ΟΠατέρας, η Μητέρα και ο Γιος αποτελούν τη θεατρική τριλογία της οικογένειας από τον Φλοριάν Ζελέρ, με επίκεντρο την άνοια, την κρίση μέσης ηλικίας και την εφηβική κατάθλιψη αντίστοιχα.
Το πρώτο ήδη μεταφέρθηκε πρόπερσι στο σινεμά, σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα, με θριαμβευτικά αποτελέσματα, Όσκαρ σεναρίου για τον ίδιο και τον συνεργάτη του Κρίστοφερ Χάμπτον, και φυσικά ανταμοιβή για την τιτάνια ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς.
Κι ενώ το δεύτερο είναι σχεδόν σίγουρο πως έχει πάρει τον δρόμο του στην προετοιμασία (καθώς ο Ζελέρ δήλωσε πως τιμά απεριόριστα το θέατρο που τον γαλούχησε, αλλά τα όνειρά του είναι πλέον κινηματογραφικά), ο «Γιος» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Κι ενώ δύναμη της γραφής διατρέχει το έργο, το θαύμα του συνδυασμού του σεναρίου, της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και του μοντάζ του Γιώργου Λαμπρινού απουσιάζει. Η αίσθηση είναι περιγραφική και η αφήγηση ευθύγραμμη, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που μας υπενθυμίζουν πως ο Γάλλος δημιουργός και οι συνεργάτες του σκέφτονται εικαστικά κι όχι σκηνικά.
Τρεις γιοι και δυο πατεράδες πρωταγωνιστούν στο δράμα που εκτυλίσσεται κυρίως στη Νέα Υόρκη του σήμερα. Ο Νίκολας είναι το 17χρονο μοναχοπαίδι του Πίτερ Μίλερ (Χιου Τζάκμαν) και της Κέιτ, που χώρισαν πριν από χρόνια, όταν ο Πίτερ γνώρισε και ερωτεύτηκε την Μπεθ (Βανέσα Κίρμπι), με την οποία έχει ένα μωρό.
Ο πραγματικός πυλώνας συγκίνησης της ταινίας είναι ο Χιου Τζάκμαν, με μια μεγάλη βεντάλια ανησυχίας αποτυπωμένη στο πρόσωπό του: ξεκινά την αλλαγή στη ζωή του ως άσκηση ευθύνης και πρόβλημα προς επίλυση, και σταδιακά, ο επιμελής επαγγελματίας που πιστεύει πως τα έχει τακτοποιήσει όλα, σκοτεινιάζει μπροστά στον καθρέφτη των παραλείψεων που ο γιος του τεχνηέντως κραδαίνει μπροστά του.
Ο Νίκολας περνά μια άσχημη φάση, η μητέρα του ανακαλύπτει πως έχει έναν μήνα να παρακολουθήσει το σχολείο του, και ζητά να μείνει με τον πατέρα του. Ασταθής και μονίμως μελαγχολικός, με ξεσπάσματα που διαδέχονται την αυτοεξορία του σ’ ένα περίκλειστο μυστήριο, ο Νίκολας δεν βελτιώνεται ιδιαίτερα στη νέα του εστία – συνεχίζει να λείπει από την τάξη, να αποφεύγει τους συμμαθητές, και μάλιστα η Μπεθ υπονοεί πως ενδέχεται να αποτελεί κίνδυνο για τον μικρό γιο του Πίτερ.
Ο πατέρας είναι μόνιμα απασχολημένος στη δουλειά του, και σε μια σύντομη στάση στην Ουάσινγκτον για να δει τον δικό του πατέρα (Άντονι Χόπκινς), επαναφέρει με την πρώτη ευκαιρία την προσωπική του πικρία για το διαζύγιο των γονιών του και την αδιαφορία του κραταιού αρχηγού του σπιτιού του, ο οποίος δεν στάθηκε καν στο πλάι της ετοιμοθάνατης πρώην συζύγου του.
«Fucking get over it, pleeease», τον προτρέπει ο Άντονι, αντί να τον κανακέψει αναδρομικά, με τον φοβιστικό στην αυτοκρατορική του αυτοπεποίθηση Χόπκινς να τραβά ειρωνικά το παρακαλώ, σα να του εξηγεί συνοπτικά πως λάθη γίνονται, κανείς δεν είναι τέλειος, και η ζωή συνεχίζεται, γιατί αλλιώς δεν βγαίνει νόημα με τις συγγνώμες και τις απολογίες.
Το τραύμα του άσχημου διαζυγίου, και κυρίως της εγκατάλειψης από το πατρικό πρότυπο, είναι το ζητούμενο σε μια ταινία που διαδραματίζεται και βασικά απευθύνεται σε μια κοινωνία (τη δυτική) συνηθισμένη σε βαθμό αναισθησίας στις επανεκκινήσεις των οικογενειών, παραβλέποντας το πρόβλημα που ανακύπτει στις πιο ευαίσθητες ψυχές που μένουν πίσω.
Ο Νίκολας είναι το παράδειγμα του νοήμονος παιδιού που αρνήθηκε να αποδεχθεί τον χωρισμό και τη διάλυση της παιδικής του ηρεμίας και με ισόποση απελπισία και χειριστικότητα φόρτωσε με ενοχές τους γονείς του.
Αν και δεν είμαστε σίγουροι σε ποιο βαθμό φέρει βαρέως την απογοήτευση του, η ευθύνη μετακυλίεται στον πατέρα του. Η μάνα πένθησε νωρίς τον χωρισμό, έκλαψε και χτυπήθηκε, έβρισε τον άπιστο και τον κακολόγησε μπροστά στο παιδί της, και πλέον διανύει το στάδιο της πολιτισμένης νοσταλγίας.
Αντίθετα, ο Πίτερ βρίσκεται προ της δικής του απωθημένης τύψης: νιώθοντας πως ορθώς έπραξε και ακολούθησε την καρδιά του, πορεύτηκε με τη νέα του αγαπημένη για μια νέα αρχή, αλλά το πρώτο κεφάλαιο παραμένει ανοιχτό, επείγον και όσο πιο ζορισμένο γίνεται.
Περιέργως, η περίπτωση του έφηβου γιου δεν κρύβει μυστικά. Οι διακυμάνσεις του από τη θλίψη στην περιστασιακή διασκέδαση, όπως όταν χορεύει ακριβώς σαν τον πατέρα του, και πάλι πίσω στο καβούκι της σιωπής, είναι αναμενόμενες, μάλλον ομαλές. Τα φλασμπάκ στις ειδυλλιακές διακοπές της οικογένειας στην Κορσική και το πρώτο μάθημα κολύμβησης σαν συμβολικό πέρασμα της σκυτάλης από τον μπαμπά στο μικρό γιο είναι από τις λίγες κινηματογραφικές παρεμβάσεις σε μια καθ’ όλα συνεπή εξέλιξη από την κρίση στην αποκάλυψη των αιτίων της.
Ο πραγματικός πυλώνας συγκίνησης της ταινίας είναι ο Χιου Τζάκμαν, με μια μεγάλη βεντάλια ανησυχίας αποτυπωμένη στο πρόσωπό του: ξεκινά την αλλαγή στη ζωή του ως άσκηση ευθύνης και πρόβλημα προς επίλυση, και σταδιακά, ο επιμελής επαγγελματίας που πιστεύει πως τα έχει τακτοποιήσει όλα, σκοτεινιάζει μπροστά στον καθρέφτη των παραλείψεων που ο γιος του τεχνηέντως κραδαίνει μπροστά του.
Η άνευρη παρουσία του Ζεν Μαγκράθ ως Νίκολας εξισορροπείται από το υπνωτιστικό cameo του «Πατέρα» Χόπκινς, οι γυναίκες σύζυγοι πλαισιώνουν, και ο Μίλερ του Τζάκμαν εσωτερικεύει το παλιό τραύμα και τον νέο πόνο, σε μια πολύ απαιτητική ερμηνεία, που επιβεβαιώνει πως πέρα από τον ακατάβλητο Γούλβεριν και τον ιπτάμενο P.T. Barnum, βρίσκεται ένας τρομερός ηθοποιός που συναισθάνεται και φωτίζει ατελείς, πολύπλοκους χαρακτήρες.