Το σπίτι του Αλέξανδρου Ροδάκη είναι ένας θρύλος. Χτισμένο στον Μεσαγρό της Αίγινας, δείγμα της τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, ξεχωρίζει για την αισθητική του αξία και τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις του ιδιοκτήτη του τόσο στους εξωτερικούς όσο και στους εσωτερικούς του χώρους, που αποκαλύπτουν έναν δημιουργικό και ευαίσθητο άνθρωπος της γης, έναν «φυσικό άνθρωπο» που έζησε με τα οκτώ παιδιά του σε αυτό το σπίτι και μέσα στον μόχθο της αγροτικής ζωής έφτιαξε, με αγάπη και ευαισθησία, ένα σπίτι χειροποίητο, μεταπλάθοντάς το διαρκώς με τρόπο που χαρακτηρίζεται ως ζώσα αρχιτεκτονική και χρησιμοποιώντας υλικά από το γύρω φυσικό περιβάλλον, επηρεασμένος από την ομορφιά της φύσης, της λαϊκής παράδοσης και τις δοξασίες της, κάτι που αποτυπώνονται σε όλες τις λεπτομέρειές του.
Ο γεννημένος το 1854 Ροδάκης σκάλισε σε πέτρα με τα χέρια του τα σύμβολα του σπιτιού, τους προστάτες του, Τούρκους πολεμιστές, δυο κεφάλια που κοιτάνε το ένα στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση, τον αετό που συμβολίζει τη δύναμη, το ρολόι για τον χρόνο, τον χοίρο για την καλοτυχία και το φίδι για τη γνώση, ζωγράφισε παγώνια και άνθη πάνω από το τζάκι, μια ανάγλυφη βάρκα πάνω από την πόρτα, διακόσμησε με ανάγλυφα κλωνάρια και ανθισμένα κλαδιά τα ημικυκλικά πλαίσια ανοιγμάτων του σπιτιού και σκάλισε τις παλάμες του στο τζάκι του φουρνόσπιτου. Έγραψε στον τοίχο του πατητηριού «Καλήτερα ο Άνθροπος Να ήτον κρία πέτρα Παρά πού έχη στόχαξη Κε φρόνησης κε Μέτρα. Έμαθα να ζω ΑΧ 1891 ΒΑΧ».
Πρόκειται για την εικαστική ματιά ενός εκπροσώπου της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πάνω στο έργο ενός επώνυμου εκπροσώπου της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Το σπίτι του Ροδάκη είναι ποιητικό, χτισμένο με αγάπη, και από αυτό ακριβώς το συναίσθημα, το πρωτογενές και αθώο, ξεχειλίζουν τα έργα του, φτιαγμένα όχι με κόπο αλλά με την ευφορία που γεννά η δημιουργικότητα ως υψηλό πνευματικό κίνητρο που υπαγορεύει το μέτρο, την αρμονία και τον σεβασμό.
Το συγκεκριμένο σπίτι, που αντανακλά όλα αυτά με θαυμαστή σοφία και απλότητα, είναι το θέμα της έκθεσης «Το σπίτι του Ροδάκη - Προς μια συναισθηματική δόμηση» του αρχιτέκτονα Διονύση Σοτοβίκη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη» από τις 23 Σεπτεμβρίου έως τις 21 Νοεμβρίου 2021 που διοργανώνει ο ΟΠΑΝΔΑ σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου.
Αυτό το αριστούργημα αρχιτεκτονικής και σοφίας χτίστηκε στην ανατολική πλευρά του λόφου, που έχει πανοραμική θέα στο χωριό και στη βυζαντινή Παλιαχώρα, είναι ένα μοναδικό δείγμα πνευματικής κληρονομιάς και ανεπιτήδευτης λαϊκής ευαισθησίας που εξύμνησαν ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γεώργιος Κανδύλης, ο Άρης Κωνσταντινίδης και άλλοι διανοούμενοι της γενιάς του ’30, όπως ο Τζούλιο Καΐμη και ο Γιώργος Σεφέρης.
Το σπίτι συγκροτείται από λιθόκτιστους όγκους και περιλαμβάνει την κυρίως οικία, τους χώρους για τα ζώα, το φουρνόσπιτο, τον περιστεριώνα, το κοτέτσι και το πατητήρι. Χτίστηκε σε διαδοχικές χρονικές φάσεις: ο αρχικός όγκος, που περιλαμβάνει τον βασικό χώρο διημέρευσης με την εστία, το ξύλινο πατάρι και το κατώι, χτίστηκε το 1884, ενώ σταδιακά προστέθηκαν οι υπόλοιποι χώροι, με τελευταίο το πατητήρι, που ολοκληρώθηκε το 1897.
Ο Γερμανός αρχαιολόγος Adolf Furtwängler, που βρισκόταν στην Αίγινα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στον ναό της Αφαίας το 1901, ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την πολιτιστική αξία του σπιτιού. Το φωτογράφισε και έστειλε εικόνες του σπιτιού του Ροδάκη στο Μόναχο.
Η συναισθηματική τοπογραφία και η εναρμόνιση του κτίσματος με τη φύση άρχισε να ενδιαφέρει τον Δημήτρη Πικιώνη, ενώ σύντομα μίλησαν κι άλλοι γι’ αυτό, οι Siegfried Gideon, Le Corbusier, Klaus Vrieslander και Τζούλιο Καΐμη. Ο Πικιώνης ‒που λένε ότι το σπίτι του Ροδάκη άλλαξε και τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε την αρχιτεκτονική‒ δεν έγραψε κάποιο κείμενο για το σπίτι, το μελέτησε όμως με σχέδια και λεπτομερείς αποτυπώσεις που σήμερα βρίσκονται στα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Ως καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, προέτρεπε τους φοιτητές του το να μελετήσουν.
To 1934 οι Klaus Vrieslander και Τζούλιο Καΐμη επισκέπτονται το σπίτι του Ροδάκη και εκδίδουν το βιβλίο Η τέχνη του λαού - Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, που αποτελεί και την πρώτη ολοκληρωμένη γραπτή μαρτυρία γι’ αυτό, μαζί με τα σχέδια του Πικιώνη και μια σειρά φωτογραφιών. Ο αρχιτέκτονας Γιώργος Κανδύλης το επισκέπτεται αρκετές φορές, τελευταία λίγο πριν από τον θάνατο του Ροδάκη, που πέθανε μεταξύ του 1926 και του 19228, και καταγράφει την εμπειρία του στο βιβλίο του Κτίζοντας τη ζωή: Μια αρχιτεκτονική μαρτυρία της εποχής της. Ο Κανδύλης στο βιβλίο του αναφέρεται στη ζώσα αρχιτεκτονική, που περιγράφεται ως μια διαδικασία συνεχούς εξέλιξης και αρχιτεκτονικών επεμβάσεων στον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο των κτισμάτων.
Το σπίτι, που έχει γίνει θρύλος πια και μαζί του ασχολείται πλήθος αρχιτεκτόνων και μελετητών, με την πάροδο του χρόνου ρημάζει, χορταριάζει, καταστρέφεται από τα νερά της βροχής. Έναν αιώνα μετά την «ανακάλυψή» του από τον Adolf Furtwängler, το 2001, το σπίτι κηρύσσεται ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης. Το 2007, στην πρώτη Μπιενάλε της Αθήνας ο Γερμανός καλλιτέχνης Όλαφ Νικολάι, σε ένα βίντεο με τίτλο «Rodakis», παρουσιάζει το σπίτι του Ροδάκη ως αρχιτεκτονική κατασκευή που συνδέεται με μια μυθοπλασία για τη ζωή του δημιουργού του, επανασυστήνοντάς το σε μια ολόκληρη νέα γενιά μέσα από πλάνα που απηχούν τη σκέψη του δημιουργού του, ο οποίος δεν άφησε ίχνη πέρα από αυτά που σκάλισε με τα χέρια του, δημιουργώντας έναν μυθικό και μυστηριακό χώρο εννοιών.
Ο ίδιος ο δημιουργός του έλεγε ότι το σπίτι δεν είναι χτισμένο με πέτρες αλλά με ιδέες και σε αυτές το σπίτι παρουσιάζεται στην έκθεση ως αυθεντικό έργο τέχνης και υποδεικνύει αξίες που έχουν χαθεί και τις έχουμε ανάγκη, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα ιδανικό μοντέλο συγχώνευσης τέχνης και ζωής.
Ο αρχιτέκτονας Διονύσης Σοτοβίκης έχει αγοράσει το σπίτι από τους κληρονόμους της οικογένειας Ροδάκη και εδώ και χρόνια επιχειρεί να του ξαναδώσει ζωή με ευαισθησία και σεβασμό απέναντι στον αρχικό ιδιοκτήτη και στις ιδέες του. Όταν τον ρωτώ γιατί ξεκίνησε αυτό το τιτάνιο έργο της διάσωσης, μου λέει ότι αποτελεί το πιο συναισθηματικό κτίριο που ξέρει και ότι σε συνέχεια της διάσωσης του ατελιέ στην οδό Κυκλάδων στην Κυψέλη του έργου του Αριστομένη Προβελέγγιου, προσπαθεί να «χτίσει» μια αρχιτεκτονική πιο ευαίσθητη και πιο ανθρώπινη, που συνδέει το παρελθόν και το μέλλον μέσα από αξίες και ιδεώδη.
Στην έκθεση στο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη» παρουσιάζονται δύο περίβλεπτα γλυπτά από το σπίτι του Ροδάκη. Μία προσωπογραφία της γυναίκας του και το κεφάλι ενός μυστακοφόρου άνδρα με περικεφαλαία, το οποίο βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού και ενδέχεται να είναι το πορτρέτο του ίδιου του Ροδάκη, κάτι που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αφού δεν υπάρχει φωτογραφία του.
Τα δυο γλυπτά σε αντιπαράθεση αποκαλύπτουν μια συναισθηματική έλξη. Όπως τονίζει ο αρχιτέκτονας, το θέμα της έκθεσης είναι αυτή η έλξη που γεννά τα συναισθήματα και δημιουργεί τις σχέσεις. Αυτή η ανταλλαγή ενέργειας είναι η πηγή της δημιουργίας. Τα δύο γλυπτά συνοδεύουν ένα βίντεο που δείχνει το αναμμένο τζάκι με τα σκαλισμένα χέρια του Ροδάκη ‒μια στιγμή αιώνιου αποχαιρετισμού‒ και μια ηχητική ανάγνωση της μαρτυρίας του Γεώργιου Κανδύλη για το σπίτι και τη (φανταστική;) συνάντησή του με τον Ροδάκη, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Ζωή & Έργο. Στον πρώτο όροφο του μουσείου παρατίθεται μια σειρά φωτογραφιών που δείχνουν τη σημερινή κατάσταση του σπιτιού και την ιδιαίτερη αύρα που αυτό αποπνέει.
Πρόκειται για την εικαστική ματιά ενός εκπροσώπου της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πάνω στο έργο ενός επώνυμου εκπροσώπου της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Εδώ ο Σοτοβίκης λειτουργεί ως επιμελητής, ως κάποιος που έχει στόχο να φροντίσει και να αναδείξει το σπίτι του Ροδάκη, που έχει χτιστεί με βασικά οικοδομικά υλικά την ψυχή και το συναίσθημα, την άοκνη λαχτάρα της δημιουργίας και της ομορφιάς, που το καθιστά παράδειγμα για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Ο Ροδάκης έπλαθε, ζωγράφιζε και σκάλιζε για να μπορεί να έχει την αίσθηση της ομορφιάς στην καθημερινότητά του, κάτι που για τον άνθρωπο του εικοστού πρώτου αιώνα, για εμάς, σημαίνει πολύ περισσότερα από ένα μνημείο ή ένα αριστούργημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Η έκθεση που πραγματοποιείται στο Μουσείο Χατζημιχάλη γεννά ερωτήματα που δεν έχουν διερευνηθεί από τους μελετητές του σπιτιού: ποια ήταν και, κυρίως, ποια μπορεί να είναι η σχέση του Ροδάκη με τη γνωστή λαογράφο; Επισκέφτηκε η Χατζημιχάλη το σπίτι του Ροδάκη, και πότε έγινε αυτό; Τον είχε συναντήσει; Ποιες ήταν, άραγε, οι εντυπώσεις της;
Τον Ροδάκη και τη Χατζημιχάλη συνδέουν ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος, ο οποίος σχεδίασε το σπίτι της Χατζημιχάλη το 1924 και φωτογραφίσει το σπίτι του Ροδάκη το 1928, όπως μαρτυρά η φωτογραφία που φυλάσσεται στα Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Σύμφωνα με τη Σταυρούλα Πισιμίση, υπεύθυνη του μουσείου, η Χατζημιχάλη δεν πρέπει να είχε γνωρίσει τον Ροδάκη. «Ωστόσο, γνώριζε και είχε επισκεφθεί το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα μαζί με τον Ζάχο και τα παιδιά της μικρά, τη δεκαετία του ’20», λέει, προσθέτοντας ότι ο Ζάχος, όντας γερμανοτραφής, είχε ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική του συγκεκριμένου οικήματος μάλλον πριν από τον Πικιώνη, προσθέτοντας μια ακόμα ψηφίδα στη μυθολογία του σπιτιού.
Έχουμε περάσει την «αψίδα» που δημιουργούν οι φραγκοσυκιές και μπαίνουμε σε ένα οικόπεδο μακρόστενο· αριστερά κάτω απλώνεται η γη της Αίγινας με τα σκούρα πράσινα χρώματα αυτήν τη συννεφιασμένη φθινοπωρινή μέρα. Περνάς το κοτέτσι και τον περιστεριώνα και είναι σαν περιτριγυρίζεις το σπίτι πριν ακόμα μπεις στο εσωτερικό του. Σε μια συζήτηση μεταξύ Κανδύλη και Ροδάκη, όπως την έχει καταγράψει ο αρχιτέκτονας, ο Ροδάκης του λέει: «Μάθε ότι όταν αγαπάς μια γυναίκα, την αγκαλιάζεις, τη σφίγγεις, τη φιλάς. Έτσι μου αρέσει κι εμένα το σπίτι μου, σαν να είναι γυναίκα. Και κάθε φορά που επιστρέφω σ’ αυτό το περιτριγυρίζω, το φιλώ, αντί να πάω κατευθείαν μέσα, βάναυσα, όπως εσύ σκέφτεσαι ότι πρέπει να κάνω».
Το κυρίως κτίσμα του σπιτιού δημιουργεί ένα Γ από δύο όγκους σε διαφορετικά ύψη που σχηματίζουν μια προστατευμένη αυλή. Στην επέκταση του σπιτιού βρίσκεται το πατητήρι, ενώ το φουρνόσπιτο με το κοτέτσι και τον περιστεριώνα είναι αυτόνομα δωμάτια-κτίρια τοποθετημένα πιο ελεύθερα μέσα στο αγρόκτημα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού βρίσκονται δύο δωμάτια για τα ζώα, κολλημένα στον κυρίως όγκο του σπιτιού και με τη δική τους αψιδωτή είσοδο.
Ώρες μπορείς να σταθείς να θαυμάσεις πέτρα-πέτρα αυτά που έφτιαξε ο Ροδάκης. Και όσο στέκεσαι εκεί, ανακαλύπτεις τα έργα του ξανά και ξανά, όπως πέφτει το φως ή τα σκιάζουν τα σύννεφα και αλλάζουν οι όψεις των αγέλαστων Τούρκων μυστακοφόρων που το φυλάνε. Αν ζούσε στην Αθήνα ο Ροδάκης ή είχε μορφωθεί, μπορεί να είχε γίνει ένας διάσημος γλύπτης, ένας ζωγράφος.
Όμως γεννήθηκε εκεί, εκεί γνώρισε τη γυναίκα του και έκανε οκτώ παιδιά που μεγάλωσαν σε αυτό το μικρό σπίτι, εκεί η καρδιά του αγαλλίαζε και έπλαθε πάπιες και γουρούνια και πρόσωπα και φίδια και φυλλώματα, εκεί χάραζε και στόλιζε το έργο της ζωής του. Φεύγοντας, κρατώντας στα χέρια μου το πράσινο βιβλιαράκι των Vrieslander - Καΐμη που είχα αγοράσει όταν είδα το 12λεπτο ταινιάκι του Νικολάι στην Μπιενάλε ‒έτσι έμαθα γι’ αυτό το σπίτι‒, σκέφτομαι ότι για τον Ροδάκη το πιο τρυφερό γράφεται από τους συγγραφείς του βιβλίου.
«Ο δημιουργός του σπιτιού αυτού δεν έχασε τζάμπα τον χρόνο του, όπως εμείς οι μοντέρνοι, που τον χάνουμε στα καφενεία, στους κινηματογράφους, στις καλλιτεχνικές κουβέντες, κοιτάζοντας άδικα μέσα στη ματαιότητα. Ίσως να υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ακόμα αυτήν τη φυσική τέχνη. Σ’ αυτούς προσφέρουμε το βιβλίο μας, για να τους δείξουμε τη λαϊκή αρετή ενός έργου τόσο αληθινού σαν αυτό του Ροδάκη, που απορεί κανένας πώς βρίσκεται μέσα σε τούτο το σημερινό πέλαγος της ακαλαισθησίας και της πρόληψης, μέσα στα κύματα του ματεριαλισμού μιας τεχνητής και βιαστικής εποχής σαν τη δικιά μας».
Σήμερα, στο σπίτι του Ροδάκη κυματίζει μια μικρή πάνινη σημαία που γράφει τη λέξη «ξανά». Είναι η στιγμή να το ανακαλύψουν ξανά και να το επισκεφθούν και οι νεότεροι, να μπορέσουν να συλλάβουν την πνευματικότητα σε αρμονία με τη φύση και το θαύμα που προέκυψε από αυτήν τη συνάντηση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.