυναίκας με την κόρη απέναντι στις αντιξοότητες και τον ξεριζωμό στα «Μαθήματα Πιάνου», η Τζέιν Κάμπιον διέκρινε την δύναμη που αντλούν οι δυο «παρείσακτοι» της υπόθεσης, δηλαδή η χήρα μαγείρισσα, κάποτε πιανίστα σε κινηματογραφικές αίθουσες, Ρόουζ, και ο έφηβος γιος της Πίτερ, όταν η Ρόουζ παντρεύεται τον Τζορτζ Μπέρμπανκ και μετακομίζει μαζί με τον Πίτερ στο μεγαλοπρεπές ράντσο που ο Τζόρτζ μοιράζεται με τον αδελφό του Φιλ.
Όσο τρυφερός και μειλίχιος είναι ο Τζορτζ (Τζέσι Πλέμονς, για μια ακόμη φορά απόκοσμα φτυστός ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν), τόσο μοχθηρά και βάναυσα φέρεται ο Φιλ, ο οποίος το έχει βάλει σκοπό του να τελειώσει τον γάμο του αδελφού του, με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο παιδικό κρεβάτι επί 40 χρόνια, αλλά και να ισοπεδώσει τον Πίτερ, με απανωτά ομοφοβικά, προσβλητικά σχόλια.
Ο Κόντι Σμιτ Μακφί, το αγόρι από το «The Road», εξελίσσεται στο κλου της πλοκής: μια ψηλόλιγνη φιγούρα σαν τη μύγα μες στο γάλα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ειδικά όταν φορά το μεγάλο καπέλο του και άσπρα αθλητικά παπούτσια, με τεράστια μάτια και αινιγματικά ουδέτερη ματιά, κληρονομεί ένα βαρύ παρελθόν.
Σε ένα παλάτι στη μέση ενός σκηνικού άγριας δύσης, στη Μοντάνα του 1925, οι μεγαλογαιοκτήμονες αδελφοί φιλοσοφούν τη ζωή διαφορετικά: ο Φιλ είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, ένας σπουδαγμένος άνδρας, άριστος φοιτητής στο Γέιλ, που επέλεξε τη σκληρή καθημερινότητα του ράντσερ, προτιμά να κάνει παρέα με τους εργάτες του και να γλεντάει μαζί τους σα να μην υπάρχει αύριο, πλένεται σπάνια και το απολαμβάνει, σα να θέλει να ξορκίσει τον καθωσπρεπισμό που του υπέδειξαν οι αυστηροί γονείς του.
Η Ρόουζ (η Κίρστεν Ντανστ, εντός ρόλου) κάμπτεται από τον εκφοβισμό, το ρίχνει στο ποτό και τσακίζεται το ούτως ή άλλως εύθραυστο εγώ της. Αντίθετα, ο Πίτερ κρατά χαρακτήρα και διατηρεί την ψυχραιμία του, όσο κι αν δίπλα του σφυρίζουν τα υποτιμητικά πειράγματα – είναι η miss Nancy για τον «θείο» και τους ομόσταβλούς του και μοιάζει προσηλωμένος στην επιθυμία του να γίνει γιατρός, ανατέμνοντας ζώα στον μπόλικο ελεύθερο χρόνο του.
Όταν, ξεμακραίνοντας από την έπαυλη, ο Πίτερ ανακαλύπτει ένα μυστικό καλά κρυμμένο στο μπαούλο ενός φυσικού κρησφύγετου, η συμπεριφορά του Φιλ απέναντί του αλλάζει κάθετα – τον πιάνει με το καλό και προσφέρεται να του μάθει πράγματα και να τον εκπαιδεύσει, όπως ακριβώς είχε κάνει στα παιδικά του χρόνια ο εκλιπών μέντοράς του, ο Μπρόνκο Χένρι, τη μνήμη του οποίου τιμά με σιωπές γεμάτες σημασία και στοχαστικούς αναστεναγμούς.
Όταν ο νεαρός Πίτερ διακρίνει τη μορφή ενός ζώου στο περίγραμμα του βουνού απέναντι από το ράντσο, που μόνο ο Μπρόνκο και ο Φιλ είχαν το ταλέντο να συλλάβουν αμέσως, καταλαβαίνουμε πως αποκτά πλεονεκτική θέση, χωρίς να γνωρίζουμε αν έχει σχεδιάσει εκδίκηση ή πλάνο απόδρασης από την κόλαση που έχει στήσει ο νταής.
Ο μισογύνης Φιλ, τον οποίο υποδύεται με μια αλήτικη διάθεση, αλά Μάθιου Μακόναχι, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, είναι θεωρητικά ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας του έργου, ένας καλλιεργημένος αγροίκος από επιλογή, μισογύνης και μοναχικός, τραχύς και τοξικός, με ανάθεμα στην ψυχή κι ένα συνεχές βάρος που μεταφράζει σε ανεξέλεγκτη οργή για όσα δεν έχει κι αυτό που δεν μπορεί ποτέ να γίνει.
Ωστόσο, ο Κόντι Σμιτ Μακφί, το αγόρι από το «The Road», εξελίσσεται στο κλου της πλοκής: μια ψηλόλιγνη φιγούρα σαν τη μύγα μες στο γάλα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ειδικά όταν φορά το μεγάλο καπέλο του και άσπρα αθλητικά παπούτσια, με τεράστια μάτια και αινιγματικά ουδέτερη ματιά, κληρονομεί ένα βαρύ παρελθόν, μια και ο αλκοολικός πατέρας του αυτοκτόνησε προλαβαίνοντας να του πει πως δεν είναι αρκετά δυνατός και ευγενικός.
Τι από τα δύο είναι αλήθεια και τι δεν ισχύει αποκαλύπτεται στα τελευταία πέντε λεπτά μιας ταινίας που εμποτίζεται από τη συνήθη μείξη αισθησιασμού και ωμότητας που χαρακτηρίζει τη φιλμογραφία της Νεοζηλανδής δημιουργού, αλλά χωλαίνει σημαντικά στη μάταια, παρατεταμένη προσπάθειά της να μιμηθεί την αφηγηματική και στιλιστική τεχνοτροπία του Πολ Τόμας Άντερσον, ακόμη και στην υπερβολικά ενορχηστρωμένη μουσική επένδυση του Τζόνι Γκρίνγουντ.
Το «Power of the Dog» διασχίζει οικείο τερέν συλλαμβάνοντας μερικές ισχυρές στιγμές, συνήθως όχι στις εκρήξεις, αλλά στις φευγαλέες αντιδράσεις, αλλά δεν εφαρμόζει την πολυθεματική του φιλοδοξία στην ένταση του δράματος, όπως ας πούμε το «Θα Χυθεί Αίμα» ή το «Master», αφήνοντας έτσι σε εκκρεμότητα τις νύξεις του αμερικανικού ταξικού επαρχιωτισμού και της απωθημένης σεξουαλικότητας του Σάβατζ.
The Power of the Dog | Official Teaser