Είναι νωρίς το πρωί στην άνω πλευρά της Λαμίας, απέναντι από το Δημοτικό Στάδιο, στην καφετέρια Envy, όπου όλα είναι στημένα και έτοιμα για να γυριστούν κάποιες από τις τελευταίες σκηνές της Μπαλάντας της τρύπιας καρδιάς, της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη ‒ πρόκειται για μια διεθνή συμπαραγωγή Ελλάδας (Faliro House, Αργοναύτες Α.Ε.), Γαλλίας (ΕΖ Films), Γερμανίας (Sutor Kolonko) και Κύπρου (Υ.Ε. Films Ltd).
Για την ακρίβεια, είναι η προτελευταία μέρα τους στη Λαμία, λίγο πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα της πιο φιλόδοξης ταινίας του Οικονομίδη, και της πιο δύσκολης στη δημιουργία της, η οποία «έχει πολλή καψούρα και τρύπια καρδιά», όπως λέει, «γιατί, τελικά, όλες οι καρδιές είναι τρυπημένες κάπως, τζούφιες».
Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι ενθουσιασμένος από την πορεία των γυρισμάτων, μας υποδέχεται με χαμόγελο και αμέσως μετά μεταμορφώνεται στον τελειομανή σκηνοθέτη που ελέγχει τα πάντα και ζητάει απ' όλους να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Αν τον δεις την ώρα που δίνει τις εντολές και δεν τον ξέρεις, είναι πολύ πιθανό να σε τρομάξει από την ένταση που βγάζει όταν φωνάζει «cut» και ζητάει να επαναληφθεί η ίδια σκηνή ξανά και ξανά.
Υπάρχει πολύς ερωτισμός στην ταινία και μεγάλες δόσεις θρίλερ, με την έννοια ότι όσο προχωράει η ιστορία σκοτεινιάζει το όλο το πράγμα. Από την άλλη, το στοιχείο του μαύρου χιούμορ είναι πιο δυνατό εδώ, πιο ξεκάθαρο, πιο θαρραλέα μπροστά.
Οι τελευταίες σκηνές που γυρίζονται είναι η αρχή της ταινίας και στην καφετέρια βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της, ο Γλάρος (ή κροκόδειλος), δηλαδή ο Στάθης Σταμουλακάτος, ενώ έξω από το μαγαζί περιμένει ο Μάνος Ζαφειρόπουλος (δηλαδή ο Βασίλης Μπισμπίκης), ο οποίος ετοιμάζεται να μπει για να του ζητήσει τα κλειδιά. Στα τραπέζια έξω από το μαγαζί, ανάμεσα στους κομπάρσους, κάθονται και «οι δίδυμοι» (ο Λάζαρος και ο Δημήτρης Μαυρίδης), δυο ανατριχιαστικές φιγούρες με «εγκληματικές φυσιογνωμίες» που παρατηρούν τον Μάνο να μπαίνει στην καφετέρια με ένα βλέμμα που ξεχειλίζει από μίσος. Ο Γιάννης τους ζητάει να λένε κάτι κρυφά και να καπνίζουν ξεφυσώντας τον καπνό και σε κάθε «cut» πρέπει να ανάβουν καινούργιο τσιγάρο. Ο ρόλος τους είναι ιδιαίτερα απαιτητικός, έχουν φτάσει στα όριά τους γιατί στην ταινία έχουν πολύ σκληρές σκηνές. Ίσως τις πιο σκληρές. Είναι οι «γουρουνάδες» που ζουν ως οικογενειάρχες, αλλά τη νύχτα μαζεύουν τα πτώματα και τα πετάνε στα γουρούνια, για να τα εξαφανίσουν. Όταν τελειώνει το γύρισμα της σκηνής (μετά από ώρες) είναι αγνώριστοι, όπως όλοι σχεδόν.
«Τελειώνουμε σιγά-σιγά» λέει ο Γιάννης Οικονομίδης στο διάλειμμα, φανερά ανακουφισμένος. «Ήταν δύσκολη ταινία γιατί έχει πολύ πράμα, πολλούς χαρακτήρες, πολλούς χώρους, πολλή πλοκή, γενικά γίνεται χαμός ‒ μπερδέματα, ανατροπές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία είναι ένα crime δράμα με romance. Ξεκινάει με το κλασικό ερωτικό τρίγωνο, δηλαδή σύζυγος απατημένος από τη γυναίκα του Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου) που το σκάει με τον πρώην τραγουδιστή και νυν επιχειρηματία του κλαμπ "Κροκόδειλος live stage" εδώ, της επαρχιακής πόλης, και εξελίσσεται σε μια ιστορία μεγάλου μένους και μίσους ανάμεσα στον Ηρακλή, τον εργοστασιάρχη-επιχειρηματία (Γιάννης Τσορτέκης), και το ζευγάρι που φεύγει απ' την πόλη κυνηγημένο και βρίσκει καταφύγιο σε ένα εξοχικό λίγο έξω από την πόλη.
Οι βασικές φιγούρες στην ιστορία είναι οι μανάδες των δύο αντρών, η κυρία Φωτεινή, η μάνα του Ηρακλή, και η μάνα του Μάνου του Ζαφειρόπουλου, του κυνηγημένου εραστή (Βασίλης Μπισμπίκης), η Αλίκη. Οι μανάδες είναι φοβερές φιγούρες, στην πορεία αποδεικνύονται κατά πολύ χειρότερες από τους γιους τους (η Φωτεινή είναι η κ. Βασιλική Καλλιμάνη, η μητέρα της Μαρίας Καλλιμάνη, και η Αλίκη είναι η Σοφία η Κουνιά, και οι δύο ερασιτέχνιδες ηθοποιοί). Η Αλίκη διευθύνει το μαγαζί, τον Κροκόδειλο, μαζί με τον γιο της, ο οποίος είναι φουλ στα χρέη, στις υποχρεώσεις, τους κυνηγάνε οι πάντες, τράπεζες, ΙΚΑ, εφορίες, τοκογλύφοι. Μετά αρχίζουν εκατέρωθεν τα συμβόλαια θανάτου και μπαίνει και ο υπόκοσμος μέσα στην ιστορία, γιατί υπάρχει κι ένα εκατομμύριο ευρώ που έχει κλέψει η Όλγα, φεύγοντας, από τον σύζυγό της.
Όπως καταλαβαίνεις, γίνεται το έλα να δεις στην πορεία, μπερδεύεται κόσμος και κοσμάκης, και μέσα σε όλο αυτό το πράγμα υπάρχει και ο Γλάρος, το πρωτοπαλίκαρο του Τσέκου, ο οποίος είναι ο άρχοντας του σκότους, ο άρχοντας του κακού, ο μαφιόζος της πόλης και της περιοχής. Ο Γλάρος ερωτεύεται την Όλγα και στην πορεία αποκαλύπτεται η ατζέντα που έχει ο καθένας, ξεδιπλώνονται τα ψυχολογικά όλων, οι συμπεριφορές τους, οι κρυμμένοι σκελετοί στα ντουλάπια του καθενός, τα διάφορα ράμματα που έχει για τη γούνα ο ένας του άλλου και κάπου σε αυτό το ψυχολογικό συμπεριφοριολογικό κομμάτι της ταινίας η Μπαλάντα συναντά την Ψυχή στο στόμα, όπου όλοι έχουν ένα φτυάρι για τον άλλο. Όλοι έχουν να πουν για όλους τα απίστευτα.
Υπάρχει πολύς ερωτισμός στην ταινία και μεγάλες δόσεις θρίλερ, με την έννοια ότι όσο προχωράει η ιστορία σκοτεινιάζει το όλο το πράγμα. Από την άλλη, το στοιχείο του μαύρου χιούμορ είναι πιο δυνατό εδώ, πιο ξεκάθαρο, πιο θαρραλέα μπροστά. Αλλά είναι ένα χιούμορ τοποθετημένο πολύ κομψά μέσα στην ταινία, δηλαδή δεν είναι κωμικό, είναι η ανθρώπινη τραγικοκωμωδία. Είναι μια δραματική κωμωδία της ανθρώπινης βλακείας και ηλιθιότητας, του ανθρώπινου δράματος, που εμπεριέχει μεγάλες δόσεις μαύρου, σατανικού, βιτριολικού, διαβολικού χιούμορ. Είναι πολλή Ελλάδα, μια τοιχογραφία του αντρικού κόσμου, η αντρική επαρχία, αλλά με γυναίκες πολύ ζόρικες. Είναι πολύ ζόρικοι οι γυναικείοι χαρακτήρες».
Οι τεχνικοί έχουν αλλάξει θέση στα φώτα, έχουν σκοτεινιάσει τις τζαμαρίες, έχουν ετοιμάσει τη σκηνή της συνάντησης του Γλάρου και του Μάνου και οι ηθοποιοί παίρνουν θέσεις και μπαίνουν ξανά στην ψυχολογία του ρόλου τους. Ο Στάθης Σταμουλακάτος... αγριεύει. Έχουν περάσει μόλις δύο μέρες από την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας που έχει κάνει και είναι με φρικτούς πόνους, χαπακωμένος με παυσίπονα, αλλά μόλις ξεκινάει το γύρισμα τα ξεχνάει όλα και γίνεται ο Γλάρος. Πριν δώσει τα κλειδιά του εξοχικού του στον Μάνο για βρει ερωτικό καταφύγιο το παράνομο ζευγάρι, τον κατσαδιάζει επειδή του άφησε το σπίτι σε κακή κατάσταση την προηγούμενη φορά και... αποκαλεί την Όλγα «πατσαβούρα» (ενώ την έχει ήδη ερωτευτεί). Η Βίκυ Παπαδοπούλου, δίπλα μου, που παρακολουθεί από το μόνιτορ τη σκηνή, αστειεύεται χαμηλόφωνα «ε, όχι και πατσαβούρα!».
Περιέργως, ο Οικονομίδης τους λέει να ρίξουν τους τόνους και να παίξουν ξανά τη σκηνή πιο χαμηλόφωνα. Ξανά «cut». «Είναι μια ταινία που σαφώς μυρίζει πολύ Κοέν και ΜακΝτόνα, Σορεντίνο» λέει. «Είναι έτσι τοποθετημένο το μαύρο χιούμορ, στην παράδοση αυτού του είδους των ταινιών ή του Ταραντίνο, αλλά είναι μια ταινία που πλησιάζει πολύ κοντά στο χιούμορ και στο σετάρισμα της δικής μου αισθητικής. Στους χαρακτήρες μπορεί να σου θυμίσει το Out of sight του Σόντερμπεργκ.
Τα location είναι Λαμία και πέριξ της Λαμίας και λίγο Αθήνα. Και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της ταινίας, του τωρινού εγχειρήματος, είναι ότι το μισό καστ είναι αποκλειστικά ερασιτέχνες. Έχω πολλούς ερασιτέχνες σε μεγάλους ρόλους. Οι δίδυμοι, ο Αντώνης ο Κοτζιάς (που κάνει και τα βίζουαλ της ταινίας), η κοπελιά του Σάκη και η κόρη του Ηρακλή, του εργοστασιάρχη, που είναι η Αρετή Πουρνάρα, οι δύο μανάδες, ο Τσέκος, που είναι ο Βασίλης ο Σακελλαριάδης, μια απίστευτη φάτσα που ήρθε από το Λος Άντζελες για να παίξει ειδικά στην ταινία (επί 35 χρόνια δούλευε μπάρμαν και μπράβος σε μπαρ του λιμανιού του Λος Άντζελες), κάτι ανάμεσα σε Καϊτέλ και Τσαρλς Μπρόνσον.
Το post production θα γίνει στη Γαλλία και μουσική θα γράψει ο Γάλλος ο Jean-Michel Bernard, γνωστός συνθέτης σάουντρακ, αλλά ακούγονται και death metal, και black metal και νεοσκυλάδικα στην ταινία. Υπάρχει και ένα κομμάτι που είναι γραμμένο ειδικά γι' αυτήν, η "Τρύπια Καρδιά", του Ηλία Φιλίππου, σε μουσική Harry K., του συνθέτη της Πάολας. Το τραγουδάει ο Γιώργος Γιαννόπουλος εν είδει πρόβας στον Κροκόδειλο.
Η Λαμία και οι κάτοικοί της μας βοήθησαν πάρα πολύ. Απίστευτοι άνθρωποι, μας άνοιξαν τα σπίτια τους, μας έδωσαν τους χώρους τους, -παρόλο που πριν ανέβουμε έπεσε μια κινδυνολογία του τύπου "πού πάτε; Εκεί είναι σκατοτόπος, σκατάνθρωποι". Ήρθαμε εδώ και είναι το κάτι άλλο, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα. Μας βοήθησε και το Film Office, που ιδρύθηκε πρόσφατα εδώ πέρα, για να προσελκύσουν παραγωγές. Έπαθαν όλοι πλάκα από την παραγωγή. Θεωρούν ότι η επαρχία είναι μια ξεχασμένη κατάσταση. Δεν είχα ξανάρθει εδώ, μόνο περαστικός, αλλά είναι απίστευτα. "Θα σε φάνε ζωντανό", μου έλεγαν, "απαίσιοι άνθρωποι", αλλά είμαστε όλοι ενθουσιασμένοι».
Info:
Το σενάριο της «Μπαλάντας της τρύπιας καρδιάς» υπογράφουν ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Χάρης Λαγκούσης.
Πρωταγωνιστούν οι: Γιάννης Τσορτέκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Βασίλης Μπισμπίκης, Στάθης Σταμουλακάτος,
Βαγγέλης Μουρίκης, Λένα Κιτσοπούλου, Βασιλική Καλλιμάνη, Σοφία Κουνιά, Αντώνης Κοτζιάς, Βασίλης Σακελλαριάδης, Πέτρος Ζερβός, Γιώργος Γιαννόπουλος, Αρετή Πουρνάρα
Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης
Ήχος: Ντίνος Κίττου
Σκηνικά: Ιουλία Σταυρίδου
Κοστούμια: Χριστίνα Λαρδίκου
Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
VFX: Αντώνης Κοτζιάς (Yafka)
Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης
Μουσική: Jean-Michel Bernard
ΣυνεργάτηςΠαραγωγός: Ιωάννα Μπολομύτη
Παραγωγοί: Πάνος Παπαχατζής, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Elie Meirovitz, Ingmar Trost
Παραγωγή: Αργοναύτες ΑΕ, Faliro House ΑΕ, EZ Films, Sutor Kolonko, YE Films Ltd
Σε συμπαραγωγή με ΕΡΤ, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Ίδρυμα ΩΝΑΣΗ, Υπουργείο Πολιτισμού Κύπρου και Yafka.
Με την ενίσχυση του ΕΚΟΜΕ ΑΕ, του NRW, του CNC, της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και του MEDIA.