Όλοι είχαμε έναν συμμαθητή που, όπως λέμε, τα έπαιρνε γρήγορα, ήταν ξύπνιος, με αντίληψη και περιέργεια, αλάνι και άσος, ξεσηκωτικός και εμπνευστικός, πρώτος στην παρέα και σίγουρα μπήκε στη σχολή που τον ενδιέφερε περισσότερο – αν και υπήρχε μια πιθανότητα να τα παρατήσει γρήγορα για να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Όλοι μας είχαμε μια κρυφή ανησυχία μήπως αυτός ο συμμαθητής που βαριέται γρήγορα και είναι μες στα κόλπα την πατούσε από την αλαζονεία και τη σιγουριά του, μια φιλαρέσκεια για την (υπο)γραφή του εφευρήματος που θα άφηνε τους πάντες με ανοιχτό το στόμα.
Ο Ρούμπεν Έστλουντ επιθυμεί διακαώς να μας αρπάξει απ’ τον λαιμό με το «καλημέρα». Το έκανε με τις τρομερές εναρκτήριες σεκάνς του, τη χιονοστιβάδα της οικογενειακής ισορροπίας στο «Ανωτέρα Βία» και την κλοπή του κινητού στο «Τετράγωνο». Το επιχειρεί και στο «Τρίγωνο της Θλίψης», αλλά πιο έντεχνα, με έναν έμμεσο, εισαγωγικό τρόπο, περισσότερο για να μας οδηγήσει πιο ελκυστικά στην αρένα με τους μονομάχους του.
Άλλωστε, η ομορφιά είναι το θέμα ή τουλάχιστον ένα από τα θέματα της σάτιρας με τον τίτλο «Το Τρίγωνο της Θλίψης», δηλαδή το σημάδι που δημιουργείται με την ηλικία ανάμεσα στα φρύδια, αμάρτημα για τη δικτατορία της τελειότητας που είναι στη μόδα.
Θα γελάσετε, θα δυσφορήσετε, θα προβληματιστείτε, αλλά νομίζω πως θα κουραστείτε. Είναι πολύ πιθανό, αρκετά πριν από το φινάλε, να αναφωνήσετε, «έλεος, το καταλάβαμε, πόσο ακόμη…».
Ο πρωταγωνιστής (ο Άγγλος Χάρις Ντίκινσον, εξαιρετικός στο «Beach Rats», άγκυρα ψυχραιμίας στο traffic του πολυπληθούς καστ) είναι ένα 25χρονο μοντέλο ονόματι Καρλ στα όρια της απόσυρσης (μάλιστα ένας casting director ψιθυρίζει πως ίσως χρειάζεται μπότοξ!) και με τη φίλη του τη Γιάγια (η Νοτιοαφρικανή Σάρλμπι Ντιν), επίσης μοντέλο, επιτυχημένο και επιδραστικό, σαλπάρουν με τη γνωστή θαλαμηγό Χριστίνα, αφού πρώτα έχουν τσακωθεί άσχημα για το ποιος πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό στο εστιατόριο.
Στο γιοτ έχουν μαζευτεί μέλη μιας άτυπης τάξης ετερόκλητων πλούσιων, από παλιά τζάκια μέχρι έναν Ρώσο ολιγάρχη λιπασμάτων, αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά του σκατού», με τη σύζυγο και τη μετρέσα του.
Η Γιάγια ποστάρει μακαρονάδες που δεν τρώει καν, για τσάμπα ανταλλακτικό influencing, ο Καρλ ενοχλείται με την παρουσία γυμνόστηθου αρρενωπού Έλληνα λοστρόμου και λούζεται με βραχύβιες ενοχές μετά τη συνοπτικών διαδικασιών απόλυσή του, μια πλουσία απαιτεί από το προσωπικό να βουτήξει για να διασκεδάσει, ένα ευυπόληπτο γηραιό ζευγάρι πιάνει κουβεντούλα για τις εκρηκτικές εφευρέσεις που του απέφεραν εκατομμύρια – αυτές και άλλες ιλαρές βινιέτες συνθέτουν μια βόλτα με κακό ξεμπέρδεμα.
Μέχρι εδώ η ταινία χτίζει έναν μηχανισμό ύπουλο και βραδυφλεγή, και ενώ περιμένουμε πως ο Έστλουντ θα πυροβολήσει, δεν είμαστε σίγουροι αν τα σκάγια θα βρουν και τον ίδιο. Η κρουαζιέρα (και η νηνεμία) θα έχουν μια πολύ ατυχή εξέλιξη: μετά από μυστηριώδη επίθεση, το σκάφος ανατινάζεται με αποτέλεσμα το ζευγάρι των influencers, ο Ρώσος, η γεμάτη ενέργεια καμαρώτος, μια κυρία που έχει υποστεί εγκεφαλικό, λέει μόνο μια φράση και αντιμετωπίζει σοβαρά κινητικά προβλήματα, ένας Δανός που μόλις έχει θησαυρίσει πουλώντας πανάκριβα την εταιρεία του και ένας ακόμη νέος άνδρας να ναυαγήσουν.
Στο νησί (που στην ουσία είναι η Χιλιαδού στην Εύβοια) καταφθάνει η Φιλιππινέζα καθαρίστρια των αποχωρητηρίων του γιοτ (Ντόλι ντε Λεόν) μέσα στη σωστική κλειστή λέμβο. Μοιάζει με θαύμα, γιατί έχει προμήθειες, από μπουκαλάκια Evian μέχρι τσιπς, και κυρίως ξέρει να ψαρεύει και να ανάβει φωτιά – οι υπόλοιποι δεν είναι ικανοί ούτε αναμμένη να την κρατήσουν.
Ω της έκπληξης, η υπηρέτρια δεν είναι καθόλου πρόθυμη να υπηρετήσει τους ανίσχυρους αφεντάδες. Ζητά και παίρνει ισότιμη μεταχείριση, οργανώνει το γκρουπάκι και απαιτεί τον όμορφο για ιδιοχρησία, προσκαλώντας τον κάτω από τη σκέπη της ακάτου, που από αποθήκη μεταμορφώνεται σε ερωτική φωλίτσα. Το Μοντέλο και η Υπηρέτρια, κατά το Η Κυρία και ο Ναύτης της Βερτμίλερ, σε μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή.
Το νεαρό ζευγάρι Καρλ/Γιάγια, που στην αρχή φιλονίκησε με πολυτελές περιτύλιγμα, πλέον δοκιμάζεται χωρίς μακιγιάζ και κινητά, και οι αντοχές των υπολοίπων φτάνουν στα ανθρώπινα όρια.
Το πρώτο, και ανάποδο ερώτημα, είναι γιατί το «Τρίγωνο της Θλίψης» ανέτρεψε τα προγνωστικά και κατέκτησε τον Χρυσό Φοίνικα, με τον Έστλουντ να μπαίνει στο κλαμπ των ολίγων μόλις εννέα σκηνοθετών, μαζί με τον Κόπολα, τους Νταρντέν, τον Κουστουρίτσα, τον Σιόμπεργκ, τον Ιμαμούρα, τον Όγκουστ, τον Λόουτς και τον Χάνεκε, που έχουν ντουμπλάρει το κορυφαίο βραβείο της κορυφαίας κινηματογραφικής διοργάνωσης στον πλανήτη.
Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στο μεσαίο κομμάτι του έργου, που είναι και η αχίλλειος πτέρνα του. Μέσα στο πλεούμενο καμάρι του Ωνάση η σύναξη των επιβατών εξελίσσεται σε μια φαρσική τραγικωμωδία που θέλει να απηχεί την υπονόμευση του μπουνιουελικού πνεύματος και φλερτάρει έντονα με τους Μόντι Πάιθον, με αποκορύφωμα ένα εμετικό (κυριολεκτικά) ντελίριο που στόχο έχει να ξετινάξει τη μεγαλοαστική τάξη.
Καταλύτες της αποσύνθεσης μιας τυπικής τσάρκας της επιθετικά idle class είναι ο κακός καιρός, που οδηγεί σε ναυτία, και η κονταρομαχία μεταξύ του Ρώσου «βασιλιά» Ντιμίτρι και του αγοραφοβικού, αλκοολικού καπετάνιου Τόμας Σμιθ που υποδύεται ο Γούντι Χάρελσον.
Ένας Αμερικανός κομμουνιστής και ένας Ρώσος καπιταλιστής διασταυρώνονται πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης, ανταλλάσσοντας τσιτάτα περί πλούτου και ισονομίας εν μέσω της τρικυμίας με προφανείς και συχνά χονδροειδείς συμπαραδηλώσεις σε ένα κεφάλαιο-σάντουιτς που κάνει κατάχρηση της τοποθέτησής του μέσα στην ταινία και παρατείνεται ad nauseam, σε πείσμα του ρυθμού.
Ο Έστλουντ δείχνει αυτοπεποίθηση που σπάνια συναντάμε σε άλλους κινηματογραφιστές, μια έλλειψη οικονομίας που σίγουρα είναι ηθελημένη και υπολογισμένη και που, γνωρίζοντάς τον πλέον από τις προηγούμενες δημιουργίες του, στοχεύει στο ξεβόλεμα των θεατών διά της επιτήδευσης. Απεναντίας, η πίστη στο υλικό και στο τέμπο του φαντάζουν μεγαλύτερες από ποτέ.
Υπάρχουν σκηνές και ιδέες του «Τριγώνου της Θλίψης» που δεν στέκουν (η αποκάλυψή τους θα συνιστούσε spoiler) μέσα στη θαλαμηγό αλλά και αργότερα, στην παραλία της επιβίωσης, και συναγωνίζονται τις πάντα εύστοχες παρατηρήσεις του Σουηδού για τη διαφορά φάσης των προθέσεων από τις συμπεριφορές, το ξεσκέπασμα της μοχθηρίας σε ακραία φαινόμενα, όπως είδαμε άλλωστε στην «Ανωτέρα Βία» αλλά και στο «Τετράγωνο», τον προηγούμενο Χρυσό του Φοίνικα από το 2017.
Ωστόσο, η εκδίκηση του χρόνια καταφρονεμένου έναντι του προνομιούχου υποκριτή αποτελεί έναν πρώτης τάξης πειρασμό για μεγάλο βραβείο και το Φεστιβάλ Καννών, του Γάλλου ηθοποιού Βενσάν Λεντόν προεδρεύοντος και με μέλη σκηνοθέτες όπως ο Τζεφ Νίκολς και ο Ασγκάρ Φαρχαντί, δεν αντιστάθηκε στην πρότασή του, ξεπερνώντας, όπως αποδείχθηκε, ενδεχόμενες αντιρρήσεις για το δραματουργικό «κράτημα» της αγαπημένης τους για φέτος ταινίας.
Το βασικό θέμα παραμένει αν το «Τρίγωνο της Θλίψης» είναι μια καλή ταινία. Αυτό είναι ζήτημα ειδικού γούστου. Ο Έστλουντ δεν προσυπογράφει ελιτίστικο σινεμά. Αν και δεν κάνει «είδος», επιλέγει το μπαμ, από το ξεκίνημα κιόλας, και επαναφέρει ρήξεις με την πλοκή για να κρατά το ενδιαφέρον όταν μακρηγορεί ή φλυαρεί, στην ανατροπή της αρχικής του επιδίωξης – διότι ενώ το «Τρίγωνο» περιγελά τη δικτατορία της ομορφιάς, περνά σταδιακά στο τσίρκο των τάξεων και επιτίθεται στην υποκρισία των σχέσεων και το εξιδανικευμένο ψέμα της συμπόνιας.
Κι ενώ σαφώς πλατειάζει σεναριακά και σκηνοθετικά, ο Έστλουντ πατάει τα κουμπιά της σάτιρας όλο και πιο δυνατά κι εμείς τον φανταζόμαστε να μειδιά μονολογώντας, «τώρα θα δείτε τι σας ετοιμάζω». Θα γελάσετε, θα δυσφορήσετε, θα προβληματιστείτε, αλλά νομίζω πως θα κουραστείτε. Είναι πολύ πιθανό, αρκετά πριν από το φινάλε, ν’ αναφωνήσετε, «έλεος, το καταλάβαμε, πόσο ακόμη…».
Ε, λοιπόν, έχει κι άλλο! Ο Έστλουντ ανακοίνωσε πως η διάρκεια της κόπιας που είδαμε στις Κάννες δεν είναι η οριστική και δεν τον αντιπροσωπεύει απόλυτα, γι’ αυτό και είναι σχεδόν βέβαιο πως θα προσθέσει, όπως δήλωσε, τουλάχιστον άλλο ένα ημίωρο στα 149 λεπτά που γνωρίζουμε. Με την προσθήκη σκηνών ή την επιμήκυνση των υπαρχουσών ίσως διαλευκανθούν μερικές βιαστικές συνδέσεις, αν και είναι σίγουρο πως θα δοθεί έμφαση σε ένα νόημα που ήδη φαίνεται μακρύ και προβλέψιμο.