Πρόσφατα, στις ελληνικές αίθουσες είδαμε το «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17», την 36η ταινία του Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος τον προσεχή Μάιο κλείνει τα 88 χρόνια ζωής.
Στην ταινία ο Ίστγουντ δοκιμάζει για πρώτη φορά στην πολυετή καριέρα του να κάνει σινεμά βεριτέ. Το εγχείρημα δεν είναι πάντα επιτυχημένο, δεν μπορείς όμως παρά να θαυμάσεις την τόλμη και τη δημιουργικότητα ενός καλλιτέχνη, ο οποίος, ενώ δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανένα, προσπαθεί ακόμα και σε τόσο προχωρημένη ηλικία να πειραματιστεί με την τέχνη του.
Μπροστά από τον φακό ο Ίστγουντ είναι είδος προς εξαφάνιση, ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα είδωλα της Έβδομης Τέχνης. Πίσω από αυτόν έχει κερδίσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Η ευρεία αναγνώριση όμως άργησε να έρθει.
Μπροστά από τον φακό ο Ίστγουντ είναι είδος προς εξαφάνιση, ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα είδωλα της Έβδομης Τέχνης. Πίσω από αυτόν έχει κερδίσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Η ευρεία αναγνώριση όμως άργησε να έρθει.
Για χρόνια είχε να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία της επίσημης κριτικής, για την οποία οι κομματικές του προτιμήσεις και ο δημοφιλής χαρακτήρας του επιθεωρητή Κάλαχαν αποτελούσαν κόκκινο πανί.
Η καθολική αποδοχή έρχεται με τους «Ασυγχώρητους», ένα καταπληκτικό αναθεωρητικό γουέστερν που σάρωσε στα ταμεία, έκανε κοινό και κριτικούς να παραμιλούν και απέσπασε 4 Όσκαρ, ανάμεσά τους και εκείνο της σκηνοθεσίας για τον ίδιο και της καλύτερης ταινίας.
Όλα αυτά εν έτει 1992, όταν ο Ίστγουντ είχε συμπληρώσει ήδη δύο δεκαετίες πίσω από τον φακό, με τους «Ασυγχώρητους» να αποτελούν τη 16η σκηνοθετική του δουλειά.
Απόρροια της επιτυχίας των «Ασυγχώρητων» ήταν μια ριζική αναθεώρηση του προηγούμενου έργου του από την κριτική και τη θεωρία.
Σήμερα, ταινίες όπως το «Bird» ή το «Outlaw Josey Wales» κατέχουν περίοπτη θέση στον κανόνα της αμερικανικής φιλμογραφίας, υπάρχουν όμως και αρκετά διαμαντάκια που ακόμα δεν έχει ανακαλύψει το ευρύτερο κοινό.
Από αυτά επιλέξαμε τρία: το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, εκείνο από τα τέσσερα γουέστερν που γύρισε για το οποίο έχει χυθεί το λιγότερο μελάνι, καθώς και την άγνωστη μεγάλη ταινία της φιλμογραφίας του.
Όσοι δεν τα έχετε δει, αξίζει να τα αναζητήσετε, τόσο για να αποκτήσετε πληρέστερη εικόνα του έργου αυτού του δημιουργού όσο και γιατί καθένα τους, αν ειδωθεί αυτόνομα, έχει αδιαμφισβήτητες αρετές.
Play Misty for Me (1971)
Άμα τα βάλεις κάτω, οι περισσότεροι σπουδαίοι Αμερικανοί δημιουργοί ξεκίνησαν την καριέρα τους με μια αγνή, ταπεινή ταινία είδους. Ως εξέχον μέλος αυτής της εκλεκτής συνομοταξίας, ο Ίστγουντ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ραδιοφωνικός παραγωγός γνωρίζει κοπέλα σε μπαρ, τη ρίχνει στο κρεβάτι με ένα πραγματικά απίθανο φλερτάρισμα κι ενώ πιστεύει πως πρόκειται για γνωριμία της μιας βραδιάς, θα διαπιστώσει με άσχημο τρόπο πως εκείνη έχει εντελώς διαφορετική γνώμη.
Πρόκειται για ερωτικό θρίλερ που εμφανώς ενέπνευσε τη μεταγενέστερη «Ολέθρια Σχέση», χωρίς όμως να ασπάζεται τον συντηρητισμό της τελευταίας.
Με την ταινία αυτή ο Ίστγουντ γνωστοποιεί την αγάπη του για την τζαζ −το «Misty» του τίτλου αναφέρεται στο διάσημο ερωτικό τραγούδι του Έρολ Γκάρνερ, το οποίο ακούμε σε διάφορες εκτελέσεις στο φιλμ−, επιστρατεύει όσα έμαθε πλάι σε εξαιρετικούς σκηνοθέτες είδους, όπως ο Σέρτζιο Λεόνε και ο Ντον Σίγκελ, που έχει έναν μικρό ρόλο στο φιλμ, και κάνει ένα θρίλερ αποτελεσματικότατο στην αγωνία του, χάρη και στον τρόπο που αξιοποιεί την κινηματογραφική του περσόνα.
Βλέπεις, αν ούτε ο ίδιος ο Κλιντ Ίστγουντ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το μαινόμενο θηλυκό, τότε τα πράγματα είναι όντως σκούρα.
Pale Rider (1985)
Το «Pale Rider» κυκλοφορεί ακριβώς την περίοδο που το έργο του Ίστγουντ αρχίζει να επανεκτιμάται και να αναγνωρίζεται μετά από μια δεκαετία και βάλε αδυσώπητης επίθεσης από την κριτική.
Οι ταινίες του προβάλλονται το 1983 σε ρετροσπεκτίβα στο MοMA της Νέας Υόρκης, στη Γαλλία πληθαίνουν οι υποστηρικτικές φωνές και το αποκορύφωμα έρχεται με τη συμμετοχή της ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών, την ύψιστη τιμή που είχε λάβει ταινία του μέχρι τότε.
Η ταινία είναι ένα γουέστερν μεταφυσικών αποχρώσεων σε ανοιχτό διάλογο με το δικό του «High Plains Drifter». Αν εκεί ο «Άνθρωπος δίχως όνομα» έρχεται ως πνεύμα τιμωρίας για να βάλει φωτιά σε μια πόλη που έχει προ πολλού απολέσει το δικαίωμα στη συγχώρεση, εδώ έρχεται ως απάντηση στις προσευχές ενός κοριτσιού, της νέας γενιάς δηλαδή, ως πνεύμα συμφιλίωσης, για να ενώσει μια ομάδα μικροϊδιοκτητών ώστε να αντισταθούν μαζί στον μεγαλοκτηματία που λυμαίνεται τα εδάφη τους.
Κι ενώ στη «Γη της Ελευθερίας» οι πολιτικές δυνάμεις προάγουν τον ακραίο, αδυσώπητο ατομικισμό, το σινεμά του Ίστγουντ αναδεικνύει τις αρχές της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας. Είπατε κάτι για ριγκανισμό;
White Hunter, Black Heart (1990)
Σε αυτή την πολύ ιδιαίτερη ταινία ο Ίστγουντ αφηγείται με αλλαγμένα τα ονόματα μια ιστορία από το παρασκήνιο των γυρισμάτων της θρυλικής «Βασίλισσας της Αφρικής», υποδυόμενος τον σκηνοθέτη Τζον Χιούστον.
Ο τελευταίος, σύμφωνα με το βιβλίο του σεναριογράφου Πίτερ Βίρτελ, στο οποίο βασίστηκε η ταινία, έθεσε σε κίνδυνο την παραγωγή, ασχολούμενος λιγότερο με τα γύρισματα και περισσότερο με την εμμονή του να σκοτώσει έναν ελέφαντα.
Πρόκειται για «ενδοβιομηχανική» βιογραφία, πρόκειται επίσης για σινεμά οικολογικής ευαισθησίας, όχι με τη γραφική, ακτιβιστική έννοια του όρου αλλά με μια αλά Πίτερ Γουίαρ θεώρησή του, που συνοψίζεται στην αδυναμία −και την απροθυμία ίσως;− του Δυτικού να κατανοήσει πραγματικά οποιονδήποτε πολιτισμό πέρα από τον δικό του και την ανάγκη να μην παρεμβαίνει σε αυτόν.
Ακόμα περισσότερο, πρόκειται για ένα επώδυνο δοκίμιο πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, όπως προκύπτει μέσα από τη μελέτη ενός καλλιτέχνη που διανύει την απόσταση από τον μύθο ως την πραγματικότητα και για να φτάσει στο δημιουργικό ζενίθ αγγίζει το προσωπικό ναδίρ.
Και περνά από το ειδικό στο γενικό, ξεφεύγει από τα όρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς η κατάρριψη του προσωπικού μύθου του καθενός είναι ανάγκη πανανθρώπινη κι αν δεν έρθει εκουσίως, θα έρθει ακουσίως.
Οδυνηρή και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί όμως να οδηγήσει στην αυτοβελτίωση. Και εξαρτάται από εκείνον που λέει «action» και τη δράση που θα ακολουθήσει.
σχόλια