Έχω επισκεφθεί πολλές φορές το Λος Άντζελες για συνεντεύξεις και πάντα ψάχνω τις ρωγμές μιας συναρπαστικής, πλήρως εποχούμενης, συνθετικής πόλης, τέλεια φτιαγμένης και αρτιμελούς, πλήρως προσανατολισμένης στη βαριά βιομηχανία του θεάματος, τα χρώματα και τα αρώματα μιας άλλης εποχής, κινηματογραφικής φυσικά, τότε που η γνωστή πινακίδα έγραφε Hollywoodland και τα γράμματα μειώθηκαν από 13 σε 8 για «προληπτικούς» λόγους και τα μυστικά των σταρ έμεναν καλά κρυμμένα στα συρτάρια των ατζέντηδων. Οδηγώντας στο Μπέβερλι Χιλς, πάντα αναρωτιέμαι σε ποια στροφή κρύβεται η έπαυλη της Νόρμα Ντέσμοντ, αν υποθέσουμε πως όντως βρισκόταν σε μία από τις παρόδους της Sunset Boulevard, ή τι βρισκόταν στη θέση των τεράστιων εμπορικών κέντρων. Δεν έχω πέσει στην παγίδα της τουριστικής βόλτας με τα πούλμαν και τους χάρτες με τα σπίτια των γνωστών ηθοποιών, σωστά φρούρια, μπροστά από τα οποία παρκάρεις με τρόπο και καταλήγεις να συγκρίνεις ποιος από αυτούς έχει την πιο ασφαλή καγκελόπορτα. Τα εμβληματικά κτίρια του downtown παραπέμπουν σε ένα λαμπερό art deco, διαφορετικό από εκείνο της Ανατολικής Ακτής, πιο ογκώδες και καλοσχηματισμένο. Φαντάζομαι ασπρόμαυρες εικόνες κλασικών ταινιών να παίρνουν ζωή και τα πλήθη να συρρέουν μπροστά από το Κινέζικο Θέατρο του Γκράουμαν, στην τουριστική πλέον Hollywood Boulevard. Στην ίδια επιβλητική αίθουσα, ένα μαυσωλείο με αναθυμιάσεις από τους σταρ που κάποτε παρέλασαν και πόζαραν, σαν τον Τζορτζ Βαλεντίν από το πρόσφατο The Artist, επέλεξαν να κάνουν την πρεμιέρα της ταινίας Οι διώκτες του εγκλήματος, του γκανγκστερικού έπους που καθυστέρησε να βγει στις αίθουσες, καθώς συνέπεσε με το αιματοκύλισμα σε μια κινηματογραφική αίθουσα του Κολοράντο – μάλιστα, μια παρόμοια σκηνή κόπηκε εντελώς από το τελικό μοντάζ, ως ένδειξη σεβασμού στα δεκάδες θύματα. Σε πολλές από τις σκηνές της ταινίας χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικές τοποθεσίες, όπως το δημαρχείο, το αστυνομικό τμήμα της Highland, το ξενοδοχείο Park Plaza που εγκαινιάστηκε το 1925, η Chinatown σε στυλιζαρισμένη εκδοχή, ενώ το καμπαρέ της Slapsy Maxie θυμίζει το πιο γνωστό κλαμπ εκείνης της δεκαετίας, το Mocambo.
Στις συνεντεύξεις στο Beverly Hilton, ένα μοντερνίστικο, busy ξενοδοχείο που στεγάζει μονίμως την απονομή των Χρυσών Σφαιρών και πρόσφατα απέκτησε φήμη ως η τελευταία κατοικία της άτυχης Γουίτνεϊ Χιούστον, ο σκηνοθέτης της ταινίας Ρούμπεν Φλάισερ μου εξηγεί πως οι μαφιόζοι μετακόμισαν από τα παραδοσιακά τους στέκια, τη Νέα Υόρκη και κυρίως το Σικάγο, στη Δυτική Ακτή, γιατί η πιάτσα ήταν ιδανική για εκμετάλλευση και τους έδινε την ευκαιρία να κινηθούν σαν αστέρες του Χόλιγουντ με μια ωραία, φιλόδοξη πιτσιρίκα στο πλευρό τους. Ο Φλάισερ σπούδασε Ιστορία στο πανεπιστήμιο και μου υπενθυμίζει πως το Λος Άντζελες φτιάχτηκε έτσι ώστε να ελέγχεται γεωγραφικά το «έγκλημα» και να μην καταφέρνουν να δραπετεύουν εύκολα οι γκάνγκστερ. «Ούτως ή άλλως», συμπληρώνει, «το αστυνομικό σώμα εμπόδισε αποτελεσματικά και έγκαιρα την εξάπλωση των συμμοριών στα τέλη του '40 και αν εξαιρέσεις τον φαντεζί Μίκι Κόεν και μερικούς άλλους, όπως ο Μπάγκσι Σίγκελ, η κατάσταση δεν συγκρινόταν με τίποτε με την Ανατολική Ακτή».
Ο πρωταγωνιστής Τζος Μπρόλιν, αρχηγός της ειδικής ομάδας κατά του οργανωμένου εγκλήματος, μοιάζει σαν να ανήκει στη δεκαετία του '40. Γέννημα-θρέμμα του Λος Άντζελες, άτακτο παιδί στα νιάτα του και γιος του Τζέιμς Μπρόλιν, μου λέει πως ο πατέρας του τον επισκέφθηκε στα πλατό και δεν αντέδρασε στην εκφορά του διαλόγου. «Μεγάλωσε εκείνη την εποχή και θα μου το έλεγε, αν κάτι δεν του άρεσε στη γλώσσα», συμπληρώνει, θεωρώντας πως οι μάγκες της εποχής, άτακτοι και μπάτσοι, δεν πρέπει να μιλούσαν όπως τους έχουμε συνηθίσει στις ταινίες. «Προφανώς, οι σεναριογράφοι χρησιμοποιούσαν έναν συγκεκριμένο ρυθμό». Αντίθετα, ο επινοητικός Ράιαν Γκόσλινγκ, αποτυχημένος χορευτής στα μικράτα του και πρώην μέλος του Mickey Mouse Club, επέλεξε μια παράδοξη ψιλή και ψιθυριστή φωνή για τον χαρακτήρα του, επίσης αστυνομικό: «Το πάω φιρί-φιρί για φασαρία», χαριτολογεί, «γιατί μου αρέσει να φέρνω κάτι διαφορετικό όταν υπάρχει μια σταθερή βάση και όλοι κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος». Η Έμα Στόουν, η απρόθυμη ντάμα του Μίκι Κόεν, αναγνωρίζει το glamour της εποχής, αλλά δεν θα ήθελε να είναι ηθοποιός στη δεκαετία του '40, θεωρώντας πως δεν θα είχε δικαίωμα επιλογής ρόλων, δεσμευμένη από τα στούντιο και την υποδεέστερη θέση των γυναικών αμέσως μετά τον πόλεμο. «Η μεγάλη διαφορά που έχω από την Γκρέις Φάραντεϊ που υποδύομαι είναι πως εκείνη ήρθε στο Λος Άντζελες για να γίνει σταρ, ενώ εγώ έφυγα από την Αριζόνα για να γίνω ηθοποιός. Και στάθηκα τυχερή, παρά το γεγονός πως, αντίθετα με τότε, διάσημοι γίνονται άνθρωποι όχι γι' αυτό που κάνουν αλλά γι' αυτό που είναι», λέει αναφερόμενη στην κουλτούρα των reality και της μανιώδους αυτοπροώθησης μιας πεζής καταγραφής της ανώνυμης καθημερινότητας.
Μιλώντας για το επίκαιρο θέμα του συσχετισμού της πραγματικής βίας με τις βίαιες ταινίες, ο Τζος Μπρόλιν δεν ξεσπάει στις κάμερες, όπως ο Ταραντίνο στην πρόσφατη συνέντευξη του Γκούρου Μέρθι, αλλά λέει πως το σινεμά γίνεται συστηματικά ο αποδιοπομπαίος τράγος των media και τελικά επηρεάζει όσο χιλιάδες άλλες πηγές, στηλιτεύοντας τα videogames και τον ληθαργικό αυτοματισμό τους.
σχόλια