Καθώς διασχίζω την οδό Γερανίου, αυτό το μικρό και αρκετά στενό δρομάκι της περιοχής της Ομόνοιας για να συναντήσω δύο καλλιτέχνες, τον Κωνσταντίνο Λαδιανό και τον Στέφανο Φούκη aka Exakanthon, που μένουν σε έναν ψηλό όροφο ενός βιομηχανικού κτιρίου, μου έρχονται στο μυαλό εικόνες από το παρελθόν.
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, τη δεκαετία του '90, είχα περάσει αρκετές ώρες εδώ συνομιλώντας με Αφρικανούς, κυρίως από τη Νιγηρία, για τα θέματα που κάλυπτα τότε σχετικά με τους μετανάστες στην Αθήνα.
Η Γερανίου ήταν το «μαύρο» στενό. Μερικοί έμεναν εδώ, άλλοι είχαν στήσει μικρές επιχειρήσεις. Ένα κομμωτήριο για αφρικανικές κομμώσεις, μπακάλικα με «εξωτικά» προϊόντα. Θυμάμαι ακόμα μέχρι και ένα αφρικανικό εστιατόριο που υπήρχε στον δεύτερο όροφο κάποιου από τα κτίρια του δρόμου. Αν και ήταν και τότε κατά κάποιον τρόπο «γκέτο», ωστόσο θυμάμαι να νιώθω πολύ άνετα να την περπατάω.
Αυτό που αποκαλούν «σπίτι» είναι ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, διαμπερής και με μεγάλα τζαμένια παράθυρα σε όλο του το μήκος και από όλες τις πλευρές, χωρίς εσωτερικούς τοίχους και γεμάτος με ένα σωρό, εκ πρώτης όψεως, ετερόκλητα αντικείμενα. Έπιπλα, διακοσμητικά, χαλιά, φυτά αλλά και έργα τέχνης ακόμα και μια σκηνή στημένη σε μια μεριά, που όμως φαίνονται να ταιριάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
Με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του στενού άλλαξε γιατί τα πράγματα αγρίεψαν και δημιουργήθηκε μια αρρωστημένη κατάσταση: ένα σκλαβοπάζαρο για τους μετανάστες και τις γυναίκες που εκδίδονταν και παράδεισος για εμπόρους ναρκωτικών και διακινητές λαθραίων. Φόβος και τρόμος για τους περαστικούς. Ούτε που το σκεφτόσουν να διασχίσεις τον δρόμο ακόμα και μέρα μεσημέρι. Δεν ξαναπέρασα από τη Γερανίου.
Σήμερα τα πράγματα φαίνονται να έχουν επανέλθει σε μια σχετική κανονικότητα. Το στενό συγκεντρώνει και πάλι μετανάστες, κυρίως από το Μπανγκλαντές αυτή τη φορά. Μικρά ισόγεια μαγαζάκια, κάποιοι μαγειρεύουν σε αυτοσχέδιες κουζίνες τα φαγητά του τόπου τους και πουλάνε φθηνά ρούχα από την Ασία.
Ακολουθώντας τις οδηγίες μπαίνω μέσα σε ένα παμπάλαιο, επαγγελματικό ασανσέρ και ανεβαίνω πάνω. Με υποδέχονται ο Κωνσταντίνος ντυμένος στα μαύρα φορώντας τις κάλτσες του, ο Στέφανος με μια μοβ κελεμπία και φούξια Birkenstock και ο λευκός τους γάτος. «Το όνομα του είναι Αγάπημου και τον έχουμε φέρει από την Ύδρα» με πληροφορούν καθώς σκύβω να χαϊδέψω το φιλικό γατί.
Αυτό που αποκαλούν «σπίτι» είναι ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, διαμπερής και με μεγάλα τζαμένια παράθυρα σε όλο του το μήκος και από όλες τις πλευρές, χωρίς εσωτερικούς τοίχους και γεμάτος με έναν σωρό, εκ πρώτης όψης, ετερόκλητα αντικείμενα. Έπιπλα, διακοσμητικά, χαλιά, φυτά αλλά και έργα τέχνης ακόμα και μια σκηνή στημένη σε μια μεριά, που όμως φαίνονται να ταιριάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
Το σπίτι βρίσκεται στην εσωτερική μεριά του κτιρίου και «κοιτάει» από παντού ακάλυπτους πολυκατοικιών, δημιουργώντας μια αίσθηση αποπροσανατολισμού για το πού ακριβώς βρίσκεσαι, ενώ από την άλλη σου χαρίζει το απόλυτο αστικό τοπίο της Αθήνας με τις πολυκατοικίες και τα βιομηχανικά κτίρια που το περιβάλουν. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι δεν είσαι στην Αθήνα, ότι είσαι κάπου αλλού, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω συγκεκριμένα πού. Και έχει μια απίστευτη ησυχία, δεν ακούγεται τίποτα από τη βουή του κέντρου.
«Το σπίτι σας έχει μια αίσθηση μποέμικου, νεοϋορκέζικου λοφτ, τοποθετημένου σε ένα απροσδιόριστο αστικό τοπίο» τους λέω.
«Όταν αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην Αθήνα από το Βερολίνο, όπου ζούσαμε επί μια δεκαετία περίπου, αρχίσαμε να ψάχνουμε για σπίτι σε αυτή την περιοχή. Πριν από το Βερολίνο μέναμε στην πλατεία Εξαρχείων για πολλά χρόνια. Όμως είχαμε κουραστεί από τη φασαρία, τον κόσμο και τα γνωστά σκηνικά. Μας άρεσε αυτό το σημείο του κέντρου με την έθνικ ατμόσφαιρα, είναι μια περιοχή που δεν θυμίζει καθόλου Αθήνα. Επίσης, δεν ψάχναμε για διαμέρισμα. Είχαμε βαρεθεί τη διαρρύθμιση που έχουν τα τυπικά διαμερίσματα της Αθήνας και ψάχναμε για έναν βιομηχανικό χώρο. Τον βρήκαμε σε μια αγγελία στην εφημερίδα.
»Όταν τελικά αποφασίσαμε να το νοικιάσουμε και ήρθαμε εδώ για να το φτιάξουμε μας έπιασε τρόμος. Δεν ξέραμε πως να διαχειριστούμε έναν τόσο μεγάλο χώρο. Δεν ξέραμε πού θα κάνουμε την κουζίνα, πού το υπνοδωμάτιο. Δεν υπήρχε τίποτα απ' όλα αυτά. Ήταν ένας χώρος που στέγαζε στο παρελθόν μια βιοτεχνία. Ένας ενιαίος χώρος 140 τετραγωνικών. Το σκεφτήκαμε πολύ και τελικά ο χώρος διαμορφώθηκε (σχεδόν ) από μόνος του και κάπως χύμα. Όλα επικοινωνούν, δεν είναι κάτι φραγμένο. Ακόμα και το μπάνιο κλείνει απλά με μια κουρτίνα, ουσιαστικά την κουρτίνα της ντουζιέρας. Μόνο η τουαλέτα έχει μια πόρτα».
Ο Στέφανος συνήθως κάθεται στον καναπέ και μπροστά του έχει ένα λάπτοπ όπου επεξεργάζεται δικές του συνθέσεις πειραματικής ηλεκτρονικής μουσικής και ο Κωνσταντίνος, ακριβώς από πίσω, μπροστά από ένα μεγάλο τραπέζι εργασίας όπου έχει αραδιασμένες ένα σωρό πολύχρωμες κλωστές, υφάσματα και εργαλεία κεντήματος. Τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιεί μεταλιζέ κυρίως κλωστές για να δημιουργήσει έργα τέχνης κεντημένα στο χέρι από τον ίδιο. Πέρσι μάλιστα είχε δημιουργήσει ένα ολόκληρο αντιφαλλοκρατικό σύμπαν από γυμνά σώματα φτιαγμένα με βελόνα και κλωστή, τα οποία παρουσίασε σε μια έκθεση στην Gallery CAN που ονόμασε «Ροζ μπουντουάρ».
Μου δείχνει ένα κέντημα που φτιάχνει αυτό τον καιρό με λεπτή χρυσή κλωστή σε ένα μεγάλο μαύρο ύφασμα. Μπορώ να διακρίνω το σώμα ενός άνδρα. Οι βελονιές του είναι σαν λεπτές πινελιές πάνω στο ύφασμα. «Θέλει ακόμα αρκετή δουλειά. Όταν πυκνώσει λίγο το κέντημα θα του βάλω και τρίχες» μου λέει και χαμογελάει.
Στους τοίχους του σπιτιού υπάρχουν κι άλλα έργα του Κωνσταντίνου, κυρίως πίνακες ζωγραφικής. Το μάτι σίγουρα τραβάει ο πίνακας που εικονίζει έναν ωραίο, γυμνό, μαύρο άνδρα περιτριγυρισμένο από κάθε λογής ζώα να στέκεται κάτω από ένα ουράνιο τόξο. Το θέμα του έχει αναφορές στην ιστορία της Δημιουργίας, τον Παράδεισο και τον «πρώτο άνθρωπο». Μάλιστα ο συγκεκριμένος πίνακας έπεσε θύμα λογοκρισίας σε κάποιο ελληνικό μουσείο το οποίο δεν δέχτηκε να κρεμάσει ένα έργο με «μαύρο πρωτόπλαστο».
Είναι μεσημέρι και αυτή την ώρα δεσμίδες φωτός πέφτουν διαγώνια μέσα στον χώρο, φωτίζοντας «επιλεκτικά» διάφορα σημεία του σπιτιού: ένα από τα πολλά και διαφορετικά καθίσματα της τραπεζαρίας, ένα τυχαίο σημείο στο μωσαϊκό του δαπέδου, ένα λιοντάρι που γλύφει τα γεννητικά του όργανα, μια επιγραφή «Επίκαιρα».
«Τα περισσότερα από τα έπιπλα και τα αντικείμενα του σπιτιού τα έχουμε βρει πεταμένα στο δρόμο. Την επιγραφή του καφεκοπτείου τη βρήκαμε εδώ από κάτω στο στενό μας, το πράσινο καναπεδάκι με το τραπέζι στη μέση το βρήκαμε κάτω από το παλιό μας σπίτι στα Εξάρχεια. Πετάχτηκε από ένα παλιό κομμωτήριο και μας ρωτάνε όλοι πού το βρήκαμε. Καμιά φορά λέμε ότι δεν βρίσκουμε εμείς τα πράγματα αλλά εκείνα μας βρίσκουν. Με τα χρόνια αποκτάς και μάτι».
«Και τα φυτά τυχαία τα βρίσκετε στο δρόμο;» τους ρωτάω. «Τον φίκο τον πήραμε, σε αυτό το μέγεθος που βλέπεις, από το παζάρι του Ελαιώνα για είκοσι ευρώ. Είναι κι αυτός μεταχειρισμένος λοιπόν. Ήταν κατάμαυρος από τη σκόνη, μάλλον θα ήταν σε κάποιο μπαλκόνι παρατημένος. Τον περιποιηθήκαμε και τώρα είναι μια χαρά. Τα παχύφυτα και τους κάκτους τους έχουμε φέρει από την Ύδρα».
Το σαλόνι του σπιτιού είναι όλο στημένο πάνω σε παλέτες. «Τον πρώτο χειμώνα που μείναμε εδώ έκανε πάρα πολύ κρύο και τις βάλαμε αναγκαστικά για να είναι λίγο πιο ζεστός ο χώρος πάνω στον οποίο καθόμαστε. Ξέρεις, το μωσαϊκό κρατάει πολύ το κρύο. Γι' αυτό και στρώσαμε όλα αυτά τα χαλιά, για να κόψουμε το κρύο».
Όλως περιέργως η σκηνή κάμπινγκ που βρίσκεται σε μια μεριά δεν αποτελεί καθόλου παραφωνία στον χώρο. «Είναι το guest room μας» μου λένε γελώντας. «Έχουμε φιλοξενήσει πολλούς φίλους εδώ».
Το υπνοδωμάτιο διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο χώρο με έναν μικρό κομμάτι τοίχου και κομμάτια υφασμάτων. Από τη μια μεριά υπάρχουν κρεμασμένες κελεμπίες. «Είναι από ταξίδια μας στην Αίγυπτο» μου λέει ο Κωνσταντίνος. «Αυτή εδώ όμως είναι της γιαγιάς μου από την Κωνσταντινούπολη» λέει καθώς χαϊδεύει ένα όμορφο κεντητό ένδυμα σε βαθύ βυσσινί χρώμα, ενώ λίγο μετά μου δείχνει ένα λευκό τζάκετ που έχει ζωγραφίσει η Zoë Paul, η βρετανικής καταγωγής καλλιτέχνις που ζει και εργάζεται στην Αθήνα και που εκπροσωπούν οι Βreeder.
Στην άλλη μεριά υπάρχει ακόμα ένας πίνακας που εικονίζει το αλλόκοτο αλλά ευχάριστο ζωγραφικό σύμπαν του Κωνσταντίνου. Βλέπω δύο νεαρά, γυμνά αγόρια να στέκονται σε ένα ονειρικό, υδάτινο περιβάλλον. Ο ένας εκ των δύο μάλιστα κατουράει. «Είναι λόγω των πολλών νερών» μου απαντά ο Κωνσταντίνος με χιούμορ.
Μου λένε πόσο πολύ τους αρέσει η γειτονιά στην οποία ζουν εδώ και τρία χρόνια. «Εντάξει, δεν είναι η γειτονιά που θα επιλέξεις αν είσαι οικογενειάρχης με παιδιά, όμως για εμάς είναι ένας παράδεισος. Η Γερανίου είναι γεμάτη από κόσμο όλη τη μέρα μέχρι τις έντεκα περίπου το βράδυ που ερημώνει. Βέβαια, είναι πολύ κοντά το Ρομάντσο και το Spinster και όποτε κάνουν πάρτι γεμίζουν οι γύρω δρόμοι με τα εναλλακτικά παιδάκια της πόλης. Μας αρέσει αυτή ζωντάνια».
Πηγαίνουν, λέει, συχνά και τρώνε στα μαγαζιά των μεταναστών από το Μπαγκλαντές που βρίσκονται στην πλατεία Θεάτρου. «Τρώμε πάντα φακές, ρεβίθια, κοτόπουλο ψητό μαριναρισμένο σε διάφορα μπαχαρικά κι ένα απίθανο τρίχρωμο ρύζι. Και είναι πάμφθηνα. Οι δυο μας πληρώνουμε κάτω από δέκα ευρώ. Μας αρέσουν επίσης όλα αυτά τα παλιού τύπου μαγειρεία που υπάρχουν στην περιοχή. Τα Μπριζολάκια του Τέλη, το Στέκι της Θεάτρου. Επίσης, είναι πολύ κοντά και η περιοχή του Κεραμεικού. Εκεί πηγαίνουμε στους "Φίλους", έναν υπέροχο καφενέ-ταβερνείο».
Κάποιες μέρες ακούνε τον Χότζα που πρέπει να υπάρχει σε κάποιο τζαμί της περιοχής ενώ κάποιες άλλες ακούνε τους ήχους των γκόσπελ από τις αφρικανικές συναθροίσεις.
Από τα παράθυρά τους όμως μου δείχνουν πολλά από τα εγκαταλειμμένα κτίρια της περιοχής. «Είναι τόσο κρίμα να τα βλέπεις να ρημάζουν. Κι είναι μέσα στο κέντρο της πόλης! Παλιά εδώ ήταν η καρδιά της Αθηναϊκής επιχειρηματικότητας και τώρα βλέπεις τα απομεινάρια των ελληνικών βιοτεχνιών να αργοσβήνουν. Έχει αλλάξει και ο τρόπος που γίνεται το εμπόριο σήμερα. Όμως είναι κρίμα που δεν ενδιαφέρεται κανείς γι' αυτή την περιοχή. Ούτε καν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων».
Το παράπονό τους είναι επίσης πως όταν παίρνουν ταξί οι οδηγοί αρνούνται να στρίψουν στο στενό τους. «Φοβούνται λένε και όταν τους λέμε ότι εδώ είναι το σπίτι μας τούς πέφτει το σαγόνι. Δεν μπορούν να το διανοηθούν».
«Δεν νομίζω όμως ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν ζηλεύει το σπίτι σας, αν σας επισκεφθεί» τους λέω φεύγοντας. «Θα του φύγει η ζήλια αν δει τα έξοδα από την κατανάλωση ρεύματος. Δεν ξέρω πώς μπορεί να καταπολεμηθεί το πρόβλημα της ζέστης και του κρύου σε τέτοιους χώρους, διότι δεν είναι κατασκευασμένοι για να είναι σπίτια. Τώρα όμως είναι η καλύτερή του εποχή που δεν κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη».
σχόλια