Oμολογώ πως δεν είχα ακούσει για την εικαστικό Lisa Sotilis, τη «χρυσή Ελληνίδα», όπως τη λένε στο εξωτερικό. Μου μίλησε για εκείνη ένας κοινός φίλος. Η ζωή της είναι σαν ταινία: φίλη του Ιόλα, αγαπημένη του Νουρέγιεφ, μοναδική συνεργάτιδα για χρόνια του Ντε Κίρικο, μια καλλονή που όλο το Χόλιγουντ φορούσε τα μοναδικά κοσμήματά της και την αποθέωνε. Μια «διαστημική» καλλιτέχνιδα με διεθνή καριέρα και δεκάδες εκθέσεις σε γκαλερί και μουσεία σε όλο τον κόσμο. Συνεντεύξεις δίνει σπάνια γιατί, όπως μου εξήγησε, της στερούν πολύτιμο χρόνο απ’ τη δημιουργία. Τώρα όμως δέχτηκε και να μιλήσει και να δείξει για πρώτη φορά το πατρικό της εξοχικό, στο οποίο μένει όταν έρχεται στην Ελλάδα.
Η μονοκατοικία είναι κοντά στο Ίδρυμα Νιάρχος. Η πόρτα ανόγει και με υποδέχεται το φως. Η Lisa Sotilis έχει ένα χαμόγελο που εκπέμπει ενέργεια. Μου δείχνει να περάσω και αυτό που αντικρίζω δεν περιγράφεται με λέξεις. Σαν να άνοιξαν τα μάτια μου διάπλατα για να μπορέσουν να αφομοιώσουν το διαφορετικό.
Ακόμα και σήμερα σχεδιάζει ακούραστα και κατασκευάζει έπιπλα, φτιάχνει κοσμήματα και ετοιμάζεται για την έκθεσή της στο Μεξικό και μετά στη Λευκορωσία, στο Μουσείο του Σαγκάλ. Γλυπτά, design, έπιπλα, μοναδικά κοσμήματα, όλα δικά της δημιουργήματα.
Είμαι πιο έκπληκτη και απ' την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων όταν έπεσε στην τρύπα και συνάντησε τον κούνελο. Όπου κοιτάζω βλέπω την τέχνη να οργιάζει. Μεγάλα, επιβλητικά έργα, γλυπτά, τοιχογραφίες, design καρέκλες που σχεδίασε η ίδια, και έργα του Ντε Κίρικο –ναι, του Ντε Κίρικο– που τα αγγίζω και είναι σαν να συνδέομαι με το ιδανικό της ομορφιάς. Η Lisa μου λέει ότι η λέξη «άγαλμα» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα «αγάλλομαι», που σημαίνει «αισθάνομαι μεγάλη χαρά».
Πίνουμε καφέ και χαζεύω παλιές φωτογραφίες, ένα σωρό μυθικά πρόσωπα που όχι μόνο τα γνώρισε από κοντά αλλά έκανε και παρέα μαζί τους. Σε μια φωτογραφία τη βλέπω να τρώει με την Μπριζίτ Μπαρντό – η Μπριζίτ φοράει κόσμημά της.
Τη ρωτάω πώς ήταν από κοντά, με κοριτσίστικη περιέργεια. «Πολύ χαριτωμένη και τσαχπίνα, όμως η Κλαούντια Καρντινάλε ήταν το κάτι άλλο. Δεν έβγαινε τόσο καλή στις φωτογραφίες, δεν είχε φωτογένεια, αλλά ήταν μια καλλονή και η αύρα της σε μαγνήτιζε».
Μου μιλάει και σκέφτομαι ότι είναι αδύνατο να χωρέσω σε χίλιες πεντακόσιες λέξεις μια ζωή που μοιάζει με καλλιτεχνικό ορμητικό καταρράκτη – είναι τουλάχιστον για ντοκιμαντέρ. Μεγάλωσε στην Αθήνα και κρατάει από αριστοκρατική οικογένεια.
Θυμάται τον εαυτό της πάντα να ζωγραφίζει. Έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση όταν ήταν κοριτσάκι ακόμα, στην Ιταλία – οι κριτικές ήταν θερμές. Αυτή η έκθεση βραβεύτηκε και την κάλεσαν σε μουσείο στο Βερολίνο, μάλιστα ο περιβόητος δόκτωρ Υanas τη χαρακτήρισε παιδί-θαύμα. Εκεί έγινε η μοιραία και καθοριστική γνωριμία της ζωής της με τον Ιόλα.
«Είχε σπουδαίο μάτι. Και με ανέλαβε με συμβόλαιο αποκλειστικότητας. Ήταν ήδη ισχυρός όταν τον γνώρισα. Είχε μαζέψει με τη διορατικότητά του τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα. Και ενώ ήμουν πιτσιρίκα, με σύστησε σε όλους αυτούς τους “γίγαντες”. Εκείνοι αμέσως με αγάπησαν και με έβαλαν στη ζωή τους. Έτσι “φορμαρίστηκα” δίπλα σε αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Αργότερα στα μουσεία όλου του κόσμου με έλεγαν “χρυσή Ελληνίδα”. Δεν με ξεχώρισαν ούτε για τα όμορφα μαλλιά μου ούτε για το χαμόγελό μου, αλλά για τον χαρακτήρα μου. Έβλεπαν την τόλμη μου, ότι δεν φοβάμαι τίποτα. Ποτέ δεν φοβήθηκα. Ο Ιόλας ήταν σαν προστάτης και άγγελος των καλλιτεχνών. Έχω ακόμα το γράμμα του Jean Tinguely που γράφει ότι αν δεν είχαμε τον Ιόλα, δεν θα είχαμε να φάμε οι καλλιτέχνες, θα είχαμε πεινάσει. Παπούτσια έκανε ο Γουόρχολ πριν τον βρει ο Ιόλας. Τι άλλο να πούμε;» Δεν βρήκε, όμως, τη θέση που της άξιζε η συλλογή του στην Ελλάδα, της λέω, και είναι σαν να ρίχνω λάδι στη φωτιά.
«Μη μιλάμε για την καταστροφική παρεξήγηση που στέρησε απ' την Ελλάδα τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τη μεγαλύτερη συλλογή του κόσμου. Θα ήταν όλα εδώ, στον τόπο μας. Τώρα σκόρπισαν, εκλάπησαν και ρημάχτηκαν, έτσι, αισχρά. Αυτοί είμαστε όμως. Τίποτε απ' όσα είπαν για τον Ιόλα δεν ισχύει. Φρικτά ψεύδη. Παρέβλεψαν το μεγαλείο του».
Τη Lisa τη μεγάλωσε κυρίως ο παππούς Ναπολέων, που ήταν ήρωας του πολέμου, ο Αήττητος της Έβδομης Μεραρχίας. Ήταν ωραίος άνθρωπος· την άφησε να ανθήσει και να αναπτύξει την προσωπικότητά της χωρίς περιορισμούς αλλά με «ακροβατικά» που της έμαθε. Την ακολουθήσαμε στον επάνω όροφο, όπου είναι το ατελιέ της. Δεν αφήνει άνθρωπο να μπει εδώ, είναι κάτι σαν το καλλιτεχνικό της άβατο, αλλά μας συμπάθησε και έκανε αυτή την εξαίρεση. Μπαίνουμε σε έναν μεγάλο, φωτεινό χώρο και νιώθω σαν να έχω πάρει παραισθησιογόνα μανιτάρια. Μοιάζει ο χώρος σαν χαμένος παράδεισος, σαν ουτοπική Εδέμ. Σ' αυτό το δωμάτιο ο χρόνος έχει σταματήσει, έχει ξεκινήσει πάλι, και έχει τρέξει και μπροστά.
Για την ακρίβεια, η έννοια του χρόνου έχει χαθεί σε αυτό το δωμάτιο. Με τον Πάρι, τον φωτογράφο, κοιταζόμαστε έκπληκτοι. Μου ψιθυρίζει «δεν υπάρχει αυτό» και φωτογραφίζει εντυπωσιασμένος. Αριστοκρατικά έπιπλα του περασμένου αιώνα, τέχνη και υπέρβαση. Παρατηρώ μια φωτογραφία της ίδιας, πορτρέτο που της τράβηξε ο Άντι Γουόρχολ. Τη ρωτάω ποιο είναι το πρώτο πράγμα που της έρχεται στο μυαλό από τον Γουόρχολ.
«Ο Άντι είχε ένα μαγνητόφωνο ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το 24ωρο. Αναζητούσε τον θόρυβο. Ήθελε πάντα να ακούει ομιλίες, συζητήσεις, τον θόρυβο απ' τα αυτοκίνητα, τα τραμ, τις σειρήνες της πόλης. Ο θόρυβος του έδινε έμπνευση. Ο Ιόλας σκόπευε να κάνουμε ένα μεγάλο πρότζεκ στην Ιαπωνία. Ο Άντι θα μου έβγαζε φωτογραφίες και πάνω στις φωτογραφίες θα βάζαμε τα κοσμήματά μου. Μου είχε βγάλει αυτά τα μεγάλα πορτρέτα στο Factory, αλλά, δυστυχώς, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή. Ίσως το συνεχίσω μόνη μου αυτό το πρότζεκτ. Είναι στα μελλοντικά μου σχέδια».
Κοιτάω και τα 'χω λίγο χαμένα απ' τις πολλές πληροφορίες. Άραγε τα μάτια μπορούν να απορροφήσουν όλη την ομορφιά ή μόνο ένα τμήμα της; Βρίσκει τυχαία, κάτω από χαρτιά, μια φωτογραφία όπου φιλιέται στο στόμα με τον Νουρέγιεφ. Μου τη δείχνει.
«Στην Ισπανία γνωριστήκαμε, το 1969. Δεν το έχω καθόλου με τις ημερομηνίες, αλλά θυμάμαι ότι γίνονταν ταραχές στο Παρίσι. Μέναμε τυχαία στο ίδιο ξενοδοχείο και πέφταμε συνέχεια ο ένας πάνω στον άλλο. Είχα μια ατομική έκθεση, τον κάλεσα και ήρθε και την είδε. Οι καλλιτέχνες γρήγορα ερχόμαστε κοντά. Θυμάμαι, ένα βράδυ γύρισα αργά στο ξενοδοχείο και τον βρήκα να κάθεται μόνος του στο μπαρ με ένα μπουκάλι βότκα. Εκείνη την εποχή έπινε μόνο βότκα, μετά το γύρισε στη σαμπάνια. Αλλά τον θυμάμαι καλά με την μποτίλια για παρέα. Εγώ μόλις είχα δει την παράστασή του και άρχισα να του λέω πόσο μαγικός ήταν στη σκηνή. Μου απάντησε “what a wonderful shit”. Ήταν τόσο τελειομανής. Τον βασάνιζε εκείνο τον καιρό μια ψύξη και ενώ όταν ήταν στη σκηνή ήταν πάντοτε λες και ο Θεός τον φτέρωνε και δεν πατούσε στη γη, εκείνος δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
Εκείνο το βράδυ, με τις εκμυστηρεύσεις μας, ήταν σαν σφραγίζαμε μια βαθιά φιλία. Έπειτα τον συναντούσα στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη. Ταξιδεύαμε διαρκώς. Εγώ είχα έδρα το Μιλάνο, εκεί ζούσα με τον σύζυγό μου – έμενε μαζί μας όλο τον Σεπτέμβριο. Έπαιζε με τα σκυλάκια και τα γατάκια μου, έβαζε παντόφλες και ξεκουραζόταν. Αυτό του έλειπε, η οικογενειακή θαλπωρή. Αν είχε όρεξη, καθόταν στο πιάνο και μας έπαιζε μουσική ή μεταμφιεζόταν κι έπαιζε σαν παιδί. Μια φορά είχε ντυθεί Σαλώμη με τα κοσμήματα τα δικά μου. Απίστευτες βραδιές».
Μου λέει ότι το σαλόνι της στο Μιλάνο ήταν διεθνές. Βραδιές με τον Ιόλα, τον Νουρέγιεφ, τον Ντε Κίρικο, τον Ρενέ Μαγκρίτ και όλη την αφρόκρεμα της διανόησης.
Ο «Ρούντι», όπως τον αποκαλούσε, όταν ήταν στο νοσοκομείο φορούσε το βραχιόλι που είχε σχεδιάσει για εκείνον η Lisa και όταν πήγε να του το βγαλει μια νοσοκόμα, καθώς δεν μπορούσε να μιλήσει, μούγκρισε, για να την εμποδίσει – τέτοιο ήταν το δέσιμό τους. Αυτή είναι και η τελευταία εικόνα που έχει από εκείνον. Την επόμενη μέρα πέθανε. «Κι εγώ φοράω ακόμα το κασκέτο του» μου λέει και μου του δείχνει.
Αργότερα έφτιαξε τρία μπούντζινα αγάλματα «Rudy Rudolf», όλα αφιερωμένα σ’ εκείνον, που ανήκουν σε συλλέκτες σε όλο τον κόσμο. Μου δείχνει ένα σε φωτογραφία, βλέπω την πλάτη και τα σμιλεμένα οπίσθια, και μου ξεφεύγει ένα «ουάου». Θα το φτιάξει και ολόχρυσο.
Κατεβαίνουμε πάλι στο ισόγειο, εκεί όπου βρίσκεται το ογκώδες και επιβλητικό έργο του Ντε Κίρικο με τίτλο «Οι μεγάλοι αρχαιολόγοι», το μόνο που δεν έχει χυτευθεί. Η Lisa το είχε δανείσει για χρόνια στην Εθνική Πινακοθήκη και σε μουσεία της Ιταλίας.
«Ο Ντε Κίρικο ήταν τόσο εγωκεντρικός και τελειομανής. Όλοι οι καλλιτέχνες πασαλειβόμαστε με χρώματα, εκείνος όμως όχι. Είχε τα χέρια του πάντα περιποιημένα με τέλειο μανικιούρ. Τα έφτιαχνε όλα με ζήλο αλλά και με προσοχή, φρόντιζε να μη λερώνεται πότε». Τις καρέκλες της και τα design έπιπλά της θα τα ζήλευε, της λέω, και ο Νταλί.
«Ο Νταλί ήθελε να συνεργαστούμε, αλλά ήταν πολύ αρχή της καριέρας μου, δεν ήθελα να νομίζουν όλοι ότι διάλεξε την πιτσιρίκα και να με συνδέσουν μαζί του για λάθος λόγους. Ήταν κακό το timing. Θα ήταν σπουδαίο να είχαμε συνεργαστεί καλλιτεχνικά».
Η Lisa, ακόμα και σήμερα, σχεδιάζει διαρκώς και κατασκευάζει έπιπλα, φτιάχνει κοσμήματα και ετοιμάζεται για την έκθεσή της στο Μεξικό και μετά στη Λευκορωσία, στο Μουσείο του Σαγκάλ. Γλυπτά, design, έπιπλα, μοναδικά κοσμήματα, όλα δημιουργήματα δικά της. Τη βλέπω έτσι αεικίνητη και αναρωτιέμαι από πού πηγάζει αυτή η ασίγαστη όρεξη και ενέργεια. Είναι Φεβρουάριος, σχετικά κρύα μέρα και δεν φοράει κάλτσες. Ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες σαν έφηβη.
Μου μιλάει για την έμπνευση. «Δεν με περιορίζει κάτι. Δεν με νοιάζει ο χρόνος, δεν σκέφτομαι με ηλικίες και δεκαετίες. Όταν με ρωτάνε “πότε έγινε αυτό ή το άλλο” είναι το χειρότερό μου, γιατί δεν θυμάμαι. Δεν τον μετράω έτσι τον χρόνο. Είμαι υπερβατική».
Ποζάρει δίπλα στα έργα της με έμπειρο τρόπο και φλερτάρει με τον φακό. Τυλίγει ένα παντελόνι γύρω της σαν μαντίλι, το διάλεξε, λέει, για τα χρώματα. «Με έλεγαν “χρυσή Ελληνίδα” στο εξωτερικό και για μένα ήταν ό,τι πιο τιμητικό, γιατί η Ελλάδα είναι ευλογημένος τόπος». Η Lisa Sotilis έζησε μεγάλο μέρος της ζωής της στο Μιλάνο, όπου είναι ακόμα το σπίτι της, αλλά ταξίδευε συνέχεια κι έτσι έχει μείνει σε πολλά σπίτια σε όλο τον κόσμο. Θυμάται ότι κάποτε ο Έλληνας πρέσβης στο Μεξικό, Πέτρος Παναγιωτόπουλος, της παραχώρησε την κουζίνα και τους βοηθητικούς χώρους της πρεσβείας κι εκείνη τους έκανε ατελιέ.
«Ήταν σουρεαλιστικό το να είμαι εκεί. Ήταν ένα υπέροχο παλιό μοναστήρι το κτίριο της πρεσβείας, που τώρα είναι μουσείο. Έχει έργο μου, μάλιστα. Τα σπίτια μου τα κάνω φωλίτσες και μπαίνω μέσα. Δίνω στον χώρο αυτό που είμαι εγώ. Τα έργα μου έχουν ψυχή, οπότε και ο χώρος είναι σαν να ζωντανεύει. Να φανταστείς, ακόμα και στο αεροπλάνο, κατά τη διάρκεια της πτήσης, φτιάχνω κοσμήματα, πλέκω, ζωγραφίζω, έτσι δεν πλήττω ποτέ. Όσο έχεις πράγματα να κάνεις, κρατιέσαι νέος».
«Ο Φρόιντ έλεγε “να εργάζεστε και να αγαπάτε”», της θυμίζω. «Δεν ξέρω τι έλεγε ο Φρόιντ, αυτό όμως κάνω όλη μου τη ζωή: εργάζομαι και αγαπώ».
—Και τι θα γίνει με την αγάπη, θα την πάρουμε μαζί μας όταν φύγουμε;
Την αγάπη δεν την παίρνουμε μαζί μας, γλυκιά μου. Την αγάπη τη σκορπίζουμε στο σύμπαν. Η αγάπη είναι ηλεκτρισμός.
Φεύγω μαγεμένη. Η χρυσή Ελληνίδα με θάμπωσε. Μου απαγορεύω να πω ξανά τη λέξη «βαριέμαι». Ελπίζω να την ξαναδώ στην Κέα σε ένα κομμάτι ευλογημένης γης που έχει αγοράσει για να δημιουργήσει ένα διεθνές κέντρο πολιτισμού που θα το επισκέπτονται καλλιτέχνες απ' όλο τον κόσμο. Ακούραστη Lisa, διαστημική!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.