Το είχα πάντα στο μυαλό μου, αλλά δεν το μεθόδευσα ποτέ. Το Τέμενος, η εκδήλωση με προβολές από το έργο του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, γίνεται κάθε 4 χρόνια, κάθε δίσεκτο έτος δηλαδή, και συνειδητοποιούσα απλά ότι, δυστυχώς, και πάλι είχα χάσει την ευκαιρία, λίγες ημέρες μετά το τέλος. Αυτή τη φορά ο φίλος, κριτικός και Κρητικός Νίκος Τσαγκαράκης, που συνεχίζει ακάθεκτος το διδακτορικό του στο ελληνικό πειραματικό σινεμά, ήταν το ξυπνητήρι μου. Με τα απανωτά memo του, δεν θα μου ξέφευγε φέτος. Τελευταίο σαββατοκύριακο του Ιουνίου, εξοπλισμένος με το σκονισμένο sleeping bag των εφηβικών διακοπών, για τη βραδινή υγρασία του δάσους, ξεκίνησα για τα Λουτρά Ηραίας- κατά σύμπτωση, τόπο καταγωγής του Κώστα Γαβρά. Τα καταλύματα λιγοστά, τα δωμάτια ταπεινά, η πρόθεση γενναία, και η διάθεση ακμαία.
Ανάμεσα στις καθημερινές προβολές των ταινιών της τρέχουσας επικαιρότητας και τα διαμάντια του παγκόσμιου σινεμά που αποκαλύπτονται, όλο και σπανιότερα, στα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού, την αστική συνήθεια της Αθήνας και την συνηθισμένη διαφυγή στα νησιά των καλοκαιριών μας, την αποτίμηση των Ελλήνων σκηνοθετών και την θέση τους στον διεθνή αφηγηματικό κινηματογράφο, ορθώνεται ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, ψηλά στην πατρογονική Λυσσαρέα, μιας Αρκαδίας που δεν έχασε ποτέ πραγματικά αλλά βρήκε μια για πάντα μετά τον θάνατό του- μοναχική και μοναδική περίπτωση αυτού που γενικά ονομάζουμε avant-garde cinema, σε ένα τριήμερο που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε κοντινές διακοπές, εκπαιδευτική διαδρομή και επίσκεψη σε υπαίθρια, pop-up εκκλησία.
Οι κλεφτές μου ματιές στο έργο του Μπράκατζ, του Γουόρχολ ή των Μέκας, δεν συγκρίνονται με αυτήν την ολοκληρωμένη εμπειρία, ακόμη κι αν το αδιαπέραστο στιλ της αφήγησης του Μαρκόπουλος δεν επιτρέπει κοφτές κρίσεις, το κομφόρ της γρήγορης αφομοίωσης και το μαξιλαράκι του οικείου σινεμά.
Τα βιογραφικά στοιχεία του είναι λίγο-πολύ γνωστά. Κανείς ωστόσο δε μπορεί να έχει άποψη του έργου του αν δεν αποκτήσει την επιτόπια εμπειρία που βιώνεται κάθε 4 χρόνια, σε ένα ξέφωτο, διακριτικά ξεχορταριασμένο και ευτυχώς «ξεφιδιασμένο» για το τριήμερο, μισή ώρα ποδαρόδρομο από το χωριό. Το έργο του δεν απαντάται στο internet, προβάλλεται αυστηρά σε φιλμ και αποκλειστικά στη Λυσσαρέα, μπροστά σε προσκυνητές- επισκέπτες κυριολεκτικά από όλον τον κόσμο, φοιτητές κινηματογραφικών σχολών, λίγους, πολύ λίγους φιλομαθείς περίοικους, τον αθηναϊκό αγέλαστο κόσμο της πρωτοπορίας, που λέει χαριτολογώντας ο Τζούμας, με μεσήλικες που κοιτάζουν βλοσυρά κι ελαφρώς επιτιμητικά, αλλά και αυθεντικούς σινεφίλ, που μάλιστα συζητούσαν πίσω μου για την πρεμιέρα του Athens Open Air, που θα προλάβαιναν στο τσακ αμέσως μετά το τριήμερο, ως σύγχρονοι σινε-περιηγητές. Κάθε φορά που διάβαζα για το Τέμενος (η εκδήλωση με προβολές από το ολοκληρωμένο έργο του Μαρκόπουλος, που ονομάζεται Ενιαίος), είχε μόλις τελειώσει και έπρεπε να περιμένω άλλα 4 χρόνια για το επόμενο δίσεκτο έτος, που, παρεμπιπτόντως, δεν έχει καμιά συμβολική σηματοδότηση, πέρα από την δυσκολία εξεύρεσης πόρων, που επιβάλλει την αραιή συχνότητα, αν και δεν είναι τυχαίος ο συσχετισμός της γεωγραφικής τοποθέτησης με την ουτοπική Αρκαδία που ύμνησαν οι παστοραλιστές της χρυσής εποχής- το ορεινό κρησφύγετο των άγριων ευγενών και της άπιαστης αρμονίας.
Ο τρόπος που έχει μονταριστεί ο Ενιαίος, από τον ίδιο τον Μαρκόπουλο, ο οποίος δεν έζησε για το δει να προβάλλεται σύμφωνα με τις επιθυμίες του, και τον συνεργάτη και σύντροφο, Robert Beavers, χαρακτηρίζεται αμετάκλητα από την αποκλειστική χρήση, συνήθως μονών, σπανίως μερικών (διάρκειας το πολύ πέντε δευτερολέπτων) καρέ με κινηματογραφημένο περιεχόμενο και την παρεμβολή λευκών και μαύρων καρέ, που διακόπτουν την συνεχή ροή των εικόνων. Παλιότερα φιλμ του Μαρκόπουλος, τιτλοφορημένα και συνεχούς ροής, αν και πάντα πειραματικά, επαναπροσδιορίστηκαν από την τεχνική αυτή, η θεωρία της οποίας παρουσιάζεται αναλυτικά από τον ίδιο τον δημιουργό στο βιβλίο του «Βουστροφηδόν» (Εκδόσεις Άγρα). Πίσω από τη διανοητική αυτή, μονταζιακή κατασκευή, επιδιώκεται η συμμετοχή του θεατή, μια ασυνήθιστη διάδραση που θα του επιτρέψει να σκεφτεί αυτό που μόλις είδε, ή θα του προκαλέσει μια visceral αντίδραση, υποσυνείδητα, με την μικρή ή μεγάλη απόσταση του χρόνου. Σε μένα έπιασε το τρικ: τα λαμπερά ή μελανά διαλείμματα κυμαινόμενης διάρκειας, ποτέ τυχαία τοποθετημένα (αν και αδύνατον, ή μάλλον μάταιο από κάποιον που δεν είναι γνώστης και αναλυτής αυτού του magnum opus, να εντοπίσει πάντα την πρόθεση πίσω από τη συγκεκριμένη θέση τους), βάθυναν, επέτειναν, ζάλισαν, υπέβαλαν, ως και κοίμισαν, ποτέ ωστόσο δεν γλίστρησαν στην αδιαφορία. Στα πορτρέτα καλλιτεχνών, ή ανθρώπων που απλώς ενδιέφεραν τον Μαρκόπουλο, όπως η χήρα του Καντίνσκι, η τεχνική αυτή λειτούργησε ιδιαιτέρως πολυδιάστατα: για παράδειγμα, ο Γιάννης Τσαρούχης, χαλαρά καθισμένος σε μια καρέκλα, και μόνο σε αυτήν την πόζα, στοιχήθηκε με τα έργα του. Χωρίς να ακούμε την χαρακτηριστική του φωνή, που από ένα σημείο κι έπειτα, και ο ίδιος πρότεινε ως εξεζητημένο όχημα της επικοινωνιακής τακτικής του, βλέπαμε λεπτομέρειες, χέρια, λαιμό, ρούχα, σε μια εναλλακτική πρόταση αυτοπροσωπογραφίας, που δεν ατενίζει τον νοητό καθρέφτη του καλλιτέχνη, αλλά ερευνά τον χαρακτήρα, συλλαμβάνοντας την στιγμή. Ο τρόπος έκφρασης του αναθεωρημένου έργου του Μαρκόπουλος είναι καλειδοσκοπικός, παραισθητικός, με τις λευκές παρεμβολές να προκαλούν ένα στροβοσκοπικό παροξυσμό και να μετατρέπουν τις εικόνες σε στοιχειωτικό σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
Πήγα όσο έπρεπε απροετοίμαστος, ταπεινός κι απαίδευτος στο σύμπαν του πειραματικού κινηματογράφου. Οι κλεφτές μου ματιές στο έργο του Μπράκατζ, του Γουόρχολ ή των Μέκας, δεν συγκρίνονται με αυτήν την ολοκληρωμένη εμπειρία, ακόμη κι αν το αδιαπέραστο στιλ της αφήγησης του Μαρκόπουλος δεν επιτρέπει κοφτές κρίσεις, το κομφόρ της γρήγορης αφομοίωσης και το μαξιλαράκι του οικείου σινεμά. Έφυγα με την αίσθηση μιας ένεσης, την επήρεια της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω ακόμη. Ανάμεσα στις νυχτερινές προβολές στο αυτοσχέδιο τέμενος, πρόλαβα να κάνω μπάνιο στον Αλφειό ποταμό, να τρυπώσω στο απότομο φαράγγι της Νέδας για να τσαλαβουτήσω στους ολόδροσους καταρράκτες της, και κυρίως να εκπληρώσω ένα απωθημένο ετών, ν' ανέβω στον, σκεπασμένο πλέον λόγω συντήρησης που δεν λέει να τελειώσει, ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, που είχα κινηματογραφικά θαυμάσει κάποτε στη Ρόδο, στο φεστιβάλ της Λουκίας Ρικάκη, στο 8λεπτο ντοκιμαντέρ του Ζαν Ντανιέλ Πολέ, Bassai (1964), με τη στιβαρή αφήγηση του Αλεξάντρ Αστρύκ. Δέος και τιμή. Φύση και Τέχνη. Ιστορία και πολιτισμός. Θρησκεία και μυθοπλασία, τόσο κοντά. Όπως είχε γράψει κι ο Όσκαρ Ουάϊλντ στο The Critic as an Artist, «ναι, ονειρεύομαι, γιατί ονειροπόλος είναι αυτός που βρίσκει το δρόμο του στο φως του φεγγαριού και η μόνη τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πριν τους υπόλοιπους».